Ο Σολωμός του Σολωμού
του Θεόδωρου Ε. Παντούλα, διευθυντή του περ. manifesto
Ο Ύμνος στην Ελευθερία και ο Διονύσιος Σολωμός είναι πασέ. Του στέλνουμε του ποιητή τα σεβάσματά μας, αλλά δεν έχει θέση ούτε αυτός ούτε ο ύμνος του στις ζωές μας. Μαθητεύουμε αλλού. Και προκόβουμε πολύ. Και πλειοδοτούμε σε μεγαλοστομίες.
Αλλά στο παγκόσμιο χωριό είσαι πάντοτε χωριάτης και φτωχός συγγενής χωρίς το οικόσημό σου κι όσα αυτό κουβαλά. Το οικόσημο του Σολωμού κουβαλά την επιλογή του –περί επιλογής πρόκειται- να ζήσει ως ελεύθερος Έλληνας, ενώ η δική μας ξεσκολισμένη αμερημνισία δεν κουβαλά ανεμελιά, αλλά μια ετερόφωτη κι εθελόδουλη ένδεια που με νεοπλουτική ξιπασιά τη λογίζουμε για εκσυγχρονιστικό κατόρθωμα.
Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βια μετράει τη γη.
Ποια γη; Αυτή που ασκούνταν βρίζοντας ξένοι φαντάροι; Αυτή που λιάζονται ευρωπαίοι συνταξιούχοι ή αυτή που δώσαμε αντιπαροχή;
Ο Σολωμός είναι ένας ξένος. Γι’ αυτό και ξενίζει το υπερφίαλο Εγώ μας η αυτοπροαίρετη υποταγή του στην Ελευθερία. Σήμερα, στην εποχή του ανέξοδου φιλειρηνισμού, έχουν πέραση οι δεκάρικοι για ανέφελη συνύπαρξη λύκου, αρνιού και τσέλιγκα. Άλλωστε, η σύγχρονη βία μασκαρεύεται. Γίνεται ανθρωπιστική αποστολή και οικεία τηλεοπτική δυσκολία. Οικεία όμως εκείνα τα χρόνια ήταν η βία του δυνάστη και η απόφαση του εξεγερμένου να ζήσει ως Ελεύθερος ή να γενεί λαμπάδα της Λαμπρής για να λαμπρύνει το σκότος και την σκοτούρα μιας ζωής που δεν σκύβει την κεφαλή της. Κι όλα γύρω σου είναι φως. Μόνο που για να το λουστείς αυτό το φως, χρειάζεται σε πρώτη φάση να βγάλεις τα γυαλιά σου.
Ο έτερος Σολωμός της μακαρίας πατρίδας μας κατέβασε το σύμβολο κατοχής της και πήγε καλλιά του. Ρουθούνι δεν άνοιξε. Οι συνέλληνες έφτιαχναν μπαγκάζια για τις διακοπές του καλοκαιριού. Θέλη αρετή και τόλμη το άθλημα –όχι αθλιότητα. Κι η Κύπρος τη δική μας αθλιότητα την πλερώνει χρόνια τοις μετρητοίς.
Ο Σολωμός Σολωμού, σημαιοφόρος της Ελευθερίας και αριστεύς της αποκοττιάς της, κατεβάζει το σύμβολο της κατοχής κι επιλέγει την εμπράκτως Ελευθερία. Περιφρονεί τις συνομιλίες. Και κάνει τα νιάτα του προσάναμμα. Και ντρέπομαι λιγότερο που είμαι Έλληνας. Και ντρέπομαι περισσότερο που δεν είμαι άξιος σαν εκείνον Έλληνας. Κι όταν καμιά φορά θέλω να καυχηθώ στους δικούς μου ξένους λέω τέτοιους βγάζει το έθνος μας,
Έρχονται χρόνοι δύσκολοι και μήνες οργισμένοι. Ήρθαν. Και το κακό μας βρήκε. Κι ο νους μας εθόλωσε. Και ψιθυρίζουμε τον «Ύμνο», μνημόσυνο για όλους τους πατριδοφύλακες που μας δίδαξαν την απ’ τα κόκαλα βγαλμένη Ελευθερία. Παρηγοριά στον άρρωστο; Μπορεί. Αλλά και χρέος τιμής προς τα παιδιά μας.
Καλή πατρίδα.