Ο Μαυρογιαλούρος προβάρει τον λόγο του:
«Αγαπητοί μου συμπολίτες, είμαι ευτυχής που αναπνέω τον ζωοκτόνο... (διορθώνει) τον ζωογόνο αέρα της Πλατανιάς. Δεν είμεθα άνθρωποι των λόγων, είμεθα άνθρωποι των έργων... Θα σας εξαφανίσουμε (διορθώνει) θα σας εξασφαλίσουμε... θα...θα ...θα... σύνθημά μας είναι ένα...» (ακούγεται ένα δυνατό γκάρισμα).
Ο Μαυρογιαλούρος μαθαίνει για τα κατορθώματα των ανθρώπων του από χωρικό:
«Κύριε τσιμεντά. Σαράντα θα πάρεις, ογδόντα θα πεις πως πήρες. Κύριε σιδερά. Τόσα θα πάρεις, αλλά για τόσα θα υπογράψεις. Φάγανε από παντού. Φάγανε από τους σωλήνες, φάγανε από τα πατώματα, φάγανε από τα τσιμέντα, φάγανε από τα κουφώματα, φάγανε , φάγανε, φάγανε...».
Ο Μαυρογιαλούρος μαθαίνει τι γίνεται, επιστρέφει στην Αθήνα και υποβάλει την παραίτησή του. Ο κομματάρχης Γκρούεζας προσπαθεί να τον «καλμάρει», αλλά εισπράττει την δυσφορία του υπουργού:
- Μαυρογιαλούρος: Δεν μου λες ρε Γκρούεζα, για να έχουμε καλό ρώτημα, εσύ τι δουλειά κάνεις; Με τι ασχολείσαι;