Ο ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΠΙΕΡΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΔΙΟΔΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΙΝΙΟ
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, σχετικά πρόσφατα τόνισε:
« η κοινωνική στράτευση θα φέρει πολιτική δράση και πίεση σε κάθε φορέα εξουσίας,
να πράξει το καθήκον του, να παρέμβει, να αλλάξει νόμους αν χρειαστεί.
Η πείρα έχει δείξει ότι όταν οι πολίτες μιας τοπικής κοινωνίας
που απειλείται η υγεία της ή η οικονομική της δραστηριότητα ή η καθημερινή ποιότητα της ζωής της αντιστέκονται,
η τοπική και η κεντρική εξουσία υποχωρούν ».
γράφει ο Αγγελος Αγγελίδης (τ. ΔΣ Αιγινίου)
- Ζώ από κοντά χρόνια τώρα τα κοινωνικά θέματα και προβλήματα κυρίως της βόρειας Πιερίας.
- Συμμετέχω δημοκρατικά σε δράσεις των συμπολιτών μου, οπότε δεν θα με άφηνε αδιάφορο το θέμα των ΝΕΩΝ ΔΙΟΔΙΩΝ.
- Αναλύοντας τα νοήματα των πρόσφατων λόγων και τα μηνύματα του Προέδρου της Δημοκρατίας, σκέφτηκα να ανασύρω από τη μνήμη μου και αυτά που τόσο έντονα αισθάνθηκα έξω από τα Δικαστήρια Κατερίνης, τις ημέρες εκδίκασης των Ασφαλιστικών Μέτρων και των κινητοποιήσεων.
· Οταν η πίεση των συναισθημάτων είναι μεγάλη, τότε απ΄ την ψυχή μας πηγάζουν γρήγορα οι αλήθειες που νοιώθουμε.
Πήγα νωρίς. Πήγα πρωί.
Κι ακόμα τ΄ Απρίλη η δροσιά, το στήθος μου παγώνει.
Η αγωνία δυνατή. Πήρα και μερικά τηλέφωνα.
Άδεια τα Δικαστήρια, άδεια και η Πλατεία.
Ο κόσμος πουθενά.
Άδειες οι γωνιές, που κοίταγα. Κάποιοι μπορεί και έπρεπε να ΄ρθουν.
Από κει που σε παρέες και μπουλούκια έπρεπε πολλοί μαζί να ξεπροβάλλουν.
Η ώρα περνούσε.
Τα νεύρα στη πίεση. Η χαρά στη συμπίεση.
Ο ενθουσιασμός, σε συστολή παγερή .
Η ώρα περνούσε.
Η ώρα πέρασε και προσπέρασε. Ο χρόνος ψυχρός κι όπως πάντα πίσω αγύριστος .
Το μυαλό μας θόλωνε, λογικά. Νοιώσαμε τα παράλογα.
Μαζευτήκαμε πολλοί, αλλά όχι πολλοί.
Μιλούσαμε μεταξύ μας κι αλλάζαμε παρέες.
Οι παρέες άλλαζαν μα τα πρόσωπα ίδια και πάλι.
Τα πρόσωπα εκείνα. Των εθελοντών. Των πρωτεργατών. Των υποψιασμένων.
Το ηθικό έπεφτε, όσο ή ώρα τελείωνε.
Οι ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ βγήκαν.
Όλα τελείωσαν. Όλα τελείωσαν, μα όμως πάλι όπως αρχίσαν.
Χτες χτίζονταν. Εκεί που υπήρχε μια καταπράσινη της φύσης ομορφιά.
Χτες δεν υπήρχαν. Σήμερα υπάρχουν.
Τίποτε δεν σταμάτησε. Τίποτε δεν αλλάζει.
Σήμερα χτίζονται και θα χτίζονται κι αύριο και μεθαύριο και συνέχεια.
Θα χτίζονται εργοστάσια, για χέρια ανέργων ; Ναι. Μα ίσως καπ΄ αλλού.
Εδώ θα χτίζονται μηχανισμοί συγκέντρωσης του πλούτου.
Θα χτίζονται ΔΙΟΔΙΑ. Χτίζονται τα ΔΙΟΔΙΑ.
Θα χτίζονται μέχρι που τα σκούρα κουστούμια, με τα ανέκφραστα πρόσωπα κάτω από τα μαύρα γυαλιά,
θα πατούν στα ακροδάχτυλα των ποδιών τους.
Να γίνονται ψηλότεροι και πρώτοι να είναι στο φακό, στων ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ τη ΓΙΟΡΤΗ.
Στη γιορτή του έργου, που στο τόπο μας θα φέρει τη πολυπόθητη προκοπή.
Προκοπή όμως μόνο για λίγους, μόνο για ορισμένους.
Γιατί σ΄ εμάς, ΚΟΜΒΟΥΣ και αν μας έταξαν, ΔΙΟΔΙΑ μας ήρθαν.
Οι παρουσίες εκείνων των προσώπων,
των σημαντικών και των ρυθμιστών της λαϊκής τύχης, ανύπαρκτες.
Οδυνηρά και προκλητικά, ανύπαρκτες.
Αλλοι στα Γραφεία τους, άλλοι στις Εταιρίες τους,
άλλοι στους Φορείς τους, άλλοι στις Δουλίτσες τους,
άλλοι στα Φορτηγάκια τους κι άλλοι στα Καφενεδάκια τους.
Εκείνων οι παρουσίες, που έπρεπε πρώτοι και μπροστά να βρίσκονται.
Εκείνων που σε άλλες συγκεντρώσεις, σε συσκέψεις και σε διαμαρτυρίες, σπρώχνονταν.
Σπρώχνονταν. Μπροστά να βγούν τη δήλωση να κάνουν.
Τη δήλωση, τη λύτρωση.
Αυτή που τόσο καιρό, ω Πιερία μας γλυκιά, ο κόσμος καρτερούσε.
Αυτός ο άμοιρος λαός. Δηλαδή Εμείς. Οι Πιεριείς.
Και γινόταν οι δηλώσεις. Και γράφονταν τα ψηφίσματα.
Κι έπαιρνε Αριθμό για το Πρωτόκολλο το ΘΑΥΜΑ, το θαύμα που στο τόπο μας έμελλε να συμβεί.
Μα. Κι αν οι προφήτες μας πολλοί, το θαύμα άργησε. Κι αργεί.
Η μήπως και δικαιωθεί αυτός που βροντοφώναξε, στην αίθουσα εκεί ψηλά στα μέσα του Φλεβάρη:
σ΄ εμάς αυτό το θαύμα, ποτέ δε θα συμβεί.
Σκυμμένα τα κεφάλια. Μαύρη η απόγνωση.
Ο κόσμος διαλύεται.
Ένα νέο ραντεβού όμως φαίνεται στον ορίζοντα. 30 τ΄ Απρίλη και πάλι εδώ.
Η απόγνωσή μας, γίνεται δύναμη για το δίκιο.
Η λογική μας, γίνεται και πάλι οδηγός μας.
Η θέλησή μας ξέχασε τις πονηριές των λίγων, που πάντα καιροφυλακτούν.
Και οι προστάτες του λαού της ευκαιρίας, της στιγμής με τις προθέσεις μας σχέση ποτέ δεν είχαν.
Όμως.
Λαέ καλόβουλε, ειλικρινή κι ανεπηρέαστε.
Λαέ που πάντοτε, εσύ το μάρμαρο χρυσάφι θα πληρώνεις.
Λαέ που σύντομα το δρόμο θα σου κλείνουν, με μπάρες και μ΄ εμπόδια.
Το πέρασμα στο δρόμο σου, στη βόλτα ή στη δουλειά σου.
Αδιάφορα μην αφεθείς στα λόγια ορισμένων.
Και σ΄ υποσχέσεις ψεύτικες μην ξεχαστείς, ούτε στη τακτική τους.
Κι αν έταξαν θέσεις δουλειάς σε σένα ή στο παιδί σου,
κι αν με κρυφό καϋμό έστειλες Νότια τις Αιτήσεις,
σε ορισμένους κι εκλεκτούς μόνο, το φως θ΄ ανάψει.
Για εξαργύρωση σιωπής, στήθηκε η ιστορία.
Αν προσδοκάς με πονηριά και μυστικά απ΄ τους άλλους, γι΄ αυτό σου είπαν μη μιλάς.
Μα όμως γύρω δεν κοιτάς ; που κι άλλοι γύρω δε μιλούν ;
Μήπως σε μοιάζουν ξαφνικά ; ή μήπως θύματα κι αυτοί, την ίδια θέση προσδοκούν ;
Φάρος να είν΄ η λογική, που ίδια είναι σ΄ όλους.
Τη δύναμή σου μην ξεχνάς, ούτε τις αρετές σου.
Ευγένεια κι Υπομονή. Δουλειά, Δικαιοσύνη.
Κάποτε ήταν φυλακή και στο κελί το ίδιο,
δυό άνδρες ίδιοι κι όμοιοι, όμοιοι σαν τους άλλους.
Μιά μέρα ο δεσμοφύλακας, τους τάζει ένα δώρο.
Επιθυμία έντονη, πόθος για το καθένα.
Ο ένας απ΄ αυτούς τους δυο, σφυρί ζητά όσο μικρό και να ΄ναι.
Ο άλλος ζήτησε μπογιά χρυσή κι ένα πινέλο.
Σωστός ο δεσμοφύλακας, το τήρησε το τάμα.
Σαν πέρασε λίγος καιρός,
μεσ΄ το κελί το ίδιο, μια μέρα και ένα πρωί,
τα πράγματα αλλάζουν.
Ο ένας μόνο απ΄ τους δυό, μεσ΄ τη τρελή χαρά του,
με τα δεσμά ν΄ αστράφτουνε, σαν τα χρυσά. Τόσο καλοβαμένα.
Ο άλλος όμως άφαντος, έσπασε τα δεσμά του.
αφιερωμένο σ΄ εκείνους
που χωρίς ιδιοτέλεια αφίνουν τον καναπέ τους και μάχονται έντιμα, πολιτισμένα, δημοκρατικά για τα αυτονόητα δικαιώματα.
αλλοίμονο όμως βαρύ και σ΄ εκείνους
που πονηρά φυγομαχούν, που φοβούνται χωρίς αιτία στο καταμεσήμερο, που προσβάλλουν κι αδικούν τη δημοκρατία που ζούμε.