Η ίδρυση της µονής ανάγεται στον 10ο και 11ο αιώνα, εποχή που η αίσθηση της ασφάλειας από ξένους επιδροµείς δικαιολογεί την τόσο κοντά στην θάλασσα ανέγερση της µονής. Ως Εσφιγµένου αναφέρεται για πρώτη φορά στο Β΄ Τυπικό, το 1045. Το µοναστήρι κατά καιρούς έπληξαν τόσο πειρατικές επιδροµές όσο και πυρκαγιές. Χαρακτηριστικά αναφέρεται σε χειρόγραφο της µονής ότι η Εσφιγµένου υπέστη τρεις φορές ερήµωση, το 873, το 1047, και το 1534. Η τελευταία θεωρείται και η χειρότερη. Προηγήθηκε, ωστόσο, και η πυρκαγιά του 1491.
Όµως, όπως δεν έλειψαν οι άσχηµες στιγµές από τη ζωή του µοναστηριού, έτσι δεν έλειψαν και οι καλές στιγµές. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες φαίνεται πως έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα επικυρώνουν κτήσεις του µοναστηριού στον Πρόβλακα, Σκουταρά, Κρόσουβο, τα Βραστά, τη Θεσσαλονίκη και την ΚΠολη. Στην Εσφιγµένου εγκαταβίωσαν προσωπικότητες µεγάλου πνευµατικού κύρους, όπως ο άγιος Αθανάσιος πατριάρχης Κπόλεως το 1310 και ο άγιος Γρηγόριος Παλαµάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης το 1335. Τον 17ο αιώνα, µέσα στη γενικότερη παρακµή, η µονή πέφτει σε δυσµενή οικονοµική κατάσταση. Ο 18ος αιώνας είναι η εποχή που το µοναστήρι αρχίζει να ανασυγκροτείται µε τις προσπάθειες του µητροπολίτου Μελενίκου Γρηγόριου, που ως κύριο στόχο του έχει την εξόφληση των χρεών της µονής. Μεταπτώσεις µικρότερης κλίµακας συνεχίζονται στη ζωή του µοναστηριού, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα ο Θεοδώρητος ο Λαυριώτης θέτει τα θεµέλια της σωστής κοινοβιακής λειτουργίας της µονής, και παράλληλα θέτει τα θεµέλια του καινούργιου Καθολικού (1808) και ανυψώνει νέα κτίρια. Επί ηγουµενίας του Θεοδωρήτου εγείρεται και η τράπεζα της µονής.
Την περίοδο 1821-1832 η Εσφιγµένου καταλήφθηκε από τουρκικό στράτευµα και µετατράπηκε σε στρατώνα. Την αναδιοργάνωση της µονής αναλαµβάνει ο Αγαθάγγελος Αγιαννανίτης για ένα µεγάλο διάστηµα, από το 1832 έως το 1871. Εκείνη την περίοδο ορθώθηκαν όλα τα µεγαλοπρεπή κτίρια της µονής, όπως το κωδωνοστάσιο, τα παρεκκλήσια, ο εξωνάρθηκας του Καθολικού και ο µεσηµβρινός πυλώνας. Τα χρόνια που ακολουθούν οδηγούν τη µονή σε ένα χρέος 4,000 τουρκικών λιρών στις αρχές του 20ου αιώνα. Η µονή καταφέρνει να ανταπεξέλθει στο χρέος χωρίς να υποκύψει σε δελεαστικές προτάσεις Ρώσων.
Ο ναός της µονής είναι αφιερωµένος στην Ανάληψη του Κυρίου, ενώ παράλληλα η µονή διαθέτει 8 παρεκκλήσια και 7 εξωκκλήσια. Επίσης, εφέστια εικόνα της µονής είναι της Θεοτόκου της Ελεούσης. Ανάµεσα στα κειµήλια της µονής περιλαµβάνονται λείψανα αγίων, ο λεγόµενος σταυρός της Πουλχερίας και ένα µεγάλο κοµµάτι από τη σκηνή του Μεγάλου Ναπολέοντα, που χρησιµοποιείται σαν παραπέτασµα στην πύλη του Καθολικού κατά την πανήγυρη. Η βιβλιοθήκη της περιέχει 372 χειρόγραφα και πάνω από 8,000 έντυπα. Η µονή κατέχει τη 18η θέση στην ιεραρχία των µονών. Η Εσφιγµένου από το 1974 έχει αποσύρει από την Ιερά Κοινότητα τον αντιπρόσωπό της και δεν συµµετέχει στις Συνάξεις της. Σήµερα αριθµεί περί τους 60 µοναχούς.