Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Οκτώβριος 1922: Όταν η Αλεξανδρούπολη "βούλιαξε" από πρόσφυγες. Η άγνωστη έκθεση του νομάρχη Σ. Γρηγορίου

*Η πορεία της οδύνης με τα βοϊδάμαξα

*Αδημοσίευτο ντοκουμέντο με φοβερές λεπτομέρειες

Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

Ο Οκτώβριος του 1922 ήταν ίσως ο δραματικότερος μήνας, που έζησε η Αλεξανδρούπολη, όταν η πόλη «βούλιαξε» κυριολεκτικά από τα κύματα προσφύγων που διώχθηκαν κακήν κακώς από την Ανατολική Θράκη με απαίτηση του Μουσταφά Κεμάλ και συναίνεση δικών μας «φιλικών» κρατών, που ως μεγάλες Δυνάμεις τότε όριζαν τις τύχες του κόσμου.

Η... 

 
Ελλάδα ηττημένη στη Μικρά Ασία μάζευε τα κουρέλια της. Διωγμένοι οι Έλληνες από εκεί, διωγμένοι και από τον Πόντο. Πρόσφυγες από παντού…

Η κυβέρνηση ανύπαρκτη, έπεφτε κάτω από το κύμα της λαϊκής αγανάκτησης, που έφερνε στην εξουσία το στρατό με επικεφαλής τους Γονατά και Πλαστήρα.

Το μεγάλο δράμα παίζονταν με άξονα τον ποταμό Έβρο, καθώς όσοι Έλληνες ζούσαν πέραν από την Ανατολική του όχθη, προσπαθούσαν να περάσουν στη Δυτική όχθη όπως- όπως, για να γλιτώσουν τις σφαγές. Η Αθήνα ζούσε σε καθεστώς αλλοφροσύνης. Η χώρα πλημμύρισε από τους πρόσφυγες της Ανατολίας. Οι επαναστάτες ετοιμάζονταν να δικάσουν τους υπαίτιους της τρομερής ήττας.

Ήδη όλοι γνώριζαν για την πυρκαγιά της Σμύρνης, τον απαγχονισμό του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, τα εγκλήματα του Τοπάλ Οσμάν στον Πόντο. Δράματα χωρίς τελειωμό…

Το μεγάλο κακό άρχισε από τα Μουδανιά με διάσκεψη των στρατηγών των Μεγάλων Δυνάμεων. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1922, με την Ελλάδα απούσα, είχε προδιαγραφεί η τύχη της Ανατολικής Θράκης. Παραχώρηση στους Τούρκους, που δεν πολέμησαν καθόλου, όταν την απελευθέρωσαν οι Έλληνες τον Ιούλιο του 1920. Ούτε πολέμησαν για να την ανακαταλάβουν. Και άμεση εκκένωση από τον ελληνικό στρατό και τον ελληνικό πληθυσμό.

Από την έναρξη της εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης, το κλίμα ήταν βαρύ παντού. Χαρακτηριστικά η «Νέα Αλήθεια» της Θεσσαλονίκης έγραφε στο πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της:

«Ο ελληνικός στρατός και οι Έλληνες της Θράκης περίλυποι μέχρι δακρύων δια τας ατίμους αποφάσεις των Δυνάμεων παρακολουθούν την κηδείαν της Ανατολικής Θράκης».

Και μέσα σε ένα άθλιο βροχερό και ψυχρό καιρό αρχίζουν να κινούνται τα αργόσυρτα καραβάνια με πεζούς και βοϊδάμαξα, που αγωνίζονταν όλοι να περάσουν σε ελληνικό έδαφος για να σωθούν από τους Τούρκους. Τρένα με κόσμο ακόμα και στις οροφές των βαγονιών. 
 

 
*Η λεζάντα είναι εύγλωττη


Η εφημερίδα «Μακεδονία» στέλνει στη Θράκη τον διευθυντή της Πέτρο Λεβαντή. Στην πρώτη εκτεταμένη ανταπόκρισή του στις 9 Οκτωβρίου «κραυγάζει» ότι η Ανατολική Θράκη χάνεται! Ιδιαίτερα παραστατικός σε άλλο τηλεγράφημά του από το Διδυμότειχο γράφει:

«Όλη περιοχή από Δεδέαγατς μέχρι Διδυμοτείχου πλήρης καραβανίων προσφύγων, το θέαμα είναι απείρως τραγικόν, απείρως σπαραξικάρδιον, αι γυναίκες λυσίκομοι βυθίζονται μέχρι γονάτων εις την λάσπην, μικρά παιδιά στιβαγμένα επί αραμπάδων δέρονται υπό ραγδαιοτάτης βροχής πιπτούσης από πρωίας αδιακόπως, πλείστοι αραμπάδες έχουν κολλήσει εις την λάσπην και οι πρόσφυγες πετούν γεννήματα και ολίγα αντικείμενα αυτών δια να κατορθώσουν την μεταφοράν των γυναικοπαίδων».

Όλοι γνωρίζουμε, ότι εξαιρετική περιγραφή των τραγικών γεγονότων εκείνων των ημερών, έκανε ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουέι με τις ανταποκρίσεις του στην εφημερίδα «Τορόντο Σταρ». Είχε βρεθεί στην Αδριανούπολη και είχε ασθενήσει μάλιστα από ελονοσία. Οι ανταποκρίσεις του, που δείχνουν ανάγλυφη όλη τη φρίκη του μεγάλου διωγμού, έχουν δημοσιευθεί, στην Ελλάδα κατ’ επανάληψη και είναι γνωστές.

Στις 13 Οκτωβρίου 1922 έφτασε στην Αλεξανδρούπολη ο υπουργός Περιθάλψεως Απόστολος Δοξιάδης (με καταγωγή από την Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας) για να συντονίσει το τεράστιο έργο της περίθαλψης των προσφύγων.



 
*Η υπογραφή του νομάρχη Έβρου Σ. Γρηγορίου

Η έκθεση του νομάρχη Σ. Γρηγορίου

Ο νέος νομάρχης Έβρου Σ. Γρηγορίου είχε αναλάβει τα καθήκοντά του στην Αλεξανδρούπολη, από τις αρχές Οκτωβρίου 1922 και παρέμεινε εκεί έως τις 4 Μαρτίου 1923 Η ημερομηνία τοποθέτησής του σημαίνει ότι θα πρέπει να ήταν φιλικά προσκείμενος προς το καθεστώς της Επανάστασης των Γονατά- Πλαστήρα.

Η έκθεσή του για τη δραματική κατάσταση που επικρατούσε στην Αλεξανδρούπολη γραμμένη στις 29 Οκτωβρίου 1922, υποβλήθηκε στον επικεφαλής των αντιπροσώπων για την περίθαλψη των προσφύγων, που έδρευαν στην Κωνσταντινούπολη τον περίφημο Αυστραλό Τζορτζ Τρελόαρ. Ήταν αυτός που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αποκατάσταση των προσφύγων και αργότερα ονομάστηκε προς τιμήν του από το όνομά του, το χωριό της Ροδόπης Θρυλόριο. Το χωριό αυτό ιδρύθηκε μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, με τη συμβολή του Αυστραλού Τζορτζ Ντιβάιν Τρελόαρ (G.D. Treloar), από το επώνυμο του οποίου πήρε την ονομασία του. Στο Θρυλόριο εγκαταστάθηκαν Πόντιοι πρόσφυγες. 
 


 
*Ο Αυστραλός Τρελόαρ του Θρυλορίου

Ο νομάρχης χαρακτήριζε τραγική την κατάσταση των προσφύγων, επισημαίνοντας ότι η Αλεξανδρούπολη αποτελούσε το κεντρικό σημείο απ΄ όπου θα διέρρεε ο μέγιστος όγκος των προσφύγων, που διεκινείτο πεζή ή με το σιδηρόδρομο ή με πλοία.

Τι εικόνα όμως παρουσίαζε η πόλη που αντιμετώπιζε ένα τόσο έκτακτο και πιεστικό πρόγραμμα ανθρωπιστικής υφής;

Κατά τον Γρηγορίου, ο οποίος είχε άμεση αντίληψη των συνθηκών που επικρατούσαν η εικόνα την οποία παρουσίαζε η Αλεξανδρούπολη και ο υπόλοιπος νομός, ήταν σε αδρές γραμμές η ακόλουθη

«Η Αλεξανδρούπολις πόλις 4,5 χιλιάδων περίπου κατοίκων στεγάζει ήδη πλέον των 10 χιλιάδων κατοίκων, εστιβαγμένων εντός των δωματίων, υπογείων, αποθηκών, Εκκλησιών, Σχολείων, καφενείων, χωρίς να υπολογίζω ότι εντός της Αλεξανδρουπόλεως επίσης ευρίσκονται το Γενικόν Στρατηγείον, το Γενικόν Επιτελείον, ο εφοδιασμός, τα Στρατιωτικά Νοσοκομεία και άπασαι αι κεντρικαί υπηρεσίαι του Στρατεύματος.

Εις την περιφέρειαν Αλεξανδρουπόλεως άπαντα τα χωρία, κώμαι και κωμοπόλεις είναι ασφυκτικώς πληρωμένα.

Εις Φέρρας, εντελώς κατεστραμμένην κωμόπολιν ευρίσκονται εστιβαγμένοι περί τας 10.000 προσφύγων το πλείστον των οποίων διαμένουσιν εν υπαίθρω και δέον να ληφθή υπ’ όψιν, ότι εντός της κωμοπόλεως ταύτης εδρεύει και Μεραρχία.

Δεν ομιλώ περί της εν Σουφλίω και Διδυμοτείχω καταστάσεως, διότι περί αυτής θέλουσιν υποβληθεί υμίν εκθέσεις απ’ ευθείας παρά των οικείων υποδιοικητών.

Υπολογίζω εις 15.000 τους πρόσφυγας τους οπωσδήποτε υπό στέγην ευρισκομένους εν τη περιφερεία του Νομού Έβρου και εις ετέρους 15.000 τους ευρισκομένους άνευ στέγης εν αυτή τη περιφερεία».

Ο νομάρχης Έβρου εξηγούσε στη μακροσκελή έκθεσή του ότι οικήματα σε βραχύτατο χρόνο δεν είναι δυνατόν να κατασκευασθούν, ούτε ήταν εύκολη η παραγωγή επαρκούς ψωμιού, αλλά και τα ρούχα που φορούσαν όταν έφυγαν από τις πατρίδες τους οι διωγμένοι πρόσφυγες σε λίγο καιρό, που πλησίαζε ο χειμώνας δεν θα ήταν επαρκή να τους προστατεύσουν από το ψύχος και τις επιδημίες.



 
*Εικόνα από το δράμα της προσφυγιάς στην Αλεξανδρούπολη (Αρχεία ΓΑΚ Έβρου)

Τοκετοί μέσα στα βαγόνια!!!

Τι άλλα συνέβαινε εκείνες τις δραματικές μέρες στην Αλεξανδρούπολη; Παραστατικός ο νομάρχης Γρηγορίου μας πληροφορεί στην έκθεση- ντοκουμέντο:

«Εν Αλεξανδρουπόλει υπολογίζω ότι από μηνός, έχομεν δύο τουλάχιστον καθ’ ημέραν τοκετούς εντός βαγονίων πεπληρωμένων προσφύγων, δέκα θανάτους κατά μέσον όρον προσφύγων αποθνησκόντων εξ εξαντλήσεως και των επιδημιών, δύο έως τρία δυστυχήματα καθ΄ ημέραν λόγω του συνωστισμού εν τε τω Σιδ/κω Σταθμώ και τω λιμένι».

Το ευτύχημα ήταν ότι χάρις στα έκτακτα μέτρα που πάρθηκαν τότε αποφεύχθηκαν οι επιδημίες. Μόνο κάποια κρούσματα τύφου σημειώθηκαν και ένα κρούσμα ευλογιάς.



 
*Από τον άδικο ξεριζωμό των Ανατολικοθρακιωτών (Αρχείο National Geographic)

Εικόνες ανείπωτης οδύνης

Επιμελής και αναλυτικός ο νομάρχης διέβλεπε δύο βασικές κατηγορίες προσφύγων, που έφταναν στην Αλεξανδρούπολη. Ήταν εκείνοι που ξεκινούσαν από τα χωριά τους με τα βοϊδάμαξα και ελάχιστα κινητά πράγματα ή και πεζοί και οδοιπορούσαν επί μέρες έως ότου φτάσουν σε σιδηροδρομικό σταθμό για να επιβιβασθούν στα τρένα, που θα τους ξεφόρτωναν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς δυτικά του ποταμού Έβρου. Αλλά και εκεί χρειάζονταν αναμονή αρκετών ημερών για να τους πάρουν άλλα τρένα και να τους αποβιβάσουν στην Αλεξανδρούπολη. Όπου και εκεί θα περίμεναν ακόμα και είκοσι μέρες για να τακτοποιηθούν κάπως.

«Πεινώντες και διψώντες, άυπνοι και άστεγοι παρουσιάζουσιν οικτρόν θέαμα απηλπισμένης ανθρωποπλημμύρας της οποίας το κύριον κίνητρον είναι πώς να ωθήση εαυτήν όσον το δυνατόν μακρύτερον του Τούρκου» υπογράμμιζε ο Γρηγορίου.

Η άλλη κατηγορία προσφύγων, όπως τους έβλεπε ο νομάρχης, ήταν οι «οδικώς διαρρέοντες» οι οποίοι φόρτωσαν στα βοϊδάμαξά τους ό,τι πολύτιμο είχαν, λίγο σιτάρι, τα μικρά παιδιά τους και τους γέροντες. Βάδιζαν συνεχώς και σταματούσαν όταν έβρεχε. Έτρωγαν σκέτο ψωμί αν το εύρισκαν. Τα ζώα τους δεν είχαν τροφή και αρκετά κατέρρεαν στο δρόμο. Τα αμάξια πάθαιναν βλάβες χωρίς να μπορούν να τις επιδιορθώσουν.

Βοήθεια σε εκείνες τις άγριες συνθήκες παρείχε η Κοινωνία των Εθνών και η ανθρωπιστική οργάνωση Near East Relief καθώς και ο στρατός υπό τη διοίκηση του στρατηγού Κωνσταντίνου Νίδερ. Δόθηκαν σκηνές και άδεια βαγόνια και όπου ήταν δυνατόν στήθηκαν πρόχειρα στέγαστρα, ενώ μοιράζονταν και ψωμί. 
 

 
*Τα καραβάνια του πόνου

Θα εχρειάζοντο τόμοι ολόκληροι…

Καταλήγοντας ο νομάρχης Σ. Γρηγορίου στο μοναδικό αυτό ντοκουμέντο πόνου και σπαραγμού, που αποτελεί η έκθεσή του ,τόνιζε με σπαραγμό ψυχής:

«Εν τη παρούση εκθέσει μου εχάραξα γενικώς μόνον γραμμάς της εν γένει καταστάσεως των προσφύγων Ανατολικής Θράκης διότι θα εχρειάζοντο τόμοι ολόκληροι δια να δοθή πιστή εικών της Οδυσσείας και των δεινοπαθημάτων των χιλιάδων προσφυγικών οικογενειών από της ημέρας της φυγής των εξ Ανατολικής Θράκης μέχρις της εγκαταστάσεώς των εις τους τόπους, δι’ ούς τελικώς προορίζονται».

Στις 12 Οκτωβρίου είχαν φύγει οι περισσότεροι Έλληνες. Ελάχιστοι έμεναν ακόμα. Στην Αδριανούπολη είχαν αδειάσει οι δρόμοι. Ο Πέτρος Λεβαντής έγραφε στη «Μακεδονία» (12 Οκτωβρίου 1922):

«Πνοή θανάτου διασχίζει την πόλη και σαν ξαφνιασμένη η θύμηση αφήνει κραυγή αναθέματος. Κανείς στους δρόμους. Η ζωή δεν σφύζει πεια. Και το χαροπάλεμα της πόλης καθιστούνε τραγικώτερο ακόμη ολιγομελείς περιπολίες ευζώνων. Τυλιγμένοι στις μουντές κάπες τους, με εφ’ όπλου λόγχη, λες και είναι τιμητική φρουρά νεκρού, τιμητική φρουρά της Ελληνικής Λευτεριάς, που πεθαίνει…».

Στις 14 Οκτωβρίου ο εκ Διδυμοτείχου δημοσιογράφος Γ. Αποστολίδης δημοσιεύει στο «Φως» της Θεσσαλονίκης ανταπόκριση για την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης υπογραμμίζοντας ότι:

«Εις τας γεφύρας και τας διόδους συνωστισμός μέγιστος και μεγάλη αταξία επικρατεί. Αμάξια σπασμένα και πεσμένα στη λάσπη, διότι έχει βρέξει και βρέχει κάθε λίγο, εμποδίζουν την κυκλοφορία για πολλές ώρες. Η μοναδική γέφυρα του Έβρου εις την περιφέρειαν Διδυμοτείχου (σ.σ. στην περιοχή των Πετράδων) είναι κατάμεστος αμαξών εκατέρωθεν, που αναμένουν να περάσουν. Ένα έτερον καΐκι παραλαμβάνον δύο αμάξας πιο κάτω χρησιμεύει και αυτό ως δίοδος, αλλά δεν αρκεί, διότι τα αμάξια υπερβαίνουν τα χίλια που περιμένουν». Και λίγο πιο κάτω σημειώνει: «Το Διδυμότειχον και τα πέριξ χωρία και αυτά ακόμη τα χωράφια είναι υπερπλήρη κόσμου ως επί το πλείστον αστέγου».

Στις 19 Οκτωβρίου 1922 ο νομός Έβρου είχε κορεσθεί από πρόσφυγες. Υπερσυγκέντρωση πληθυσμού. Έκλεισε ο δρόμος από Διδυμότειχο προς Αλεξανδρούπολη, αλλά και από Αλεξανδρούπολη προς Κομοτηνή. Έτσι ο υπουργός Περίθαλψης Απόστολος Δοξιάδης διέταξε 48 αναστολή όλων των κινήσεων, για να επιτευχθεί ελεγχόμενη αραίωση των συγκεντρωμένων στην Αλεξανδρούπολη προς την Ανατολική Μακεδονία και τους νομούς Ροδόπης και Ξάνθης.

Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

ΠΗΓΕΣ

*Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών
 
 sitalkisking.blogspot.com