Αν τελικά υποστούμε μία εθνική ταπείνωση στη σύγχρονη φάση του μακεδονικού ζητήματος, τούτο θα οφείλεται στις συνεχείς και αδικαιολόγητες ελληνικές υποχωρήσεις. Οι φοιτητές Διεθνών Σχέσεων σε Πανεπιστήμια του Εξωτερικού θα μελετούν τη λανθασμένη συμπεριφορά μας σαν «μελέτη περιπτώσεως-case study), όπου μία χώρα σαφώς ισχυρότερη πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτιστικά διολισθαίνει σε θέσεις ενδοτικές επί σειρά ετών απέναντι σε ένα κράτος, το οποίο έχει εμφανή προβλήματα συνοχής και βιωσιμότητας.
Τον Δεκέμβριο του 1991, στην Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών των χωρών της Ευρ. Ένωσης στις Βρυξέλλες ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς κέρδισε με δυσκολία μία εθνική επιτυχία, για τη οποία τον συνεχάρησαν κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι. Στο επίσημο ανακοινωθέν υπήρχε η ομόφωνη δήλωση ότι δεν επιτρέπεται σε μία βαλκανική χώρα να χρησιμοποιεί όνομα , το οποίο υποκρύπτει εδαφικούς αλυτρωτισμούς. Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η ανακοίνωση των ηγετών τής Ε.Ε. τον Ιούνιο του 1992 στη Λισσαβόνα. Αυτές τις δύο επιτυχίες όχι μόνο δεν τις αξιοποιήσαμε, αλλά τις υπονομεύσαμε και τις απεμπολήσαμε.
Πρώτα η λογική του ενδοτισμού ανακάλυψε το επιχείρημα Πινέϊρο. Ότι δήθεν τα Σκόπια είχαν αποδεχθεί την πρόταση του Πορτογάλου Υπουργού για όνομα «Σλαβομακεδονία», αλλά η δική μας αδιαλλαξία το απέρριψε. Διπλή αναλήθεια: Πρώτον, διότι η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ ουδέποτε δέχθηκε να συζητήσει την πρόταση Πινέϊρο, όπως παραδέχεται ο τότε Πρόεδρος Κίρο Γκλιγκόροφ στα Απομνημονεύματά του. Δεύτερον, διότι δεν υπήρχε πιθανότητα να δεχθούν κάτι τέτοιο οι ηγέτες των Σκοπίων, αφού ο όρος Σλαβο-μακεδονία θα προκαλούσε την έντονη αντίδραση των Αλβανών, που δεν είναι Σλάβοι και αποτελούν το θορυβώδες 30% του πληθυσμού.
Στη συνέχεια η λογική των υποχωρήσεων ανακάλυψε πόσο κακό έκανα τα συλλαλητήρια στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη Κι όμως προσωπικά άκουσα με τα αυτιά μου σε ομιλία του στη Αθήνα τον υπεύθυνο της Ε.Ε. για τα Βαλκάνια , τον Βρετανό Ντέϊβιντ Όοουεν, να δηλώνει ότι μόνον όταν είδε μια τέτοια κοσμοπλημύρα να διαδηλώνει συνειδητοποίησε ότι υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα, το οποίο ενοχλεί ένα κράτος-μέλος της Ένωσης.
Από τον Σεπτέμβριο του 1995 παρακολουθούμε τα Σκόπια να παραβιάζουν ποικιλοτρόπως την Ενδιάμεση Συμφωνία ενώ εμείς τους παρέχουμε καλόπιστα κάθε πολιτική και οικονομική υποστήριξη. Η περίφημη επιχειρηματική μας διείσδυση δεν απέδωσε πολιτικά οφέλη. Αντί να πιέσουμε τα Σκόπια σε υποχωρήσεις τα καταστήσαμε πιο αδιάλλακτα ... με τα δικά μας χρήματα. Και όταν έληξε η επταετής διάρκεια της Συμφωνίας το 2002, την αφήσαμε να παρατείνεται σιωπηρά με αποτέλεσμα να τη χρησιμοποιούν σήμερα οι κυβερνώντες της ΠΓΔΜ και να μας ενάγουν στο Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου. Η κατηγορία είναι ότι βάσει της Συμφωνίας δεν επιτρέπεται να θέτουμε βέτο για την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε.
Το καλοκαίρι του 2001 οι Αλβανοί των Σκοπίων εξεγέρθησαν ενόπλως και παρά την συνθηκολόγηση της Αχρίδας έδωσαν το μήνυμα και για το μέλλον ότι θα επιδιώξουν σε πρώτη φάση μία μορφή Αυτονομίας και σε δεύτερη φάση ίσως και την απόσχιση. Το παράδειγμα του Κοσσόβου ενθαρρύνει μελλοντικές αλβανικές κινήσεις για διάλυση της ΠΓΔΜ, ενώ και η Βουλγαρία με κάθε τρόπο υπενθυμίζει τη βασική της θέση: Δεν υπάρχουν «μακεδόνες» παρά μόνο Βούλγαροι, των οποίων άλλαξε βιαίως η ταυτότητα. Αντί, λοιπόν, να αξιοποιήσουμε τα διαλυτικά και αποσχιστικά φαινόμενα και να πιέσουμε καταλυτικά τους ηγέτες των Σκοπίων, εμείς κατασκευάσαμε τη θεωρία ότι μάς είναι απαραίτητη η ύπαρξη και η βιωσιμότητα αυτού του τεχνητού κράτους. Δεν μπορώ να καταλάβω τί φοβούνται ορισμένοι συμπολίτες μας από την πιθανότατη διάλυση της ΠΓΔΜ. Ένας αλυτρωτισμός λιγότερος στην περιοχή! Ούτως ή άλλως τον αλβανικό εθνικισμό τον έχουμε παρόντα. Με τη στήριξη των ισχυρών στην δημιουργία ανεξαρτήτου Κοσσόβου η Μεγάλη Αλβανία -ή η Φυσική Αλβανία όπως ηπιότερα λέγεται- είναι γεγονός. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε ως Ελλάδα είναι να κόψουμε με αυστηρότητα κάθε συζήτηση για τους Τσάμηδες εγκληματίες πολέμου.
Και η διολίσθηση των θέσεών μας συνεχίζεται. Αποδεχόμαστε ακόμη ως μεσολαβητή τον Μάθιου Νίμιτς, ο οποίος προσπαθεί να πιέσει περισσότερο την Ελλάδα παρά τα Σκόπια. Και αποδεχόμαστε δυστυχώς να συζητούμε επί προτάσεων αρνητικών για τα εθνικά μας συμφέροντα, όπως η «?νω Μακεδονία», η «Βόρεια Μακεδονία» κ.λπ. Το 2007 διέρρευσε στον αθηναϊκό Τύπο μία πρωτοφανής πρόταση του Νίμιτς, ότι δηλαδή πρέπει να περιορίσει και η Ελλάδα τη χρήση του όρου Μακεδονία. Πόσο μεγάλη απόσταση από την απόφαση της Ευρ. Ένωσης του 1991! Από εκεί που όλοι πίεζαν τους πλαστογράφους της ιστορίας, τώρα πιέζουν τους νομίμους κατόχους! Και δυστυχώς η κατάργηση του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης από τη νέα Κυβέρνηση (Οκτώβριος 2009) στέλνει νέα μηνύματα υποχωρητικότητας σε κάθε κατεύθυνση.
Η λογική των συνεχών υποχωρήσεων ενισχύεται δυστυχώς και από αστοχίες Ελλήνων αρθρογράφων. Στις 18-10-2009 διαβάσαμε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ μία ανάλυση του Φίλιου Στάγκου περί Μακεδονικού, η οποία μάλλον θα έκανε τα Σκόπια να πανηγυρίζουν. Ο αρθρογράφος προτείνει στους Έλληνες Μακεδόνες -δηλαδή και στον υπογράφοντα- να ονομαζόμαστε «Παλαιομακεδόνες» για να διευκολύνουμε την ΠΓΔΜ να αποδεχθεί το όνομα Νέα Μακεδονία! Καλεί επίσης την Ελλάδα να αναγνωρίσει «σλαβομακεδονική ταυτότητα» σε πολλούς κατοίκους της Δυτικής Μακεδονίας. Την ώρα που η Ευρώπη εορτάζει τα 20 χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου και του κομμουνισμού, κάποιοι συμπατριώτες μας προτείνουν να νομιμοποιήσουμε ένα κατασκεύασμα του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο!
Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων
27η Οκτωβρίου 2009