Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

"Ρατσισμός κι επικοινωνία"


Γράφει ο Bruno Φουρλάν

Παρατηρώντας ορισμένες κοινοποιήσεις σ’έναν χώρο, έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενο-μ’όλη την κυριολεξία της λέξης-όπως αυτόν του Facebook, αλλά και ρίχνοντας μια ματιά στην καθημερινή ειδησεογραφία, χωρίς...



καμιά διάθεση για περαιτέρω σκέψη, ο νους μου έμεινε προσηλωμένος στο θέμα του ρατσισμού και η αλήθεια είναι ότι <<εγώ>> απλώς καθόμουν και τον παρακολουθούσα, έτσι ώστε να καταγράψω αυτά που μου δειχνε, χωρίς ν’ απομακρύνω κανένα ίχνος υποκειμε-νικότητας, ακριβώς για να δείξω ότι η λογική του νου και η μικρότητα του <<Εγώ>> μου ευτυχώς για μια φορά συμπορεύονταν. Η έκρηξη, λοιπόν, φαινομένων ρατσισμού τείνει να γίνει καθημερινό φαινόμενο-αν δεν έχει γίνει μέχρι τώρα-με αποτέλεσμα να αποτελέσει μια απαιτητική πρόκληση για τον πολιτισμένο κόσμο, όχι βέβαια για εμάς, που τα φαινόμενα της ρατσιστικής βαρβαρότητας τα θεωρούμε <<σημεία των καιρών>> τόσο πολύ αποδεκτά, που η αδιαφορία καθίσταται ο κύριος ηθικός προσανατολισμός μας. Θα περίμενε κανείς ότι ο ρατσισμός θα έπρεπε να εκλείψει, τουλάχιστον, στο χώρο της Ευρώπης, μιας και υπήρξε η κοιτίδα του Διαφωτισμού, που έθεσε ως βαρυσήμαντη προτεραιότητα τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου, τον τρόπο δηλαδή που ο άνθρωπος θα γίνει άνθρωπος ή -αν θέλετε- πιο ανθρώπινος. Αυτό το τελευταίο φανερώνει μια αρνητική πλευρά της ανθρώπινης φύσης ή μόνο την αρνητική πλευρά της και την προσπάθεια για τη βελτίωσή της. Ο Διαφωτισμός με λίγα λόγια γεννιέται ως άρνηση του αρνητικού, καθώς στοχεύει στην ταύτιση του ανθρώπου με τον θετικό του ορισμό ως λογικού όντος. Ας θυμηθούμε τον ορισμό του Καντ ότι <<διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία είναι ο ίδιος υπεύθυνος>>. Η αποτυχία του Διαφωτισμού εγείρει το αίτημα να επαναπροσδιορίσουμε την ανθρώπινη φύση, παραμερίζοντας την εξιδανικευμένη εικόνα του. Ας μη ξεχνάμε ότι η έννοια <<άνθρωπος>> χρησιμοποιείται και ως κατηγορούμενο, ως ιδιότητα, έχουσα ηθικό περιεχόμενο, και γι’αυτό στην καθημερινότητα ακούμε την προτρεπτική συμβουλή από εκείνον που θεωρείται άνθρωπος προς εκείνον που δεν έχει φτάσει σ΄αυτήν την ιδιότητα: <<Γίνε άνθρωπος!>>. Δε θα υπάρχει καμιά ειρωνεία στην άποψη ότι η αγριότερη βία που υφίσταται το ανθρώπινο είδος προέρχεται από τον ίδιο τον πολιτισμό, ο οποίος δεν του επιτρέπει να εκδηλώσει τη ζωώδη φύση του, δηλαδή τη φύση εκείνη που περιγράφει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά ότι <<ο δίχως αρετή άνθρωπος, δηλαδή ο απολίτιστος, είναι το πιο ανόσιο και πιο άγριο απ’ όλα τα όντα>>. Βεβαίως, υπάρχουν πολλοί που εκδηλώνουν την πραγματική τους φύση και που γίνονται τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αλλά υπάρχουμε κι εμείς, οι περισσότεροι, που με την αδιαφορία μας γινόμαστε όχι μόνο συνένοχοι, αλλά πιο ένοχοι από τους ένοχους, αποδεχόμενοι αυτήν την αποκαλυπτική προβολή του ετέρου της ανθρώπινης ταυτότητας. Στο σημείο αυτό η σκέψη μου διαμαρτύρεται, επικαλούμενη κι άλλες θεωρίες με βασικότερη εκείνη που διατείνεται ότι η φυσική κατάσταση του ανθρώπινου είδους με όλη τη βαρβαρότητα που περιγράφει ο Τόμας Χομπς, δε διαφέρει από τον πολιτισμό, αφού ο τελευταίος αποτελεί μια συνέχειά της, δικαιολογώντας τη βία και την εγκληματικότητα. Το τελευταίο ανήκει στον Σπινόζα, που υποπτεύεται μια ροπή προς τη βίαιη συμπεριφορά. Μου δίνεται η εντύπωση ότι τα σχόλια περισσεύουν μπροστά σ’αυτές τις ευστόχως διατυπωμένες θεωρίες, αλλά πάντοτε το αυτονόητο είναι το ανοίκειο. Ίσως η συνύπαρξη ομαλότητας κι ανωμαλίας αποτελεί το κύριο γνώρισμα του πολιτισμού, που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τις αντιφάσεις του. Γι αυτές έχει μιλήσει ο Μαρξ, οπότε η σκέψη μου καθίσταται περιττή και γι’ αυτό θα περιοριστεί στην καθημερινή πρακτική. Το πιο ωραίο θέαμα των τελευταίων ημερών ήταν, όταν ανήμερα της εορτής της Αγίας Αικατερίνης μπορούσε να διακρίνει κανείς <<πολιτικά>> πρόσωπα, φορείς της ρατσιστικής ιδεοληψίας τους, έξω από την εκκλησία να προσεύχονται στο Θεό της Αγάπης να εγκρίνει, μάλλον, το μίσος τους. Το παράδειγμα αυτό είναι μικρό μπροστά σ’άλλα μεγαλύτερα που δείχνουν το βεβαρημένο παρελθόν της Ευρώπης, για να έρθω σε αντίθεση μ’αυτό που είπα περί της κοιτίδας του Διαφωτισμού: η Βαϊμάρη, ως πολιτιστικό κέντρο του νεοκλασικού ουμανισμού του Γκαίτε και του Σίλλερ, αλλά και του στρατοπέδου συγκέντρωσης, ίσως να αποτελεί μέσα στην καρδία της Ευρώπης το πιο απτό παράδειγμα της παράδοξης συνύπαρξης ουμανισμού και ρατσιστικής βαρβαρότητας, δίνοντας ένα μικρό έρεισμα στην παραπάνω ιδέα ότι η ομαλότητα και η <<ανωμαλία>> αποτελούν συγκροτησιακά στοιχεία του πολιτισμού. Σύμφωνα με τον καθηγητή Δ. Μαρκή, <<ο ρατσισμός συνιστά δυσκολία επικοινωνίας μεταξύ του οικείου και του ξένου, συνεπώς προέχει να προωθηθεί, στα πλαίσια του πολιτικού συστήματος, η επικοινωνία και να εξαλειφθούν οι ανασταλτικοί παράγοντες>>. Ο παραπάνω ορισμός του καθηγητή δείχνει ότι: α) η επικοινωνία προϋποθέτει έναν πομπό κι έναν δέκτη, β) την εναλλαγή των ρόλων αυτών και γ) όταν η επικοινωνία κινείται-πράγμα δύσκολο-στα όρια της λογικής, δεν απειλείται η ταυτότητα κανενός. Στο χώρο της πολιτικής, όμως, υπάρχουν προφανή όρια από τη στιγμή που η ίδια η πολιτική έχει παραιτηθεί από τον μαρξιστικό στόχο του εξανθρωπισμού του ανθρώπου (μη ξεχνάμε το δίλημμα: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα).Επομένως, η κύρια αδυναμία της έγκειται στο κατά πόσο μπορεί η ίδια να επηρεάσει τον άνθρωπο, αφού έχει φροντίσει να τον εκτοπίσει από τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, όπου οι χρηματιστηριακές αξίες κυριαρχούν και οι ανθρώπινες σχέσεις <<πραγμοποιούνται>>, κατά την έκφραση του Λούκατς. Να προστεθεί ότι η οριοθέτηση του ρατσισμού αποτελεί πρόκληση για κάθε άνθρωπο, αφού χρησιμοποιείται σε πολλές συνάφειες της κοινωνικής ζωής. Μιας και η φιλοσοφία θέτει στόχο από τον Αριστοτέλη να εξηγήσει το <<πολλαπλώς λέγεσθαι>>, αφήνοντας στην άκρη τις μεταφορικές διευρύνσεις του όρου, που η άκριτη κατάχρησή του μπορεί να οδηγήσει σε μια πλήρη <<αλογιστία>> κατά τον Μαρκή, η πρωταρχική του σημασία έχει να κάνει με τον πολιτικό ρατσισμό. Έτσι, οποιαδήποτε ψευδοεπιστημονική θεωρία ανακηρύσσει μια ράτσα ως ανώτερη και ξεχωριστή από τις άλλες δεν μπορεί παρά να αποκαλύψει την <<αλογιστία>> του ρατσισμού. Το κύριο επιχείρημα της μεροληπτικής διάκρισης του κόσμου, των πραγμάτων, των εθνών, των φύλων, των τάξεων, των σεξουαλικών προτιμήσεων στηρίζεται στη γλώσσα, στο κύριο όργανο της επικοινωνίας. Εφόσον η γλώσσα προβαίνει σε διακρίσεις, άρα υπάρχει μια πραγματική διάκριση στην οποία προστίθενται οι ποιότητες του ανώτερου και του κατώτερου. Πράγματι, η γλώσσα, όπως διατείνεται η σύγχρονη γλωσσολογία, συγκροτείται από την αρχή της <<δυικότητας>>. Οι διακρίσεις της, όμως, δεν είναι ρατσιστικές αλλά καθαρά λειτουργικές. Η διάκριση μεταξύ θήλεος και άρρενος δεν εξηγεί τον ένα πόλο θετικά και τον άλλο αρνητικά, αλλά τον θέτει ως όρο δυνατότητας επεξεργασίας της πληροφορίας του περιβάλλοντός της. Με άλλα λόγια, η γλώσσα είναι αξιολογικά ουδέτερη. Η αξιολόγηση εξαρτάται από τον άνθρωπο και όσο πιο κοντά βρίσκεται στην αυθεντικότητα της λογικής, τόσο πιο κοντά μοιάζει να βρίσκεται η αριστοτελική ευδαιμονία, όσο πιο πολύ απομακρύνεται απ΄αυτήν, δείχνει την ποιοτική κατάπτωση μιας θεωρίας. Δε τα λέω <<εγώ>> αυτά, οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι τα λένε, που τόσο πολύ χρησιμοποιούνται από αμφιβόλου λογικής πολιτικές θεωρίες, που στοχεύουν στη διάσπαση και στη διαστροφή κάθε είδους επικοινωνίας και στη βίαιη επιβολή. Τα παραδείγματα είναι πολλά, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σ’όλον τον κόσμο. Η εγχώρια και η διεθνής ειδησεογραφία βρίθει από παραδείγματα. Το κείμενο σε καμιά περίπτωση δε δύναται να εξηγήσει το φαινόμενο του ρατσισμού, αλλά να θέσει έναν μικρό προβληματισμό, κινούμενο μέσα στο χώρο των φιλοσοφικών θεωριών, όπως αυτές γίνονται κατανοητές από τον γράφοντα. Δε σημαίνει ότι τα πράγματα είναι όντως έτσι. Συμβαίνει να είναι έτσι μόνο στο μυαλό του. Η επικοινωνία, όμως, αυτή μιμείται κάθε άλλο είδος ομαλής επικοινωνίας, διαρρέει απ΄αυτές και προβαίνει στην προσπάθεια μετατροπής της <<απιθανότητας της επικοινωνίας>> σε <<απίθανη ομαλότητα>> της επικοινωνίας.