Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Νίκος Φώσκολος: Ο «πατριάρχης» της ελληνικής σαπουνόπερας (φώτο, βίντεο)

 
Ο χρυσοδάκτυλος του εγχώριου θεάματος που γνώρισε πρωτοφανείς επιτυχίες ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης σε ραδιόφωνο, κινηματογράφο και τηλεόραση δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις.

Πολλές... 
 
   

 
 
 
 
χρυσές σελίδες της ελληνικής showbiz του ανήκουν εξάλλου καθοριστικά, γι’ αυτό και αγαπήθηκε τόσο γενναιόδωρα η δουλειά του από το ελληνικό κοινό, γιατί ο Φώσκολος ήξερε να σκαρώνει αφηγήσεις που μάγευαν τον κόσμο.

Συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, σκηνοθέτης κινηματογράφου και τηλεόρασης και κριτικός ραδιοφώνου και θεάτρου, δεν είναι και πολλά αυτά που δεν έκανε ο Φώσκολος στην ανεπανάληπτη καριέρα του, μετατρέποντας τη δημιουργία σε πάθος ζωής. Ευρηματικός, εργασιομανής και παροιμιωδώς τελειομανής, συνήθιζε άλλωστε να το λέει και ο ίδιος: «Έμαθα να ζω χωρίς φαΐ, αλλά όχι χωρίς δουλειά». Ο πεινασμένος μικρός Νίκος κατέφυγε λοιπόν στη γραφή ως αποκούμπι στις δύσκολες ώρες των νιάτων του και κατάφερε να διαγράψει μια αστρονομική πορεία στο ελληνικό θέαμα.

Πλέον μιλάμε για τις θρυλικές σαπουνόπερές του «Λάμψη» και «Καλημέρα ζωή», το φαινόμενο Φώσκολος δεν εξαντλείται όμως στην τηλεόραση, που μετέτρεψε άλλωστε σε παιδότοπό του. Η «Υπολοχαγός Νατάσα» (1970) του συνεχίζει να κατέχει το ρεκόρ της πιο εμπορικής ταινίας του ελληνικού σινεμά, αν και αυτή δεν ήταν και πάλι η μόνη πρωτιά στην πολύχρονη καλλιτεχνική διαδρομή του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Φώσκολου.

Οι παλιότεροι αποκλείεται να μη θυμούνται τον «Άγνωστο πόλεμο» (ΥΕΝΕΔ), σε δικό του σενάριο, την ασπρόμαυρη τηλεοπτική σειρά που καθήλωνε τους θεατές καθημερινά στους δέκτες τους από το 1971-1974 σημειώνοντας ιλιγγιώδη ποσοστά θεαματικότητας. Και όταν λέμε ιλιγγιώδη, μιλάμε για περισσότερο από το 90% του τηλεοπτικού κοινού!

Μετά ήρθαν τα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης και η περιβόητη «Λάμψη», η διάρκεια της οποίας απλώθηκε σε 14 ολόκληρα χρόνια (1991-2005) και απαθανατίστηκε στον αριθμό-ρεκόρ των 3.457 επεισοδίων (Ρεκόρ Γκίνες!). Ως σπουδαίος σεναριογράφος αλλά και ταλαντούχος σκηνοθέτης, ο «πατέρας» των ελληνικών σίριαλ είχε καταπιαστεί με πολλά και διάφορα στη ζωή του, ξεκινώντας την καριέρα του ως νεαρός δημοσιογράφος στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, πριν μεταπηδήσει στη συγγραφή και καταπιαστεί με τα πρώτα του αστυνομικά μυθιστορήματα.

Κατόπιν η ζωή του θα χαρακτηριζόταν από τη γραφή και τη δημιουργία, γράφοντας και σκίζοντας διαρκώς χειρόγραφα και σημειώσεις και πλάθοντας ιστορίες με κοινωνικά μηνύματα που μοιραζόταν με το πιστό κοινό του μέσα από το ραδιόφωνο, το σινεμά και την τηλεόραση.

Από την εποχή που το πρώτο του ραδιοφωνικό σίριαλ «Αστυνομικές ιστορίες του Νίκου Φώσκολου» άφηνε εποχή στο ραδιόφωνο, ο Νίκος ερωτεύτηκε τη γραφή και βάλθηκε να την υπηρετήσει από διάφορα μετερίζια, πειραματιζόμενος κάθε φορά με τα νέα μέσα. Στη δεκαετία του 1960 ήταν, για παράδειγμα, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός θεάτρου κατόπιν, γράφοντας περισσότερα από 10 θεατρικά έργα και άλλα τόσα ραδιοφωνικά.

Στη συνέχεια θα βρει τη θέση του στο ελληνικό σινεμά και κάποια στιγμή θα έχει στο βιογραφικό του περισσότερες από 70 ταινίες! Και το 1971 θα μπει η τηλεόραση στη ζωή του, της οποίας έμελλε να γίνει ο κορυφαίος εγχώριος γητευτής.

Ο μεγάλος αυτός «παραμυθάς» δημιούργησε κόσμους και κόσμους με τη χαρακτηριστική του σφραγίδα αφήνοντάς μας παρακαταθήκη αυτά τα περιβόητα «βρόμικα παιχνίδια εξουσίας» που τόσο λάτρευε. Όταν δεν προσπαθούσε να καυτηριάσει τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας μέσα από το γυαλί, έφτιαχνε κλασικές ταινίες, όπως τις «Κατηγορώ τους ανθρώπους», «Κοινωνία ώρα μηδέν», «Κοντσέρτο για πολυβόλα», «Ορατότης μηδέν», «Πυρετός στην άσφαλτο» και «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» (υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας), δημιουργώντας αξέχαστα φιλμ του ελληνικού κινηματογράφου.

Πολυβραβευμένος και χορτασμένος από επιτυχία και δόξα, ο Νίκος Φώσκολος σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του, αν και αυτός θα έλεγε πιθανότατα πως προπάντων ήταν ένας άνθρωπος που λάτρευε το ποδόσφαιρο και τη θάλασσα και ό,τι έκανε, το έκανε απλώς για να έχει τη δυνατότητα να γράφει.

Αυτή ήταν η βάσανος της ζωής του, η γραφή: «Υπάρχουν μέρες που δεν θέλω να γράψω ούτε λέξη. Θέλω να φύγω απ’ το σπίτι, να αποδράσω στη θάλασσα. Ακούω μουσική μέχρι να γεμίσω. Πιέζω τον εαυτό μου. Και τελικά τα καταφέρνω»...
Πρώτα χρόνια



Ο Νίκος Φώσκολος γεννιέται στις 26 Νοεμβρίου 1927 στο Νέο Ηράκλειο της Αθήνας ως παιδί μιας φτωχής προσφυγικής οικογένειας από τη Μικρά Ασία. Η οικογένεια μετακομίζει σύντομα στη Βουλιαγμένη, όπου θα μεγαλώσει ο Νίκος πουλώντας γκαζόζες στη γειτονιά ή μαθητεύοντας σε ξυλουργεία, καθώς η καθημερινή επιβίωση δεν ήταν πάντα εξασφαλισμένη.

Στα γράμματα ήταν όμως πολύ καλός και αγαπούσε ιδιαίτερα τα φιλολογικά, την ιστορία και τη γεωγραφία. Όσο για τα βράδια, αυτά τα κρατούσε για τον εαυτό του, διαβάζοντας πολύ και γράφοντας εξίσου πολύ. Εσωστρεφής και μάλλον μοναχικός, καταφεύγει στο γράψιμο ως αποκούμπι: «Φίλους δεν είχα πολλούς και ούτε ήθελα να έχω. Την πιο ωραία παρέα τη βρήκα μια μέρα στο δρόμο. Ήταν μια χαλασμένη βιβλιοθήκη με ενσωματωμένο ένα γραφειάκι. Την πήγα στο σπίτι και από τότε δεν σταμάτησα να γράφω ποτέ».

Και έγραψε πολύ και πολλά, σκαρώνοντας τα πρώτα του σενάρια παιδί ακόμα. Στα 17 του εξάλλου θα έχει έτοιμο το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του, το μονόπρακτο «Κωνσταντίνος Ε’ ο Πωγωνάτος», το οποίο θα παιζόταν τελικά χρόνια αργότερα στην εκπομπή «Ραδιοφωνική Σκηνή της Κυριακής» της κρατικής ραδιοφωνίας.



Μετά το σχολείο, θέλησε να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Πτυχίο πάντως δεν θα έπαιρνε, καθώς μέχρι τότε είχε αφοσιωθεί ολόψυχα στο γράψιμο και χρόνο για μελέτη δεν θα είχε. Ταυτοχρόνως, απασχολούνταν ως αρθρογράφος στις εφημερίδες «Εμπρός» και «Ανεξάρτητος Τύπος» (δεκαετίες 1950 και 1960), κάνοντας ελεύθερο και καλλιτεχνικό ρεπορτάζ αλλά και κινηματογραφική κριτική.

Εργάστηκε και ως δημοσιογράφος, βγαίνοντας για ρεπορτάζ στον δρόμο και ακολουθώντας τα μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα της εποχής. Βρέθηκε έτσι κοντά στην πρώτη μεγάλη έκρηξη του εγχώριου «Χόλιγουντ», όταν και συλλαμβάνει την ιδέα να δημιουργήσει μέσα από τη στήλη του το πρώτο φωτογραφικό λεύκωμα αναζήτησης ταλέντων!

Η επιτυχία του εγχειρήματος «Κινηματογραφικό Άλμπουμ» ήταν τεράστια, καθώς καθημερινά συνέρρεαν δεκάδες επίδοξοι ηθοποιοί για να δημοσιεύσουν τη φωτογραφία τους, προκειμένου να τους ανακαλύψουν σκηνοθέτες και παραγωγοί. Όπως και έγινε και πολλά πρωτόβγαλτα φιντάνια του χρωστούσαν ήδη πολλά. Όπως θα του χρωστούσαν και αργότερα τόσοι και τόσοι άλλοι, καθώς ήταν γνωστό πως ο Φώσκολος έδωσε ευκαιρία σε δεκάδες νεαρούς ηθοποιούς να παρουσιαστούν στο ελληνικό κοινό και να καταξιωθούν τελικά.

Άλλη μια καινοτομία του Φώσκολου που έμελλε να καθιερωθεί ήταν τα λεγόμενα «αστεράκια» δίπλα στις κριτικές των ταινιών. Αυτός εφάρμοσε τη νέα μέθοδο αξιολογικής παρουσίασης των φιλμ, σκαρώνοντας μια κλίμακα από ένα μέχρι και τέσσερα αστέρια για τα αριστουργήματα. Συνήθως έβαζε δύο αστέρια πάντως, όντας προσεκτικός στην κριτική του.



Εξίσου νωρίς στην καριέρα του θα ανακαλύψει και το αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο θα μεταφέρει στα ερτζιανά. H ραδιοφωνική εκπομπή «Αστυνομικές ιστορίες του Νίκου Φώσκολου» ήταν η πρώτη του απόπειρα από τα ραδιοκύματα και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Στα τρία χρόνια της εκπομπής, αυτή αναμεταδιδόταν από τα περισσότερα τρανζιστοράκια της Ελλάδας. Όταν κυκλοφόρησε μάλιστα σε βιβλίο τις ραδιοφωνικές αυτές ιστορίες, το πόνημα έγινε αμέσως μπεστ-σέλερ…
Ανεπανάληπτη καριέρα στη γραφή



Η στρατιωτική θητεία ήρθε στη ζωή του την πλέον ακατάλληλη για τον ίδιο περίοδο, μια από τις παραγωγικότερες της ζωής του. Ο Φώσκολος ήταν πια μόνιμος συνεργάτης της Κρατικής Ραδιοφωνίας, εργαζόμενος ως εκφωνητής, σχολιαστής κυριακάτικων ματς (1952-1960) αλλά και σεναριογράφος, δούλευε σε εφημερίδες και περιοδικά, έγραφε τα πρώτα ολοκληρωμένα έργα του και είχαν ανοιχτεί μπροστά του νέοι ορίζοντες.

Ο νεαρός Φώσκολος δεν σταματά να γράφει και στη θητεία του, κι έτσι θα περάσει 56ολόκληρους μήνες στον στρατό! Στη δεκαετία του 1960 θα αλλάξει ρότα στη ζωή του, ρίχνοντας το βάρος στη δραματουργία αλλά και τη θεατρική κριτική. Θα καταλήξει με περισσότερα από 10 θεατρικά στη φαρέτρα του (1959-1994), από τα οποία ξεχωρίζουν τα «Ο θάνατος θα ξανάρθει», «Θηλειά στο σκοτάδι», «Η μαρκησία του λιμανιού», «Ο άγνωστος δολοφόνος», «Αρμένικο φεγγάρι» και «Πόρνες και πόρνες».

Πλάι σε αυτά, υπάρχουν και μερικές δεκάδες ραδιοφωνικά δράματα, άλλα σύγχρονου ρεπερτορίου και άλλα ιστορικού περιεχομένου. Το θέατρο και ο κινηματογράφος θα ήταν το νέο πεδίο που θα δοκιμαζόταν ο πολυσχιδής Φώσκολος από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το πρώτο θεατρικό αστυνομικό δράμα του «Ο θάνατος θα ξανάρθει» (1959) σημείωσε μάλιστα τέτοια επιτυχία που δύο χρόνια αργότερα θα γινόταν ταινία της Φίνος Φιλμ, σε σκηνοθεσία Ερρίκου Θαλασσινού.



Την ίδια χρονιά γράφει και το πρώτο του αμιγώς κινηματογραφικό σενάριο, τη βουκολική «Κρυστάλλω» (1959), την οποία θα τη γυρίσει τελικά ο Βασίλης Γεωργιάδης. Αυτή η δουλειά θα εγκαινιάσει τη μακρά καριέρα του Φώσκολου στο ελληνικό σινεμά, η οποία όταν θα ολοκληρωθεί λίγες δεκαετίες αργότερα θα έχει αποδώσει περισσότερες από 70 ταινίες!

Έγραφε και σκηνοθετούσε για λογαριασμό κυρίως της Φίνος Φιλμ (από το 1965 και μετά) και η πένα του απέδιδε δακρύβρεχτα δράματα είτε ταινίες τολμηρού κοινωνικού χαρακτήρα. Όλες τους γίνονταν μάλιστα μεγάλες επιτυχίες στον καιρό τους και η «Υπολοχαγός Νατάσα» συνεχίζει να κατέχει το επίσημο ρεκόρ εισιτηρίων του ελληνικού κινηματογράφου όλων των εποχών!

Ο Φώσκολος ήταν τώρα ο Μίδας του ελληνικού σινεμά, καθώς ό,τι κι αν έκανε γινόταν χρυσό. Δεν ήταν όμως μόνο εμπορικές επιτυχίες, καθώς συνυπέγραψε και καλλιτεχνικούς θριάμβους, όπως τους «Αδίστακτους» του Ντίνου Κατσουρίδη και τον «Πυρετό στην άσφαλτο» του Ντίνου Δημόπουλου, οι οποίες απέσπασαν συνολικά έξι βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ τρία κρατικά βραβεία κινηματογραφίας κέρδισε το «Κοντσέρτο για πολυβόλα». Όσο για το αγαπημένο του σενάριο, το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο» (1966), αυτό γυρίστηκε από τον Γεωργιάδη και ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας!



Ο Φώσκολος θα γυρίσει το κύριο σώμα των ταινιών του από το 1959-1973, συχνά με περισσότερες από πέντε ταινίες τη χρονιά. Σε πολλές (14 φιλμ) κάθεται μάλιστα και στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Χαρακτηριστικές ταινίες του σκηνοθέτη Νίκου Φώσκολου είναι «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» (1967) -η αγαπημένη του δουλειά, όπως έλεγε-, «Αγάπη και αίμα» (1968), «Η λεωφόρος του μίσους» (1968), «Ορατότης μηδέν» (1970), «Εν ονόματι του νόμου» (1970) και «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969), που λογίζεται από πολλούς ως η καλύτερη κινηματογραφική δουλειά του.

Πώς τα προλάβαινε όλα αυτά; «Το μυστικό είναι να ζεις για τη δουλειά σου. Να κοιμάσαι στις 2:00 τα ξημερώματα και να ξυπνάς στις 5:00 το πρωί», έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος. Όσο για το μυστικό της επιτυχίας του, το είχε στα χέρια του ήδη από την εποχή που συνεργαζόταν με τον Φίνο: «Τότε οι περισσότερες ταινίες έκαναν στην Αθήνα 100 με 150 χιλιάδες εισιτήρια. Εγώ μόνο όταν σιγουρευόμουν ότι μια ιστορία θα συγκινούσε πολύ κόσμο ανακοίνωνα την υπόθεση στον Φίνο. Έτσι οι δικές μας ταινίες έκοβαν πάνω από 600 χιλιάδες εισιτήρια».



Μιλούσε για εμπορικότατες ταινίες που είχε στο ενεργητικό του όπως το «Κάθαρμα» (1963), ο «Κράχτης» (1964), τα «Δάκρυα για την Ηλέκτρα» (1966), το «Κατηγορώ τους ανθρώπους» (1966), «Το παρελθόν μιας γυναίκας» (1968), «Η ζούγκλα των πόλεων» (1970), οι «Αιχμάλωτοι του μίσους» (1972) κ.λπ. Το 1973 θα γυρίσει άλλες δύο ταινίες, «Τα χρόνια της οργής» και «Οι γενναίοι πεθαίνουν δυο φορές», και θα σταματήσει το σινεμά, καθώς τώρα είχαν άλλα σειρά. Οι δύο τελευταίες του ταινίες θα έρθουν χρόνια αργότερα, το 1980 η «Έξοδος κινδύνου» και το 1982 το «Κόκκινο τρένο».

Κι όταν κάποιοι τον κατηγορούσαν ως «εμπορικό»; Απαντούσε απλώς πως «Οι καλές ταινίες γίνονται εμπορικές. Αν έκανα αποτυχία, θα έλεγα πως έκανα ταινία τέχνης, όπως λένε οι περισσότεροι»…
Η τηλεόραση



Ήταν το 1971 όταν ο Φώσκολος θα δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε ένα νέο μέσο που θα κατακτούσε από την αρχή όπως κανείς. Το ιστορικό τηλεοπτικό δράμα «Άγνωστος πόλεμος» κλείνει από το 1971-1974 τους Έλληνες στα σπίτια τους, κάνοντας τους πάντες να αναζητούν μια τηλεόραση για να το παρακολουθήσουν. Οι άνθρωποι συνωστίζονταν στα σαλόνια των γειτόνων ή στις βιτρίνες των καταστημάτων ηλεκτρονικών ειδών και υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 8 στους 10 έβλεπαν φανατικά το σίριαλ του Φώσκολου. Στο οποίο συνυπέγραφε και τη σκηνοθεσία (πλάι στον Κώστα Κουτσομύτη).

Από την Τρίτη, 12 Οκτωβρίου 1971, έως και την Τρίτη, 26 Φεβρουαρίου 1974, και για 226 συνολικά επεισόδια, δύο φορές την εβδομάδα ερήμωνε κυριολεκτικά η Ελλάδα. Ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούν στους δρόμους την ώρα της προβολής, τα καταστήματα κλείνουν νωρίτερα, ακόμα και στις εκκλησίες ο εσπερινός τελειώνει μια ώρα αρχύτερα! Το μαγικό κουτί παίρνει φωτιά με τον Φώσκολο στο τιμόνι, κάνοντας τους Έλληνες να παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα τις περιπέτειες του συνταγματάρχη Βαρτάνη, του Έκτορα και της Χριστίνας Ψάχου.



Το σενάριο βασιζόταν μάλιστα στο «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967). Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τα ποσοστά θεαματικότητας, οι ασφαλέστερες πληροφορίες μάς λένε ότι υπήρξαν περιπτώσεις που η τηλεθέαση του «Αγνώστου πολέμου» ξεπέρασε ακόμη και το 90%, ενώ σπανίως έπεφτε κάτω από το 80%!

Μετά ακολούθησαν μερικά ακόμα επιτυχημένα τηλεοπτικά προϊόντα, ιστορικά ή κοινωνικά δράματα δηλαδή σαν τα «Εν τούτω νίκα» (1973), «Πορφύρα και αίμα» (1977), «Έξοδος κινδύνου» (1978), «Η κραυγή των λύκων» (1981) κ.ά. Για το «Εν τούτω νίκα» βραβεύτηκε μάλιστα από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη συμβολή του στους σκοπούς της ορθοδοξίας.

Ο Φώσκολος δεν είχε πει καν την τελευταία του λέξη, καθώς από την έναρξη της ιδιωτικής τηλεόρασης θα έβρισκε ακόμα μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία. Το ημερολόγιο έγραφε 16 Σεπτεμβρίου 1991 όταν έφερε στην ελληνική TV το πρώτο μεγάλης εμβέλειας καθημερινό κοινωνικό σίριαλ, την περιβόητη «Λάμψη» του, μια ακόμη τεράστια επιτυχία που μεταδιδόταν επί 14 ολόκληρα χρόνια.



Η σαπουνόπερα ήρθε να ταράξει τα νερά της εγχώριας μικρής οθόνης, βάζοντάς μας από την κλειδαρότρυπα στα εγχώρια της αυτοκρατορίας της Τζάιαντ. Γιάγκος Δράκος και Βίρνα Δράκου ταρακουνούν συθέμελα την καθημερινότητα της ελληνίδας νοικοκυράς και ο Φώσκολος δρέπει νέες δάφνες σκαρώνοντας τη μακροβιότερη σαπουνόπερα στα ελληνικά χρονικά, η οποία προβαλλόταν από το 1991-2005.

Κάτι που σήμαινε περισσότερες από 150.000 σελίδες διαλόγων, 190 περίπου ιστορίες, 1.500 ηθοποιούς, 7 σκηνοθέτες (ένας εκ των οποίων και ο ίδιος) και αμέτρητους τεχνικούς. Όσο για το τελευταίο επεισόδιο της θρυλικής «Λάμψης» που προβλήθηκε στις 29 Ιουλίου 2005, σημείωσε τηλεθέαση 41,4%. Τα 3.457 επεισόδιά της μπήκαν τελικά στα Παγκόσμια Ρεκόρ Γκίνες!

Την ίδια ώρα, ο Φώσκολος ξαναχτυπά στις 24 Νοεμβρίου 1993 με άλλη μια σαπουνόπερα που συζητήθηκε πολύ, παρακολουθήθηκε ακόμα περισσότερο και κονταροχτυπιόταν κάποια στιγμή με τη «Λάμψη». Μιλάμε φυσικά για το «Καλημέρα Ζωή» που βγήκε στον ΑΝΤ1 δύο χρόνια μετά τη «Λάμψη» και μέτρησε 13 ολόκληρα χρόνια στο γυαλί του τόπου μας (ως τις 31 Μαρτίου 2006)!



Οι τηλεθεατές διχάζονταν τώρα μεταξύ της δυναστείας των Δράκων και της πλούσιας οικογένειας Άρχου, αλλά και της οικογένειας Θεοχάρη του «Καλημέρα Ζωή». Η νέα σαπουνόπερα προβαλλόταν πριν από τη «Λάμψη» και συχνά την ξεπερνούσε σε τηλεθέαση, κρατώντας επί σειρά ετών τον υψηλότερο δείκτη τηλεθέασης στην ώρα της προβολής της. Μέτρησε κι αυτή χιλιάδες επεισόδια, 3.179 ακριβώς, βάζοντας τους θεατές στα άδυτα της αστυνομίας και της διαλεύκανσης εγκλημάτων.

Εννοείται ότι πια δεν είχε χρόνο για τίποτα άλλο ο δημιουργός-φαινόμενο των δύο καθημερινών σίριαλ…
Τελευταία χρόνια



Στην προσωπική του ζωή, ο Φώσκολος μέτρησε 3 γάμους και 2 παιδιά, τον Σπύρο και την Ντέλα. Πρώτος γάμος με την Καίτη Σπηλιοπούλου, όταν μάλιστα ο ίδιος ήταν σε τρυφερή ηλικία 17 ετών, με την οποία απέκτησε τον γιο του. Δεύτερος γάμος το 1958 με την Έλλη Καλαβρού, η οποία του χάρισε την κόρη του. Την τρίτη φορά ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας με την ηθοποιό Τώνια Βυθούλκα το 1987, στο πλευρό της οποίας παρέμεινε ως το τέλος του.

Ο Φώσκολος ήταν τακτικό μέλος της Ένωσης Συντακτών, καθώς και της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Πέρα από τα κινηματογραφικά του βραβεία, είχε τιμηθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (2007), την Ιερά Σύνοδο, την ΕΡΤ, αλλά και από πολλούς πολιτιστικούς φορείς και καλλιτεχνικές ενώσεις.



Τα τελευταία του χρόνια χαρακτηρίστηκαν από προβλήματα υγείας στο γαστρεντερικό του σύστημα και ο ίδιος κλείστηκε στο σπίτι του, καθώς όπως έλεγε δεν άντεχε πια τον ήλιο. «Μετακινούμαι εγώ από το σπίτι; Βγαίνω μόνο τα βράδια για να κάνω μικρές βόλτες. Δεν έχω αντοχή. Δεν αντέχουν τα πόδια μου. Κι αν περπατήσω για πολύ ώρα, θα κουραστώ. Έτσι, κάνω μερικά βήματα μόνο κι αυτά το βράδυ που έχει δροσιά. Τη ζέστη δεν την αντέχω».



Πλέον περνούσε τη μέρα του διαβάζοντας εφημερίδες και αστυνομικά μυθιστορήματα, τη μεγάλη του αγάπη. Στα στερνά του έλεγε μάλιστα πως δεν θα ξαναέγραφε τίποτα, καθώς ήταν ένας άνθρωπος που είχε δουλέψει πολύ και ήθελε απλώς να ξεκουραστεί, απολαμβάνοντας τις άλλες δυο αγάπες του, πέρα από την οικογένειά του: τη θάλασσα και τη στρογγυλή θεά.

Έτσι έφυγε από τον κόσμο στις 30 Οκτωβρίου 2013, ως ένας από τους παραγωγικότερους σύγχρονους δημιουργούς του τόπου μας και ένα σωστό φαινόμενο κινηματογράφου και τηλεόρασης. Τον Φώσκολο έσπευσαν να αποχαιρετίσουν όλοι στο κοιμητήριο Ηλιούπολης, καθώς οι περισσότεροι του χρωστούσαν τις καριέρες τους. Ή τις καλύτερες τηλεοπτικές τους στιγμές…