Μιχάλης Κάσιαλος: Ο Θεόφιλος της Κύπρου
Ιουλίου 22, 2009 | In ΕΛΛΑΣ, ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ | Comments OffΑν μιά μέρα η Κύπρος χανόταν, θα μπορούσε να ζωντανέψει ολάκερη μέσα απ’ το έργο του γέρο – Κάσιαλου, του μεγάλου κι ίσως τελευταίου λαϊκογράφου της Κύπρου.
Ο Μιχάλης Κάσιαλος γεννήθηκε στην Άσσια. Ήταν γεωργός, αργότερα όμως έμαθε και την τέχνη του τσαγκάρη. Μερικά αρχαία Ελληνικά νομίσματα, που βρήκε μια μέρα στο χωράφι του, έδωσαν στην ανήσυχη φύση του, μιά εκπληκτική διέξοδο. Άρχισε να φτιάχνει αντίγραφα αρχαίων έργων τέχνης, που δύσκολα μπορούσε κάποιος να τα ξεχωρίσει από τα αληθινά. Ας δούμε όμως τι έλεγε ο ίδιος για την νέα του απασχόληση:
“Ούλα τούτα τα παιδεμένα χρόνια της Εγγλέζικης κατοχής βολόδερνα στα χωράφια. Είχα και λίγα ζωντανά. Κάποτες βρήκα κάτι μικρά αρχαία στο χωράφι μου. Μ’ αρέσανε πολύ. Όλο τα κοίταζα κι έλεγα μέσα μου, τι λές, μπορείς να φτιάξεις κι εσύ τέτοια; Έφτιαξα ένα – δύο και τάβαλα στην σάλα. Κάποτε δύο Εγγλέζοι που τάδανε, τα πήρανε για πραγματικά και μου δώκανε κάμποσα λεφτά για να τ’ αγοράσουν. Είπα κι εγώ να το κάνω πραγματική δουλειά κι άρχισα να δουλεύω. Μ’ άρεσε αυτή η δουλειά. Πήγαινα στο μουσείο και τα κοιτούσα με τις ώρες. Γίνηκα πραγματικός τεχνίτης. Σκάλιζα το μολύβι και το σίδερο, τόσο όμορφα, με τόσο ωραίες κι αρχαίες φιγούρες, που λίγο – λίγο γέμισα το Εγγγλέζικο Μουσείο, με ψεύτικα νομίσματα. Εγώ ο ίδος τους τώπα, όταν τους τινάξαμε από πάνω μας, πως ήταν κάλπικα εκείνα τα νομίσματα, πούχανε ωραία αραδιασμένα στην βιτρίνα τους είκοσι χρόνια. Σκάσανε! Μα ούτε και τα βγάλανε! Τους είχα ρεζιλέψει! Γράψανε μόνον “αντιγραφές δίπλα. Ήτανε ο δικός μου τρόπος να τους πολεμήσω”. Οι φίλοι του λένε, επίσης ότι από τα πενήντα ερωτικά συμπλέγματα του αρχαιολογικού μουσείου της Λευκωσίας ο γερο Κάσιαλος μπορούσε να φτιάξει … 50 αγαλματίδια δικής του επινοήσεως!
Την ζωγραφική την άρχισε στα 75 του χρόνια. Σ’ αυτήν φαίνεται καθαρά ότι ο Κάσιαλος ακολουθεί την αρχαιοελληνική τεχνοτροπία. Φιγούρες στη σειρά, τις πιό πολλές φορές σε προφίλ, μέσα σ’ ένα πλαίσιο από ξανθό σιτάρι ή πασχαλιάτικη εξοχή, που χορεύουν, που σκάβουν, κεντούν ή απλά κουβεντιάζουν, στο γνωστό μας χωριάτικο καπηλειό, είναι τα θέματά του. Οι πίνακές του που στην αρχή χαρίζονταν ή πουλιόντουσαν σε χαμηλές τιμές, ξεπέρασαν σιγά – σιγά τις τιμές των “αρχαίων” του νομισμάτων, που πουλούσε στους Άγγλους παλαιότερα. Μέσα σε λίγα χρόνια ο νησιώτης λαϊκογράφος απόκτησε κάποια περιουσία. Έτσι δούλευε μόνον για τον εαυτό του. Λόγου χάριν έφτιαχνε νομίσματα “μόνο και μόνο, για να κάνει τους μορφωμένους φίλους του να τα .. μπερδεύουν με τα αληθινά”. Ούτε έργα του πουλούσε πιά. Θάλεγε κανείς ότι στα βαθειά του γεράματα λογάριαζε σε κάποια υστεροφημία! Αυτή η διάθεση και η αγωνία για την τέχνη του του έδωσε την ιδέα να κτίσει μιά εκκλησία. Τα χρήματα που μαζεύτηκαν από την θριαμβευτική έκθεσή του στο Λονδίνο και η βράβευσή του στην Διεθνή Λαϊκή Έκθεση της Μπρατισλάβα, έφθασαν για να σηκωθεί ο τρούλος και το καμπαναριό της εκκλησίας. Κι ο Κάσιαλος άρχισε να την ζωγραφίζει. Απόμεινε άραγε κάτι από το έργο αυτό, στην σημερινή Τουρκοκρατούμενη Άσσια;
Σίγουρα το πρωϊ εκείνο, που οι Τούρκοι μπήκαν στο ταπεινό σπιτάκι του Κάσιαλου, γνώριζαν καλά ότι καταστρέφοντας τα ανοιξιάτικα λιβάδια, τις δουλειές του θερισμού, το εργαστήρι του πεταλωτή, τις κοπέλλες στον τρύγο, εκτός από την ψυχή του δημιουργού τους, μαχαίρωναν και την ίδια την σκλαβωμένη Βόρεια Κύπρο, ολόκληρη την Κύπρο. Στόχευαν στον Πολιτισμό της, που διατηρεί πάντα στην μνήμη μας, όσα εκείνοι ζητούν να διαγράψουμε, όσα φθονούν, γιατί δεν μπορούν να τα φτάσουν. Μια μέρα πριν πεθάνει στο νοσοκομείο της Λάρνακας ο Κάσιαλος, με φωνή που μόλις ακουγόταν περιέγραψε το γεγονός:
“Στην αρχή μπήκαν στο σπίτι μου δύο Τούρκοι στρατιώτες. Ο ζωγράφος που μιλούσε Τουρκικά, τους ρώτησε αν έπρεπε να εγκαταλείψει το χωριό. Τον διαβεβαίωσαν ότι δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Δεν πέρασε όμως λίγη ώρα κι άλλοι Τούρκοι χύμηξαν στο σπίτι και με προτεταμένα τα όπλα τους του ζήτησαν να τους δώσει τα λεφτά του. Δεν κρατούσε πάνω του, παρά μόνον δέκα λίρες. Οι Τούρκοι δεν τον πίστεψαν. Τα λεφτά σου γέρο – Κάσιαλε. Τους είπε πως μπορούν να ψάξουν παντού. Έκαναν το σπίτι άνω κάτω. Δεν έχω άλλα. Πάρτε αν θέλετε την ψυχή μου. Αγριεμένοι καθώς ήταν τον χτύπησαν αλύπητα, με τον υποκόπανο των όπλων τους και του προκάλεσαν κατάγματα και βαρειές κακώσεις. Τελικά στις 26 Αυγούστου, ο τραυματισμένος γέροντας μαζί με άλλους ομήρους μεταφέρθηκε στην Λάρνακα. ήταν πολύ αργά! Οι γιατροί μπορούσαν να φροντίσουν τα κατάγματα, για το τραύμα της ψυχής του, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Οι εχθρικές ξιφολόγχες εκτός από το έργο του, κατέστρεψαν και την ιδιαίτερη πατρίδα του! Πως να το αντέξει; Ξεψύχησε την άλλη μέρα. Ο Κάσιαλος, το έργο του, η Κύπρος η ίδια δολοφονήθηκαν! Οι δολοφόνοι τους οι Τούρκοι δεν πλήρωσαν ποτέ για τα εγκλήματά τους!
Α. Δ.
ΕΛΛΑΣ