Γράφει ο Κωνσταντῖνος Χολέβας
Πολιτικός Ἐπιστήμων
Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας. Τό ἀνεξάρτητο Κυπριακό κράτος εἶναι σήμερα τό δεύτερο κράτος τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί παρά τά τραύματα πού ὑπέστη ἀπό τόν Ἀττίλα τό 1974 καταδεικνύει τήν ἱκανότητα ἐπιβιώσεως, τόν πνευματικό καί οἰκονομικό δυναμισμό τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Φυσικά δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ὁ ἐπικός ἀγώνας τῶν Ἑλληνοκυπρίων τό 1955-59 ἔγινε γιά τήν Ἕνωση τῆς Κύπρου μέ τή Μητέρα-Ἑλλάδα καί ὅτι ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ 1960 ἦταν ἕνας ἀναγκαστικός συμβιβασμός ὑπό τήν πίεση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Σήμερα, πάντως, ἡ Κυπριακή Δημοκρατία εἶναι γιά κάθε κάτοικο τῆς Ἑλλάδος ἕνα ἀδελφικό κράτος καί εἴμαστε ὑπερήφανοι πού εἶναι πλῆρες μέλος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως.
Ὁ Κυπριακός Ἑλληνισμός ὑπάρχει ἱστορικά πολλούς αἰῶνες πρό Χριστοῦ, ἀπό τότε πού οἱ Ἀχαιοί Ἕλληνες ἀποβιβάσθηκαν στά χαμογελαστά ἀκρογιάλια τῆς Κυρήνειας καί τῆς Ἀμμοχώστου. Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει στήν Ἰλιάδα ὅτι ὁ Κύπριος βασιλεύς Κινύρας ἔστειλε συμβολικά μάι ἀσπίδα στόν Ἀγαμέμνονα γιά νά ὑποδηλώσει τήν ὑποστήριξή του πρός τήν πανελλήνια ἐκστρατεία κατά τῆς Τροίας. Λίγο μετά τίς νίκες τῶν Ἑλλήνων στόν Μαραθῶνα, τή Σαλαμῖνα καί τίς Πλαταιές ὁ Ἀθηναῖος Κίμων κατεβαίνει μέ στόλο νά ἐλευθερώσει τήν Κύπρο καί ὁ στόλος του νικᾶ ἔξω ἀπό τό Κίτιον-Λάρνακα ἄν καί ὁ ἴδιος εἶχε πεθάνει ἐν πλῷ. «Καί νεκρός ἐνίκα»! Ὁ Ἀθηναῖος ρήτωρ Ἰσοκράτης στήν προσπάθειά του νά ἑνώσει τούς Ἕλληνες εἶχε ἀποκτήσει ἐπικοινωνία καί μέ τόν Εὐαγόρα τῆς Κύπρου. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος κατά τήν ἐκστρατεία του ἐναντίον τῶν Περσῶν ἀπελευθέρωσε τούς Ἕλληνες τῆς Κύπρου ἀπό τόν Περσικό ζυγό. Στίς ἐλεύθερες περιοχές τά μνημεῖα, τά θέταρα, τά ἐρείπια καί τά Μουσεῖα διασώζουν πάμπολλες ἀποδείξεις ἀπό τήν ἑλληνική ταυτότητα τῆς Κύπρου καί ἄλλα τόσα τεκμήρια στενάζουν κάτω ἀπό τό πέλμα τοῦ κατακτητῆ στόν Βορρᾶ.
Ὁ Παῦλος καί ὁ Βαρνάβας φέρνουν τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου στήν Κύπρο καί Ὁ Ρωμᾶιος διοκητής τῆς Πάφου εἶναι ὁ πρῶτος Εὐρωπαῖος ἀξιωματοῦχος πόύ βαπτίζεται Χριστιανός. Ἤδη ἀπό τόν 5ο αἰῶνα μ.Χ. ὁ βυζαντινός αὐτοκράτωρ Ζήνων παραχωρεῖ στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου τήν Αὐτοκεφαλία της καί δίνει τό δικαίωμα στόν Ἀρχιεπίσκοπο νά ὑπογράφει μέ κόκκινο μελάνι. Ρωμαῖοι, Ἄραβες, Φραγκογάλλοι, Βενετοί, Τοῦρκοι καί Ἄγγλοι κατεπίεσαν καί ἀπομύζησαν τόν ἑλληνικό πληθυσμό τῆς Μεγαλονήσου, ἀλλά δέν ἄλλαξαν τήν ἑλληνική καί ὀρθόδοξη ταυτότητα τῶν κατοίκων. Ὅταν τό 1878 οΙ Ὀθωμανοί πούλησαν –κυριολεκτικά – τήν Κύπρο στούς Ἄγγλους ὁ Ἑλληνισμός τῆς νήσου ὑπεδέχθη τή λύση αὐτή ὡς ἕνα ἐνδιάμεσο στάδιο μέχρι τήν Ἕνωση μέ τήν Ἑλλάδα.
Ἡ Σάμος μετά τό 1821 καί ἡ Κρήτη στίς ἀρχές του 20οῦ αἰῶνος πέρασαν ἀπό τό στάδιο τῆς Αὐτονομίας καί ἡμιανεξαρτησίας , ἀλλά τελικά κατόρθωσαν νά ἑνωθοῦν μέ τόν ἑλλαδικό κορμό. Ἡ Κύπρος δέν το ἐπέτυχε. Ἀντιθέτως ἡ διχόνοια πού βαστάει ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερή δίχασε τούς Ἕλληνες μετά τόν ἡρωικό ἀγῶνα τῆς Ε.Ο.Κ.Α. καί ἄνοιξε τήν ὄρεξη στούς Τούρκους καί στούς προστάτες τους νά ἑτοιμάζουν τή διχοτόμηση ὑπό τόν μανδύα διαφόρων σχεδίων πού ἀπεργάζεται ἡ διεθνής διπλωματία. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2004 ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν Ἑλληνοκυπρίων ἀπέρριψε μία κραυγαλέα ἀνθελληνική καί ἀντιδημοκρατική μορφή αὐτῶν τῶν σχεδίων. Ἀλλά ἀπαιτεῖται ἐπαγρύπνηση , διότι ἔρχονται καί ἄλλα δεινά τυλιγμένα σέ παραπλανητικό περιτύλιγμα. Φυσικά κάθε σώφρων Ἕλληνας κατανοεῖ ὅτι πρέπει νά συνυπάρξει ἡ ἑλληνική πλειοψηφία μέ τήν τουρκοκυπριακή μειοψηφία. Ὅμως αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει μέ παραχώρηση ὑπερβολικῶν δικαιωμάτων στή μειονότητα, μέ δικαίωμα στρατιωτικῆς ἐπεμβάσεως τῶν Τούρκων στόν ἑλληνοκυπριακό τομέα, μέ νομιμοποίηση τῶν χιλιάδων ἐποίκων πού ἦλθαν ἀπό τίς ἀσιατικές ἐπαρχίες τῆς Τουρκίας. Λύση ναί, διάλυση ὄχι.
Σήμερα στίς ἐλεύθερες περιοχές ἀκούονται ὁρισμένες φωνές –λίγες ἀλλά θορυβώδεις-πού ζητοῦν τόν ἀφελληνισμό καί τήν ἀποχριστιανοποίηση τῆς παιδείας, δῆθεν «γιά νά πλησιάσουμε περισσότερο τούς Τουρκοκυπρίους». Βεβαίως στά κατεχόμενα καμμία ἀντίστοιχη διάθεση δέβν ὑπάρχει καί ἀπέναντι ἀπό τή Λευκωσία ἡ σκλαβωμένη πλαγιά τοῦ Πενταδακτύλου ἔχει καλυφθεῖ ἀπό μία τεράστια προκλητική τουρκική σημαία. Εὐτυχῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἑκκλησία τῆς Κύπρου πρωτοστατεῖ στόν ἀγῶνα γιά τήν διατήρηση τῆς Πίστης, τῆς γλώσσας καί τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας. Καί εἶμαι βέβαιος, αὐτό παρατηρῶ κατά τίς συχνές ἐπισκέψεις μου στό νησί, ὅτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ θέλει νά κρατήσει τίς ρίζες καί τίς παραδόσεις.
Εἶναι πράγματι περίεργο τό συναίσθημα πού αἰσθάνεται ὁ «Ἑλλαδίτης» ὅταν φθάνει στήν Κϋπρο. Περνᾶς μέν ἀπό ἔλεγχο διαβατηρίων, ἀλλά ὅλα σοῦ θυμίζουν Ἑλλάδα. Ἄν ἐξαιρέσουμε τό ὁδήγημα δεξιά κατά τό ἀγγλικό πρότυπο, κατά τά ἄλλα νομίζεις ὅτι δέν ἔφυγες ἀπό τήν Ἑλλάδα. Καί πράγματι πατᾶς σέ ἕαν κομμάτι Ἑλλαδας. Σέ μία γωνιά ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ρωμηοσύνη ἄντεξε καί θά ἀντέξει ἀμυνόμενη κατά στρατιωτικῶν εἰσβολῶν, πολιτιστικῶν ἐπεκτατισμῶν καί διπλωματικῶν δολιοτήτων. Ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, ἄν δέν ἔχετε ἐπισκεφθεῖ τήν Κύπρο, τότε δέν ἔχετε κατανοήσει τί σημαίνει Οἰκουμενικός Ἑλληνισμός. Τί σημαίνει δύο κράτη μέ μία ψυχή. Τότε θά καταλάβετε ποιό συναίσθημα ὤθησε τόν ποιητή καί διπλωμάτη Γιῶργο Σεφέρη νά γράψει:
«Πρώτη ἐντύπωση:ἀπ’ ἐδῶ νιώθει κανείς τήν Ἑλλάδα (ξαφνικά) εὐρύχωρη, πιό πλατιά. Τό αἴσθημα πώς ὑπάρχει ἕνας κοσμος πού μιλᾶ ἑλληνικά, εἶναι ἑλληνικός. Πού δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση καί τό τελευταῖο τοῦτο συντελεῖ στό αἴσθημα αὐτῆς τῆς εὐρυχωρίας»(1).
Κράτος ὀργανωμένο σήμερα ἡ Κύπρος, μέ πρεσβεῖες σέ ἄλλες χῶρες, μέ δυναμική οἰκονομία, μέ τουρισμό, μέ ἐπιστήμονες διακεκριμένους, δημοσιογράφους μαχητικούς, Πανεπιστήμια πειθαρχημένα, ἐκπαιδευτικούς δημιουργικούς. Καί ἡ πρωτεύουσά της, ἡ μόνη διχοτομημένη πόλη στήν Εὐρώπη. Ἄς παρακαλέσουμε τόν Θεό, ταῖς πρεσβείας τῶν πολυαρίθμων Ἁγίων τῆς Κύπρου , νά χαρίζει στό ἀδελφικό μας κράτος πραγματική εἰρήνη, οὐσιαστική εὐημερία καί δυναμική ἐμμονή στήν ἑλληνορθόδοξη κληρονομιά. Πολλά τά θεριά πού κυνηγοῦν νά μᾶς φᾶνε, μά ἡ μαγιά πάντα μένει, γράφει ὁ ἥρωας τοῦ 1821 Μακρυγιάννης. Παρά τίς δαγκωματιές ἡ Κύπρος θά ἐπιβιώσει. Καί ὅσο περισσότερο ἀναπτύσσει τά Ὀρθόδοξα καί ἑλληνικά ριζώματά της, τόσο πιό ἀσφαλής θά εἶναι. Ὁ πλοῦτος καί τά ἐντυπωσιακά κτήρια ἔρχονται καί παρέρχονται. Μόνον οἱ διαχρονικές ἀξίες σώζουν. Ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου καί ὁ Εὐαγόρας Παλληκαρίδης αὐτό τό γνώριζαν καλά.
(1) Γιῶργος Σεφέρης, «Μέρες», τόμος Στ΄, ἐκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, Ἀθήνα 1986, σελ. 98.
Κ.Χ. 14-1-2010