Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ. ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΝΟΜΟ

Έλα και εσύ φίλε αναγνώστη στο facebook

Έλα να ενώσουμε τη φωνή μας, για:

ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ.

ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΝΟΜΟ
1. Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν η διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.
2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3.
Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση , προανάκριση ή εξέταση.
3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον Βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση
απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών.
Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητα της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της Βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.
Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφαση της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.
4. Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιοβάθμων ο αρχαιότερος.
Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής.
Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος.
Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα.
Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού
Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.
5. Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.

------------------------------------------------------------------------------------------

H ποινική ευθύνη των υπουργών

Ιωάννης M. Βαρβιτσιώτης
Στις προτάσεις της κυβερνήσεως για την αναθεώρηση του Συντάγματος, με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν περιλαμβάνεται το άρθρο 86 το οποίο ρυθμίζει την ποινική ευθύνη των υπουργών για αδικήματα που διέπραξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
H ποινική ευθύνη των υπουργών αποτέλεσε μέλημα των ελληνικών Συνταγμάτων ήδη από το 1844, το οποίο στο άρθρο 83 προέβλεπε την έκδοση σχετικού νόμου. Ο πρώτος νόμος περί ευθύνης υπουργών ήταν ο ΦΠΣτ του 1876, όπως τροποποιήθηκε από τον N. XE του 1873. Το νομοθετικό αυτό καθεστώς διατηρήθηκε σε ισχύ για έναν αιώνα μέχρι την έκδοση του ΝΔ 802/1971. Οι ρυθμίσεις του τελευταίου, οι οποίες πάντως επαναλαμβάνουν τις ως τότε ισχύουσες αρχές, διατηρήθηκαν σε ισχύ και από το Σύνταγμα του 1975 με ρητή μεταβατική διάταξη (άρθρο 115 παρ. 1) «ώσπου να εκδοθεί ο από το άρθρο 86 παρ. 1 προβλεπόμενος νόμος». Ο νόμος αυτός εκδόθηκε μόλις τον Ιούλιο του 1997 (N. 2509/1997) μετά τις πολιτικές και νομικές περιπέτειες του τόπου την επαύριον των σκανδάλων του 1989.
Οι διατάξεις όμως εκείνες είχαν επικριθεί έντονα και έτσι κρίθηκε η ανάγκη τροποποιήσεώς τους. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το σχετικό άρθρο 86 του Συντάγματος αναθεωρήθηκε το 2001. Ομως και η νέα αυτή διατύπωση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας σύγχρονης δικαιοκρατικής κοινωνίας. Διότι θεσμοθετήθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία για την ποινική δίωξη των υπουργών, η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να καταλήξει στην παραπομπή τους στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα, χρειάζεται να αποφασίσει το Κοινοβούλιο δύο φορές, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ώστε να ασκηθεί ποινική δίωξη. Την πρώτη φορά, για να συσταθεί η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και τη δεύτερη, όταν το πόρισμα της επιτροπής αυτής εισαχθεί στην Ολομέλεια, η οποία τελικά αποφασίζει για την άσκηση ή μη διώξεως.
Είναι προφανές ωστόσο ότι αν ο «εγκαλούμενος» υπουργός ανήκει στο κόμμα που διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή, τότε η λήψη αποφάσεως της Βουλής, τόσο για τη σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που θα διενεργήσει την προκαταρκτική εξέταση όσο και την τελική κρίση για τη δίωξη, καθίσταται σχεδόν αδύνατη.
H εγγενής αυτή δυσχέρεια θα μπορούσε να αποφευχθεί αν γινόταν δεκτή η πρότασή μου για σύσταση Συμβουλίου της Δημοκρατίας, στην αρμοδιότητα του οποίου θα υπήγετο και η παραπομπή των υπουργών στο Ειδικό Δικαστήριο. Δυστυχώς όμως η πρότασή μου αυτή δεν έγινε δεκτή. Και έτσι το πρόβλημα παραμένει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού του βουλευτών, η Βουλή μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της ή να αναστείλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία, οποτεδήποτε, δηλαδή και αν ακόμη έχει περαιωθεί η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου και αναμένεται η έκδοση της αποφάσεώς του.
Το πλέον όμως σκανδαλώδες είναι το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 86Σ, σύμφωνα με το οποίο «η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της (να συστήσει δηλαδή επιτροπή και να ασκήσει δίωξη) μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Με τη διάταξη αυτή η ατιμωρησία καθίσταται σχεδόν βεβαία για τα αδικήματα που τελέστηκαν κατά την τελευταία σύνοδο της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου εφόσον το ίδιο κόμμα κερδίσει τις εκλογές. H προθεσμία αυτή είναι προφανές ότι είναι ασφυκτική και οδηγεί στην εξάλειψη του αξιόποινου των πράξεων μέσα σε ελάχιστα χρόνια από την τέλεσή τους.
Αλλά και ο εκδοθείς κατ' επιταγήν του Συντάγματος σχετικός νόμος περί ευθύνης υπουργών (N. 3126/2003) προβλέπει (άρθρο 3) ότι οι αξιόποινες πράξεις των υπουργών (πλημμελήματα, κακουργήματα) παραγράφονται με τη συμπλήρωση 5 ετών από την ημέρα που τελέστηκαν.
Θα πρέπει, βέβαια, να γίνει δεκτό ότι δεν θα πρέπει να αιωρούνται επί μακρόν κατηγορίες κατά υπουργών για υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση των καθηκόντων τους, για αυτό θα ήταν δυνατόν να θεσπισθεί συντομότερη παραγραφή, από αυτήν που προβλέπει η ποινική νομοθεσία, η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν θα οδηγεί στην ατιμωρησία του υπουργού. Διότι οι διατάξεις που ισχύουν σήμερα παραβιάζουν κάθε έννοια ισότητας και δικαίου και αντίκεινται στην ουσία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, το οποίο δεν ανέχεται την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων. Και ακόμη προσβάλλουν και εκθέτουν ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο διότι δημιουργείται - και ευλόγως - η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι θεσπίστηκαν για να καλύπτουν «αμαρτίες».
Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι επιτακτικό καθήκον της κυβερνήσεως είναι να περιλάβει στις αναθεωρητέες διατάξεις και το άρθρο 86, ιδίως όσον αφορά την παραγραφή, τους συμμετόχους, τη δίωξη και τη δυνατότητα ανάκλησής της, καθώς και τη σύνθεση του Ειδικού Δικαστηρίου.
Ο κ. Ιωάννης M. Βαρβιτσιώτης είναι επικεφαλής της Ομάδας των Ευρωβουλευτών της Νέας Δημοκρατίας και τ. υπουργός Δικαιοσύνης.
--------------------------------------------------------------------------

Πρωτοβουλία για την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος που αφορά την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών

Με πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, ανελήφθη διακομματική κοινοβουλευτική πρωτοβουλία για την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος. Το Άρθρο 86 θέτει το πλαίσιο, τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και τις προθεσμίες για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών, ένα ζήτημα το οποίο δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο των μέχρι τώρα κατατεθειμένων προτάσεων αναθεώρησης. Ιστορικά, ο λόγος της ύπαρξης ειδικής δωσιδικίας ως προς την ποινική ευθύνη των υπουργών σχετιζόταν με την επιθυμία της Πολιτείας να προστατεύσει τους πολιτικούς που είχαν διατελέσει ή διατελούσαν υπουργοί από ενδεχόμενα εκβιαστικής ή στρεψόδικης δίωξής τους για λόγους πολιτικής ή προσωπικής αντεκδίκησης. Σήμερα, ωστόσο, από πολλούς πολίτες η ρύθμιση αυτή αντιμετωπίζεται ως διακομματικό εργαλείο ατιμωρησίας και ασυλίας των πολιτικών. Για το λόγο αυτό, οι βουλευτές Κυριάκος Μητσοτάκης, Ανδρέας Λοβέρδος, Νίκος Γεωργιάδης, Κώστας Τασούλας, Σοφία Καλαντζάκου, Γιώργος Κοντογιάννης, Δημήτρης Γαλαμάτης και Μιχάλης Μπεκίρης προτείνουν την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου προς τρεις κατευθύνσεις.


Οι Βουλευτές: Κυριάκος Μητσοτάκης, Ανδρέας Λοβέρδος, Νίκος Γεωργιάδης, Κώστας Τασούλας, Σοφία Καλαντζάκου, Γιώργος Κοντογιάννης, Δημήτρης Γαλαμάτης, Μιχάλης Μπεκίρης ανέλαβαν διακομματική κοινοβουλευτική πρωτοβουλία με σκοπό την αναθεώρηση του Άρθρου 86 του Συντάγματος για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών.
Το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπουν ότι μια ομάδα Βουλευτών δύναται, ανεξάρτητα από την κομματική τους ταυτότητα, να προτείνουν στους συναδέλφους τους την εξέταση της ανάγκης αναθεώρησης συγκεκριμένων διατάξεων του Συντάγματος. Το αίτημα αναθεώρησης – και η ίδια η ψηφοφορία της αναθεώρησης άλλωστε – δεν εντάσσονται στην παραδοσιακή αντιπαράθεση συμπολίτευσης-αντιπολίτευσης. Η ψήφος για το Σύνταγμα είναι κατεξοχήν ψήφος που δεσμεύει κάθε Βουλευτή μόνο με τη συνείδησή του. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, κατά παράδοση, η διαδικασία αναθεώρησης δεν υπόκειται σε κομματική πειθαρχία ενώ, ταυτόχρονα, το όλο πνεύμα της διαδικασίας επιτρέπει – και μάλιστα επιβάλλει – την ευρύτερη δυνατή συναίνεση για την έγκριση των αλλαγών στο Σύνταγμα.
Με τα ως άνω δεδομένα, υποβλήθηκε πρόταση η οποία αποσκοπεί στο να συλλέξει τις απαιτούμενες 50 υπογραφές Βουλευτών και να θέσει προς συζήτηση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής για την αναθεώρηση του Συντάγματος το Άρθρο 86. Το Άρθρο 86 θέτει το πλαίσιο, τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και τις προθεσμίες για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών, ένα ζήτημα το οποίο δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο των μέχρι τώρα κατατεθειμένων προτάσεων αναθεώρησης.
Ιστορικά, ο λόγος της ύπαρξης ειδικής δωσιδικίας ως προς την ποινική ευθύνη των υπουργών σχετιζόταν με την επιθυμία της Πολιτείας να προστατεύσει τους πολιτικούς που είχαν διατελέσει ή διατελούσαν υπουργοί από ενδεχόμενα εκβιαστικής ή στρεψόδικης δίωξής τους για λόγους πολιτικής ή προσωπικής αντεκδίκησης. Σήμερα, ωστόσο, από πολλούς πολίτες η ρύθμιση αυτή αντιμετωπίζεται ως διακομματικό εργαλείο ατιμωρησίας και ασυλίας των πολιτικών.
Απέναντι στην κατάσταση αυτή, οι ως άνω Βουλευτές ανέλαβαν την πρωτοβουλία αναθεώρησης του Άρθρου 86 του Συντάγματος, προτείνοντας διαζευκτικά ή σωρευτικά, τις εξής κατευθύνσεις:
  • διεύρυνση της προθεσμίας μέσα στην οποία μπορεί να ασκηθεί η δίωξη υπουργών
  • περιορισμός της σχετικής αρμοδιότητας της Βουλής στη χορήγηση της άδειας για τη δίωξη, χωρίς δικαίωμα ανάκλησης της απόφασης ή αναστολής της δίωξης
  • θέσπιση Ειδικού Δικαστηρίου (ενδεχόμενα διατήρηση του ΕΔ ή χρήση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου) για την εκδίκαση της δίωξης.
========================================================
"O σιωπών δοκεί συναινείν"