Aντισυνταγματικό το νομοσχέδιο περι ιθαγενείας των αλλοδαπών
Γράφει η Νέδα Κανελλοπούλου
Το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για την πολιτική συμμετοχή των μεταναστών έχει δύο σκέλη. Κι ενώ η συζήτηση έχει επικεντρωθεί στο πρώτο σκέλος, το δεύτερο είναι που γεννά προφανή ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Και τα γεννά επειδή στην αναθεώρηση του 2008 δεν αναθεωρήθηκε τελικά, αν και προτάθηκε για αναθεώρηση, το άρθρο 102, παρ. 2.
Το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για την πολιτική συμμετοχή των μεταναστών έχει δύο σκέλη. Κι ενώ η συζήτηση έχει επικεντρωθεί στο πρώτο σκέλος, το δεύτερο είναι που γεννά προφανή ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Και τα γεννά επειδή στην αναθεώρηση του 2008 δεν αναθεωρήθηκε τελικά, αν και προτάθηκε για αναθεώρηση, το άρθρο 102, παρ. 2.
Το πρώτο σκέλος ρυθμίζει υπό ποίες προϋποθέσεις μπορούν οι μετανάστες να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια. Το δεύτερο θεσπίζει για ορισμένες κατηγορίες μεταναστών το δικαίωμα του εκλέγειν στις εκλογές της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης και του εκλέγεσθαι στη θέση δημοτικού συμβούλου, συμβούλου δημοτικού διαμερίσματος ή τοπικού συμβούλου χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη κτήση της ελληνικής ιθαγένειας. Πού βρίσκεται λοιπόν το πρόβλημα; Στο άρθρο 4 παρ. 4 το Σύνταγμα ρητά προβλέπει πως «μόνο Ελληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους».
Δημόσια λειτουργία ενυπάρχει σε κάθε θέση που συνεπάγεται συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού ασκούν δημόσια εξουσία. Ετσι, τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στην πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση αποτελούν αναμφισβήτητα συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας λειτουργίας. Επιφυλάσσονται επομένως από το Σύνταγμα μόνο στους Ελληνες πολίτες. Αυτό ισχύει όχι μόνο για το δικαίωμα του εκλέγεσθαι αλλά και για το δικαίωμα του εκλέγειν, που έχει αναμφισβήτητα θεσμική λειτουργικά διάσταση. Βέβαια, το ίδιο άρθρο επιτρέπει την εισαγωγή εξαιρέσεων με «ειδικό» νόμο. Τι σημαίνει όμως αυτό;
Πρώτον, σημαίνει πως για να είναι «ειδικός» ο νόμος, πρέπει η κατηγορία των προσώπων στα οποία αναφέρεται η εξαίρεση να μην είναι ούτε γενική ούτε ευρεία. Πληροί την προϋπόθεση αυτή το νομοσχέδιο; Ασφαλώς όχι.
Δεύτερον, σημαίνει πως ακόμα και όταν προβλέπεται ειδικός νόμος, αυτός πρέπει να είναι συνταγματικά θεμιτός. Πρέπει δηλαδή να μην αντιβαίνει και γενικότερα στο Σύνταγμα. Εδώ λοιπόν προκύπτει κι ένα ακόμη πρόβλημα. Το Σύνταγμα ρητά επιφυλάσσει μόνο στους Ελληνες πολίτες τα δικαιώματα που κατοχυρώνουν την πολιτική συμμετοχή, με κεντρικό παράδειγμα το άρθρο 29 για το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα, χωρίς το οποίο δεν νοείται συμμετοχή σε εκλογές ούτε σε τοπικό επίπεδο.
Και ναι μεν το Σύνταγμα επιτρέπει ερμηνευτικά την επεκτατική εφαρμογή και στους αλλοδαπούς των δικαιωμάτων που θεσπίζει ρητά για τους Ελληνες στο άρθρο 5 παρ. 2 σύμφωνα με το οποίο «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας...», το άρθρο όμως αυτό αφορά τα ατομικά δικαιώματα (π.χ. το άσυλο κατοικίας...) και όχι τα δικαιώματα πολιτικής συμμετοχής.
Στo πλαίσιο αυτό λοιπόν, υπάρχει αναμφίβολα ζήτημα κατά πόσον το νομοσχέδιο είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι στην προηγούμενη αναθεώρηση η ψήφος των μεταναστών στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση είχε προταθεί να εισαχθεί με ρητή συνταγματική διάταξη και από τα δύο μεγάλα κόμματα.
Η κυρία Νέδα Κανελλοπούλου είναι επίκουρη καθηγήτρια Συγκριτικού Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Από "ΤΟ ΒΗΜΑ"
Δημόσια λειτουργία ενυπάρχει σε κάθε θέση που συνεπάγεται συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού ασκούν δημόσια εξουσία. Ετσι, τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στην πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση αποτελούν αναμφισβήτητα συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας λειτουργίας. Επιφυλάσσονται επομένως από το Σύνταγμα μόνο στους Ελληνες πολίτες. Αυτό ισχύει όχι μόνο για το δικαίωμα του εκλέγεσθαι αλλά και για το δικαίωμα του εκλέγειν, που έχει αναμφισβήτητα θεσμική λειτουργικά διάσταση. Βέβαια, το ίδιο άρθρο επιτρέπει την εισαγωγή εξαιρέσεων με «ειδικό» νόμο. Τι σημαίνει όμως αυτό;
Πρώτον, σημαίνει πως για να είναι «ειδικός» ο νόμος, πρέπει η κατηγορία των προσώπων στα οποία αναφέρεται η εξαίρεση να μην είναι ούτε γενική ούτε ευρεία. Πληροί την προϋπόθεση αυτή το νομοσχέδιο; Ασφαλώς όχι.
Δεύτερον, σημαίνει πως ακόμα και όταν προβλέπεται ειδικός νόμος, αυτός πρέπει να είναι συνταγματικά θεμιτός. Πρέπει δηλαδή να μην αντιβαίνει και γενικότερα στο Σύνταγμα. Εδώ λοιπόν προκύπτει κι ένα ακόμη πρόβλημα. Το Σύνταγμα ρητά επιφυλάσσει μόνο στους Ελληνες πολίτες τα δικαιώματα που κατοχυρώνουν την πολιτική συμμετοχή, με κεντρικό παράδειγμα το άρθρο 29 για το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα, χωρίς το οποίο δεν νοείται συμμετοχή σε εκλογές ούτε σε τοπικό επίπεδο.
Και ναι μεν το Σύνταγμα επιτρέπει ερμηνευτικά την επεκτατική εφαρμογή και στους αλλοδαπούς των δικαιωμάτων που θεσπίζει ρητά για τους Ελληνες στο άρθρο 5 παρ. 2 σύμφωνα με το οποίο «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας...», το άρθρο όμως αυτό αφορά τα ατομικά δικαιώματα (π.χ. το άσυλο κατοικίας...) και όχι τα δικαιώματα πολιτικής συμμετοχής.
Στo πλαίσιο αυτό λοιπόν, υπάρχει αναμφίβολα ζήτημα κατά πόσον το νομοσχέδιο είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι στην προηγούμενη αναθεώρηση η ψήφος των μεταναστών στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση είχε προταθεί να εισαχθεί με ρητή συνταγματική διάταξη και από τα δύο μεγάλα κόμματα.
Η κυρία Νέδα Κανελλοπούλου είναι επίκουρη καθηγήτρια Συγκριτικού Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Από "ΤΟ ΒΗΜΑ"