Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Η ζωή και το άδοξο τέλος του μεγάλου παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (φώτο)



«Αν έχεις ένα όνειρο, μπορείς να γράψεις για τον εαυτό σου μια μαγευτική ιστορία», συνήθιζε να λέει. Και ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έκανε ακριβώς αυτό, δημιούργησε τη ζωή που δεν έζησε μέσα από τα παραμύθια του. Η ζωή του θα μπορούσε να έχει τον πρόλογο από τα παραμύθια του και να ξεκινά κάπως έτσι...

 
 
 
Μια φορά και έναν καιρό γεννήθηκε στη Δανία ένα αγοράκι. Ήταν 2 Απριλίου του 1805. Γιος ενός φτωχού τσαγκάρη και μιας πλύστρας. Το όνομα αυτού Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Το «ασχημόπαπο» που έγινε ο μεγαλύτερος παραμυθάς του κόσμου, δεν είχε μια ζωή σαν παραμύθι. Έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια λόγω της φτωχής καταγωγής του, απέτυχε σε όλες τις προσπάθειες του να κατακτήσει μια θέση στον χώρο του θεάματος ενώ οι έρωτες του έμειναν όλοι ανεκπλήρωτοι.

Η ημερομηνία γέννησης του αποτελεί και την παγκόσμια ημέρα παιδικού βιβλίου. Και μπορεί με τα παραμυθία του να ταξιδεύει τις σκέψεις των μικρών παιδιών εκείνος όμως δεν απέκτησε ποτέ δικά του παιδιά.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια



Τα δύσκολα για εκείνον είχαν ξεκινήσει από τη μέρα που γεννήθηκε. Η μητέρα του Χανς είχε ήδη αποκτήσει μια κόρη πριν το γάμο της, με το κοινωνικό στίγμα να την ακολουθεί μια ζωή. Ο παππούς του έπασχε από σοβαρή ψυχολογική ασθένεια, την οποία πίστευε ότι είχε κληρονομήσει και ίδιος. Η οικογένεια δεν είχε μόνιμη κατοικία μέχρι το 1807, οπότε και εγκαταστάθηκε στην πόλη Odense, που βρίσκεται δυτικά της Κοπεγχάγης.

Στη ηλικία των επτά ετών ο πατέρας του τον πηγαίνει στο θέατρο, από εκείνη τη στιγμή αλλάζουν όλα, τουλάχιστον στο μυαλό του μικρού Άντερσεν. Η μοίρα όμως θα τον «χτυπήσει» με ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός. Το 1816 ο πατέρας του πεθαίνει από κάποια σοβαρή ασθένεια και η μητέρα του ξαναπαντρεύεται.

Το 1819 ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν κάνει το πρώτο του ταξίδι μόνος του και ξεκινά τις προσπάθειες να μπει στο Βασιλικό Θέατρο. Οι επίμονες προσπάθειες του να γίνει τραγουδιστής, ηθοποιός και χορευτής αποτυγχάνουν παταγωδώς.

Σε μια ύστατη προσπάθεια παραδίδει στους υπευθύνους του θεάτρου κάποια έργα του, τα οποία όμως και αυτά απορρίπτονται. Υπάρχει όμως ένας άνθρωπος που θα πιστέψει σε εκείνον και δεν είναι άλλος από τον διευθυντή και οικονομικό διαχειριστή του Βασιλικού Θεάτρου Jonas Collin, ο οποίος θα τον βοηθήσει και να μορφωθεί.
Ο «αμόρφωτος» συγγραφέας



Η μόρφωση του Άντερσεν ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Σε μεγάλη πια ηλικία δεν ήξερε γραμματική και ορθογραφία. Έτσι επέστρεψε στο σχολείο σε ηλικία 17 ετών. Τα χρόνια του στο σχολείο δεν θα είναι ευχάριστα λόγω της προβληματικής σχέσης που είχε με τον διευθυντή Simon Meisling, ο οποίος του φέρεται άσχημα και τον υποτιμά συνεχώς.

Με αφορμή τα όσα έζησε εκεί έγραψε και το πρώτο του ποίημα «Το παιδί που πεθαίνει». Στο πλευρό του βρίσκεται όμως πάντα ο καλός του άγγελος, ο διευθυντής του Βασιλικού Θέατρου, ο οποίος αποφασίζει να τον στείλει σε ιδιωτικό σχολείο και να πληρώσει εκείνος τα δίδακτρα. Με πολύ μεγάλη προσπάθεια καταφέρνει να ολοκληρώσει το Γυμνάσιο, ενώ στη συνέχεια θα αφήσει στη μέση τις σπουδές του στη Φιλολογία που είχε ξεκινήσει.
Η πριγκίπισσα που δεν υπήρξε ποτέ στη ζωή του



«Η ζωή μου είναι σαν παραμύθι», συνήθιζε να λέει ο Άντερσεν. Μόνο που από το παραμύθι του έλειπε η πριγκίπισσα. Όχι γιατί δεν την συνάντησε αλλά γιατί ποτέ δεν κατάφερε να εκπληρώσει κανέναν ερωτά του. Ο πρώτος του και παιδικός έρωτας ήταν η Ρίμποργκ Βόιτ, η αδελφή ενός συμμαθητή του. Η όμορφη κοπέλα όμως απέρριψε τον έρωτα του Άντερσεν, ανακοινώνοντας του ότι είναι αρραβωνιασμένη με άλλον.

Ο επόμενος ερωτάς του ήταν η κόρη του διευθυντή του Βασιλικού Θεάτρου, ο οποίος του είχε σταθεί σαν δεύτερος πατέρας του. Και εκείνη όμως αρνήθηκε τον έρωτα του και επέλεξε να αρραβωνιαστεί με άλλον άντρα.

Επόμενος σταθμός στην καρδιά του ήταν η 16χρονη κόρη του του διάσημου επιστήμονα Χανς Κρίστιαν Όρστεντ, που συνέβαλε στην ανακάλυψη του ηλεκτρομαγνητισμού. Εκείνος ήταν πια 32 ετών. Η κοινωνική θέση όμως που άνηκε η κοπέλα δεν του επέτρεπε να κάνει όνειρα μαζί της. Έτσι ένας ακόμη ερωτάς του είχε ναυαγήσει. Ο τελευταίος μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η σοπράνο Τζένι Λιντ. Ο Άντερσεν την γνώρισε το 1843 στην Κοπεγχάγη. Μαγεμένος από την φωνή της, την συνάντησε σε αρκετά του ταξίδια, τα οποία όμως δεν είχαν αίσιο τέλος.

Το 1846 σε ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτι, αποφάσισε να της κάνει πρόταση γάμου, την οποία και έγραψε σε επιστολή γιατί ντρεπόταν να της μιλήσει για τον ερωτά του. Εκείνη αρνήθηκε και ο Άντερσεν βίωσε για μια ακόμη φορά την απόρριψη. Η μελαγχολία τον κατέβαλε, παρέμεινε όμως πιστός στην άποψη του για τον ρομαντικό έρωτα. Μάλιστα οι βιογράφοι του συμφωνούν ότι ο συγγραφέας δεν είχε ποτέ σεξουαλική επαφή στη ζωή του, αφού είχε την άποψη ότι θα έπρεπε να έχει ολοκληρωμένη επαφή μόνο με γυναίκες που ήταν ερωτευμένος. Εκείνες όμως τον απέρριψαν όλες, η μια μετά την άλλη.
Το ταξίδι του στην Αθήνα



Στην διάρκεια της ζωής του ο Άντερσεν έκανε είκοσι εννέα μεγάλα ταξίδια. Μεταξύ των χωρών που επισκέφθηκε ήταν και η Ελλάδα. Το πρωί της 22 Μαρτίου 1841, ημέρα Δευτέρα, ο Χανς από το κατάστρωμα του πλοίου αντικρύζει τον Πειραιά. Στο οδοιπορικό του «Το Παζάρι ενός ποιητή», περιγράφει τις εμπειρίες του από την παραμονή του στην Αθήνα. Επισκέφθηκε πολλές περιοχές της πρωτεύουσας ενώ επισκεπτόταν καθημερινά την Ακρόπολη.

«Πέρα από τη φωτεινή γαλάζια θάλασσα με χαιρετά η Ελλάδα. Αγνάντια από τα μάτια μου ο Μοριάς με το χιονόσκεπο βουνό να στράφτει στις λιαχτίδες, και το δελφίνι που πετά και χαίρεται το κύμα», είχε γράψει ενθουσιασμένος στο ημερολόγιο του.
Το άδοξο τέλος του

Τα παραμύθια που έχει γράψει πολλά, μεταξύ αυτών «Η μικρή γοργόνα», «οι μαγικές γαλότσες», «Το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος», «τα καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορα», «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», «Η βασίλισσα του χιονιού», «Η μαγική κασέλα», «Τα κόκκινα παπούτσια », «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», «Η τοσοδούλα » , «Ο γιός του μπαλωματή», «Το μικρό χριστουγεννιάτικο έλατο», «Ο καπνοκαθαριστής και η βοσκοπούλα », «Ο μολυβένιος στρατιώτης», «Οι αγριόκυκνοι».

Στο δικό του παραμυθένιο κόσμο όλοι έχουν δικαίωμα στη ζωή και στην αγάπη. Δυστυχώς όμως η ζωή, δεν του τα πρόσφερε ποτέ, ενώ του επιφύλασσε και ένα άδοξο τέλος. Ενώ κοιμάται πέφτει από το κρεβάτι του και τραυματίζεται σοβαρά.

Περνούν τρία ολόκληρα χρόνια που δεν καταφέρνει να αναρρώσει και φεύγει από την ζωή στις 4 Αυγούστου 1875 έχοντας αφήσει πίσω του μια κληρονομία που ταξιδεύει ακόμη και σήμερα σε όλο τον κόσμο.