τὴν θεόσωμον Ταφήν, καὶ τὴν εἰς Ἄδου Κάθοδον
τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν
δι' ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν,
πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε».
Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, αφότου εξέπνευσε ο Κύριος επί του σταυρού, έπρεπε να ταφεί και μάλιστα βιαστικά, διότι όπως μας πληροφορεί ο ιερός Ευαγγελιστής οι Ιουδαίοι «ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνου τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν»τσάκισαν τα κόκαλα των δύο συσταυρωμένων ληστών, για να επιταχύνουν το θάνατό τους, διότι ακόμη δεν είχαν εκπνεύσει. (Ιωάν.19: 31). Οι στρατιώτες με χονδρές σιδερένιες βέργες
«ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» (Ιωάν.19:33). Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε πραγματικός.
Κοντά στο σταυρό του Κυρίου είχαν απομείνει μόνο η Θεοτόκος και οι μαθήτριές Του, οι οποίες συνέπασχαν με Αυτόν, έκλαιγαν και πενθούσαν το άδικο πάθος και το θάνατό Του. Αντίθετα οι ένδεκα μαθητές είχαν κρυφτεί για το φόβο των Ιουδαίων (Ιωάν.20:19). Όμως ήταν αδύνατο σ’ αυτές να αναλάβουν το δύσκολο έργο της αποκαθηλώσεως και της ταφής του Χριστού. Το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η αίτηση στον Πιλάτο να τους δοθεί η άδεια της ταφής.
Το έργο αυτό ανάλαβαν οι ευσεβείς άρχοντες Ιωσήφ και Νικόδημος. «ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου» (Μάρκ.15: 43-46).
Τότε μαζεύτηκαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι στον Πιλάτο και τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Χριστού μέχρι την Τρίτη ημέρα, διότι, όπως έλεγαν, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές του κλέψουν την νύχτα το σώμα του Ιησού και κηρύξουν κατόπιν στο λαό ότι αναστήθηκε, όπως προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμα ζούσε. Και τότε η πλάνη αυτή θα είναι χειρότερη από την πρώτη».
Ο Πιλάτος, αφού τους άκουσε, έδωσε την άδεια και πήγαν και ασφράγισαν τον τάφο. Για ασφάλεια, τοποθέτησαν και μια φρουρά από στρατιώτες και αποχώρησαν.