Η Πολεμική Ανταρσία του Ολύμπου
Μετά από 130 χρόνια από την επανάσταση του Ολύμπου, με τη γνωστή ονομασία «Ανταρσία του Ολύμπου». Επίκεντρο η ανταρσία αυτή είχε τον Κολινδρό και το Λιτόχωρο, αλλά και τα γύρω χωριά του Ολύμπου, όπως Κρυόβρυση (Πουλιάνα), Καρυά, Σκαμνιά κ.λπ. Σημαντική προσωπικότητα στην επανάσταση αυτή του Ολύμπου (1878) αναδείχθηκε ο φλογερός ιεράρχης Νικόλαος Λούσης, επίσκοπος Κίτρους. Γεννήθηκε στη Στενήμαρχοτης Β. Θράκης το 1840. Διακρίθηκε για την έφεση στα γράμματα και έγινε υπότροφος στη Ριζάρειο Σχολή. Γύρισε στην πατρίδα του και χειροτονήθηκε αρχιδιάκονος, παίζοντας στη συνέχεια έναν πολυσήμαντο ρόλο. Το 1868 κηρύχθηκε στην Κρήτη επανάσταση κατά των Τούρκων και ο Νικόλας από τη Φιλιππούπολη κατέφθασε στα Χανιά με την ιδιότητα του δασκάλου. Έτσι, του δόθηκε η ευκαιρία να πάρει μέρος με άλλους εθελοντές στην επανάσταση. Μετά τη λήξη της κρητικής επανάστασης έρχεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδασκε σε Λύκειο μέχρι το 1874. Γνωρίστηκε με το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ, τον μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και η Επισκοπική Σύνοδος τον προήγαγε σε επίσκοπο Κίτρους το 1875.
Σημαντικό έργο του ιεράρχη αυτού στην περιοχή του Ολύμπου ήταν η επανάσταση του Κολινδρού το Φεβρουάριο του 1878, την οποία ο ίδιος είχε προετοιμάσει. Βέβαια, η ανταρσία αυτή του Ολύμπου δεν έφερε το ποθητό αποτέλεσμα της ελευθερίας στην περιοχή Ολύμπου. Αλλά, όμως, πέτυχε την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Ο επίσκοπος, πικραμένος από την αποτυχία της επανάστασης, μετέβη στη γειτονική Θεσσαλία, όπου συνεργάστηκε με τους επαναστάτες, και στη συνέχεια στη Λαμία, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Ύστερα από τις ενέργειες αυτές, ο Νικόλαος δεν γύρισε στον Κολινδρό, όπου ήταν η έδρα του, αλλά πήγε στον Πειραιά, όπου πέθανε από φυματίωση το 1882, σε ηλικία μόλις 42 ετών.
Η κήρυξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1877-78) και προέλαση των Ρώσων προς Κωνσταντινούπολη ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να διατάξει την εισβολή στο υπό τουρκική κυριαρχία ελληνικό έδαφος, με δύναμη 20.000 ανδρών, με αρχηγό τον Σκαρλάτσο Σούτσο. Η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Ήπειρος καρτερούσαν την ελευθερία να ξανάρθει στα αιματοβαμμένα χώματα τους. Ο ελληνικός στρατός με την εισβολή του έφερε το ελπιδοφόρο μήνυμα, αλλά αργότερα, σύμφωνα με την αξίωση των Μ. Δυνάμεων, υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στο ελεύθερο κράτος. Το 1878 σχηματίσθηκε η ανεξάρτητη Μακεδόνικη Επιτροπή Αγώνα, η οποία οργάνωσε επαναστατικό κίνημα και ενίσχυσε τις κινήσεις ανταρσίας στην περιοχή του Ολύμπου και των Πιερίων. Επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος στον Όλυμπο τέθηκε ο λοχαγός του ελληνικού στρατού Κοσμάς Δουμπιώτης. Ο Κ. Δουμπιώτης καταγόταν από το χωριό Δουμπιά της Χαλκιδικής και ήταν από γένος στρατιωτικής οικογένειας. Το σώμα του Δουμπιώτη στις 15-16 Φεβρουαρίου αποβιβάστηκε στην Πλάκα Λιτόχωρου. Ο οπλισμός αποθηκεύτηκε στο Μετόχι της Μονής Αγίου Διονυσίου και ορίστηκε έδρα των επιχειρήσεων το Λιτόχωρο, όπου συστάθηκε και η προσωρινή κυβέρνηση του Ολύμπου, με πρόεδρο τον Κοροβάγκο και γραμματέα τον επίσκοπο Κίτρους.
Ο Δουμπιώτης κινήθηκε με τους εθελοντές προς την περιοχή του Ολύμπου, με σκοπό να ενθαρρυνθούν οι κάτοικοι των χωριών του Ολύμπου. Στις 22 Φεβρουαρίου, και στη θέση «Φούντα» του Κολινδρού, ο επίσκοπος Κίτρους κηρύσσει την επανάσταση. Η τουρκική επίθεση ανάγκασε τους επαναστάτες να εγκαταλείψουν τη θέση και να φυγαδευθούν με τα γυναικόπαιδα στη Μονή των Αγίων Πάντων. Ο Ασάφ Πασάς, αφού κατέλαβε τον Κολινδρό, κινήθηκε προς την Κατερίνη και στη συνέχεια πυρπόλησε το Λιτόχωρο.
Ο επίλογος της ανταρσίας γράφηκε στη Μονή Αγίων Πάντων, δίπλα στη Βεργίνα, όπου επτά γυναίκες βλαχοποιμένων ρίχτηκαν στον γκρεμό για να μην πέσουν στους Τούρκους (Νέο Ζάλογγο).
Ο Δουμπιώτης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί συνέχισαν τον αγώνα τους από την πλευρά των Πιερίων και του Ολύμπου. Έτσι, το επαναστατικό σώμα με τον Καλογήρου συζητούσε την προσβολή του Βλαχολίβαδου Ελασσόνας μαζί με τους πρόκριτους, από τους οποίους είχε ζητηθεί εγχώρια βοήθεια. Επίσης, στις 7 Μαρτίου στάλθηκε από το Λιβάδι επιστολή προς τον Κυβερνίδη και τον ενημέρωνε για την τουρκική προέλαση από το Λιτόχωρο και για την κατάσταση που επικρατούσε στο Λιβάδι.
Το σώμα έλαβε εντολή να προχωρήσει στον Κοκκινοπλό, όπου ξεκουράσθηκε για 5 ημέρες. Από τον Κοκκινοπλό, μέσω της Μονής Αγίας Τριάδας Σπαρμού, το σώμα έφτασε στην Παλιά Σκαμνιά, η οποία βρίσκεται απέναντι από τη σημερινή Κρυόβρυση (Πουλιάνα) και κάτω από τη σκέπη του μυθικού βουνού Τιτνάτα.
Σήμερα, από την Παλιά Σκαμνιά σώζονται ερείπια σπιτιών και σε καλή κατάσταση η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, η οποία συντηρείται από τους κατοίκους της Σκαμνιάς και από το δραστήριο Σύλλογο της.
Το σώμα από την Παλιο-Σκαμνιά ανοίχθηκε στην Πουλιάνα, η οποία ήταν ένα μεγαλοχώρι με 800 κατοίκους, με ιστορία που χάνεται στα χρόνια του Ομήρου και που διαδραμάτισε αξιόλογη εθνική δράση σ' όλες τις περιπέτειες του έθνους. Βρίσκεται απέναντι από τον Όλυμπο, καλυπτόμενη από το βουνό Γουλενά ή Γκόλιντα. Στην Πουλιάνα έγινε και η τελευταία μάχη της ανταρσίας του Ολύμπου, στις 13 Μαρτίου 1878. Ο τουρκικός στρατός αποτελούταν από 1.500 άνδρες με 2 τηλεβόα, ενώ οι επαναστάτες είχαν γύρω στους 360 μαχητές. Η μάχη ήταν σκληρή, όπου ο Βλαχάβας, ο Καλόγηρος και ο Δουμπιώτης επέδειξαν απαράμιλλη ανδρεία, βοηθούμενοι και από το γενναίο Γ. Μάλαμα. Οι Τούρκοι έπαθαν σημαντική ζημιά, αλλά μπόρεσαν και μπήκαν μέσα στο χωριό, το λεηλάτησαν και φόνευσαν ανήμπορους και κατάκοιτους ανθρώπους. Το εκστρατευτικό σώμα στη συνέχεια, μέσω Διάβας και Τσαριτσάνης, πέρασε στη Βερδικούσια και από εκεί στα Χάσια. Έτσι, η πολεμική ανταρσία, που άρχισε στον Όλυμπο στις 22 Φεβρουαρίου, τελείωσε άδοξα με τη μάχη της Πουλιάνας.
Του Απόστολου Ποντικά, δασκάλου, καθηγητή, πτυχιούχου Πολιτικών Επιστημών