Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

200 χρόνια μετά το 1821 και η Επανάσταση στη Μακεδονία


Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης, Φιλόλογος – Ιστορικός, Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ., Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης

Επαναστάτες και γυναικόπαιδα που σώθηκαν κατέφυγαν στην Κασσάνδρα, τη Σιθωνία και στο Άγιον Όρος, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία του παραβιάστηκε αναγκαστικά το άβατο από μεγάλο πλήθος γυναικόπαιδων. Ακολούθησαν... 
 
 
λόγω του συνωστισμού πείνα και αρρώστιες και γι’ αυτό οι προϊστάμενοι των μοναστηριών ζήτησαν από τον Εμμ. Παπά τροφές, μπαρούτι και ένα σώμα 500 Ολυμπίων (βλ. Ι. Μαμαλάκης, Διήγησις, ΕΕΦΣΠΘ 7, σ. 229. – Ι. Βασδραβέλλης, ό.π., σ. 252-254). Ο επαναστατικός αναβρασμός εξαπλώθηκε και στην άλλη πλευρά του Θερμαϊκού, προς τη Νάουσα, τον Κολινδρό και την Κατερίνη. Καίγονται χωριά τουρκικά, αλλά και ελληνικά για να εξαναγκαστούν οι κάτοικοί τους να επαναστατήσουν. Πολλοί φυγάδευσαν κυψέλες και ζώα προς τον καζά της Βέροιας, αλλά ο καδής της τα δήμευσε με εντολή του Γιουσούφ μπέη της Θεσσαλονίκης (βλ. Ι. Βασδραβέλλης, Η Θεσσαλονίκη κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας, σ. 38-39).

Ο Μπαϊράμ πασάς άλλη μια φορά συλλαμβάνει πλήθος από γυναικόπαιδα, που τα στέλνει σκλάβους στα παζάρια της Θεσσαλονίκης και από εκεί τις μεταπουλούν τις νεαρές στη Σμύρνη και στη συνέχεια στα χαρέμια των μπέηδων της Βεγγάζης (βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Η Θεσσαλονίκη στα 1821, σ. 50). Γράφει ο Πουκεβίλ (ό.π., σ. 204): «…προς την Θεσσαλονίκην, ακολουθούμενα υπό καραβανίων όλων εκ γυναικοπαίδων, τα οποία επώλησαν εις τας αγοράς της πόλεως ταύτης εις την τιμήν των πέντε μέχρις είκοσι ταλλήρων κατά κεφαλήν. Πολλοί Ισραηλίται ηγόρασαν παιδία, άτινα εξηβράισαν, άλλοι δε…δεν τολμώ να συμπληρώσω την φράσιν, εν ω χρηματισταί ηγόραζον Ελληνίδας νεάνιδας, ας έπεμψαν κατόπιν προς πώλησιν εις Σμύρνην, όθεν ωδηγήθησαν εις Βεγγάζην εν τω κόλπω Σύδρα της Αφρικής, όστις κατοικείται εξ αποίκων της Μακεδονίας καταγομένων». Ο δε Μπαϊράμ γράφει στον σουλτάνο με το πομπώδες ύφος του Ασιάτη δεσπότη: «Εκκαθαρίζων από των τοιούτων ακαθάρτων στοιχείων και βδελυρών ερπετών την περιφέρειαν Θεσσαλονίκης επέδραμον μετά του γενναίου στρατού μου κατά των περιοχών Καλαμαριάς, Παζαρούδας, Σιδηρόπορτας, Πολυγύρου, Κασσάνδρας, Κίτρους και Κατερίνης, ένθα καταπολεμήσας τους απίστους τούτους εξόντωσα και απήλειψα από προσώπου γης 42 πόλεις και χωρία αυτών…τας γυναίκας και τα τέκνα τα εξηνδραπόδισα…τας εστίας δε αυτών παρέδωκα εις το πυρ και την τέφραν, ώστε φωνή αλέκτορος να μην ακούηται πλέον εις αυτάς» (βλ. Ι. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες, σ. 251-252).

Και στις Σέρρες οι Τούρκοι στρατιώτες ξέσπασαν σε λεηλασίες και σφαγές στα περίχωρα και φυλάκισαν όσα μέλη της οικογένειας Παπά συνέλαβαν, των οποίων το σπίτι το λεηλάτησαν και το έκαψαν και δήμευσαν την περιουσία τους (βλ. Π. Πέννας, Ιστορία των Σερρών από της αλώσεως αυτών υπό των Τούρκων μέχρι της απελευθερώσεώς των υπό των Ελλήνων (1383-1913), σ. 82-84). Στη Χαλκιδική η επανάσταση περιορίστηκε στην Κασσάνδρα και το Άγιον Όρος, αλλά οι Μακεδόνες επαναστάτες στις 27 Ιουνίου απέκρουσαν τον Αχμέτ μπέη. Τον Ιούλιο τους ενίσχυσαν και 400 πολεμιστές από τον Όλυμπο με αρχηγούς τα πρωτοπαλίκαρα/κολιτζήδες του Διαμαντή Νικολάου, τον Μπίνο και τον Μήτρο Λιακόπουλο, που έδωσαν μεγάλο θάρρος στους επαναστάτες. Λίγο αργότερα ήρθε και ο ίδιος ο Διαμαντής με άλλους 200 Ολύμπιους. (βλ. την ανέκδοτη επιστολή του Διαμαντή Νικολάου στις 7 Ιουλίου σε Αρχεία ΙΕΕ, Αρχείον Εμμ. Παπά).

Στα μέσα Ιουλίου τα μέτωπα του πολέμου έχουν σταθεροποιηθεί στην Κεντρική Μακεδονία, αλλά παρόλα αυτά το ηθικό των στρατευμάτων αρχίζει να πέφτει λόγω της έλλειψης πολεμοφοδίων και τροφίμων, της απροθυμίας για προσφορά χρημάτων και της αδυναμίας για εξεύρεσή τους. Ας προστεθούν και οι διχόνοιες και έριδες των μοναχών για την άνιση κατανομή των οικονομικών βαρών στις μονές, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται τάσεις φυγής μοναχών με ιερά σκεύη και χρηματικά ποσά (βλ. Ι. Μαμαλάκης, Νέα στοιχεία σχετικά με την επανάστασιν της Χαλκιδικής το 1821, ΔΙΕΕ 14, σ. 475-6 και 492). Τότε οι περισσότεροι Ολύμπιοι οπλοφόροι μαζί με τους αρχηγούς τους εγκατέλειψαν τη χερσόνησο της Κασσάνδρας και ακολούθησε η αποσύνθεση του ελληνικού στρατοπέδου. Ο Εμμ. Παπάς βλέποντας την κατάσταση κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες να κινήσει την επανάσταση στον Όλυμπο και τα Πιέρια, όπου είχε πρόθυμους αρχηγούς. Αυτοί βέβαια ζήτησαν πολεμοφόδια και για το σκοπό αυτό έστειλαν ως πληρεξούσιό τους στην Πελοπόννησο τον Νικόλαο Κασομούλη, ο οποίος είχε συνάντηση και με τον Εμμ. Παπά.

Στο σημείο αυτό ας δώσουμε τον λόγο στον Ν. Κασομούλη: «Απεφασίσθη ως εκ μέρους όλων των Καπιταναίων του Ολύμπου να πηγαίνωμεν προς τον Υψηλάντην, Κολοκοτρώνην και λοιπούς προκρίτους της Πελοποννήσου εγώ και ο Καπιτάν Κώστας αδελφός του Διαμαντή πληρεξούσιοι - και έγιναν τα γράμματα και από αυτούς –αλλά να διαβούμεν από τον Εμμ. Παπά, και να μας εφοδιάση και αυτός με τα αναγκαία συστατικά… Ο Εμμανουήλ Παπά αποτυχών εις την μάχην και βλέπων την παράλυσιν του στρατοπέδου από τας ελλείψεις, με την ώραν εστοχάσθη να μεταβή προσωπικώς εις το πέραν μέρος του Ολύμπου να ενεργήση την αποστασίαν, και ούτω να ελαφρωθή ο εν Κασσάνδρα αγών με τον αντιπερισπασμόν των Ολυμπίων. Πλην ενώ εστοχάζετο αυτό, έφθασα και εγώ με τα γράμματα προς αυτόν∙ γνωρισμένος μικρόθεν με τους υιούς του και αχώριστος αυτών, νυχθημερώς συνανστρεφόμενοι, με θεωρούσεν απ’ αρχής ως άλλον υιόν του. Είδεν τας πληρεξουσιότητας και τας απαιτήσεις, είδεν ακόμη από το νόημα των γραμμάτων, ότι ήθελεν αποτύχει του να ζητήση αποστασίαν του Ολύμπου χωρίς προετοιμασίαν και προμήθειαν» (βλ. Ν. Κασομούλης, ό.π., σ. 148-9).

(συνεχίζεται)