Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

ΛΙΤΟΥΧΟΥΡΝΑ ΜΑΝΤΑΤΑ


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh-zqJpXPzdR6SMqGKDbVkEG91oodE4g9GPhd51Bk_syjveHD9ud9QJlei0-_d5zWm3WyAAWcAaYrQO1Qs8b51JzcFYYQsDP3YTN9qfLliim6cV_f8702OLYa5ttztBQ1NYGsYaFvUc3YQ/s400/%CE%9B%CE%99%CE%A4%CE%9F%CE%A7%CE%A9%CE%A1%CE%9F++%CE%99%CE%94%CE%A1%CE%A5%CE%9C%CE%91++%CE%A3%CE%91%CE%9A%CE%95%CE%9B%CE%91%CE%A1%CE%99%CE%94%CE%97.png


Κουβεντολόι μεταξύ Μήτσαινας και Νάτσαινας.

Μήτσινα: Α μουρ Νάτσινα, τάμαθις τα μαντάτα; Βούιξι του χουριό!

Νάτσινα: Ποια μουρ Μήτσινα, δεν ξέρου τίπουτις η δόλια.

Μήτσινα: Να, σινάθκαν τέσσιρα προυσώπατα στου χουριό κι έφκιασαν ένα τζιμπούσ(ι). Φώναξαν κι του κανάλ(ι) του τρία να τς πάρ(ι) πώς πλιατσκουλουγούσαν.

Νάτσινα: Κι τι έδειξι του κανάλ(ι);

Μήτσινα: Να, έδειξι ότι τα προυσώπατα έψηναν ένα αρνί στς σούγλα. Του είχαν πασαλήψ(ι) μι χουντρό αλάτ(ι), μι σάλτσα πουλλή κι του γυρνούσαν ώρα, αλλά αυτό δεν ψένουνταν. Τί να φκιάσν ύστρα, αναγκάσκαν να του φαν. Έλα, όμους, που δεν τρώουνταν μι τίπουτα. Μασούσαν, μασούσαν, ξικαλίγουσαν τα δόντια, σιαπέρα τα τσαούλια. Ούτι να του φαν μπουρούσαν, ούτι να του χουνέψν!!!

Νάτσινα: Φαίνιτι μουρ Μήτσινα, πως τ αρνί αυτό δεν ήταν για φάγουμα , δεν έκαμαν καλά π τόβαλαν στου στόμα τς.

Μήτσινα: Δεν έκαμαν καλά Νάτσινα. Θέλν φούρκα γιριά. Αυτό τ αρνί είνι για του κουπάδ(ι), δεν είνι για τα δόντια τς. Του κουπάδ(ι) τ αγαπάει τ αρνί κι δεν τ αφήν(ι) στου στόμα απ τς λύκ(ι). Ούτι ι τζουμπάνους ι τρανός απού ψηλά τα αφήν(ι)να του φαν. Του φυλάγ(ι) καλά απ ούλα τα προυσώπατα που γυρέβν να του καταβροχθίσν κι να σκουρπίσν του κουπάδ(ι) για να φκιάσν αυτοί ό,τι θέλν. Κατάλαβις Νάτσινα;

Νάτσινα: Μπριτς, που θα γέν(ι) του θκο τς! Να τα μάσν αγλήγουρα τα χέρια από κει, για να μην απομείν κλα. Ούλ(ι) στου χουριό ξέρουμι πως όποιους τα βάζ(ι) μι τουν τρανό τουν τζουμπάνου που μας τηράι απού ψηλά χαΐρ(ι) δεν έχει, προυκουπή καμία, χαντακώνιτι . Τα προυσώπατα δεν του ξέρν αυτό;

Μήτσινα: Αμ, δεν του ξέρν, αλλά δεν έχν ντηπ τσίπα, ντηπ ιρτς. Μας χαντάκουσαν του χουριό, μας τό φκιασαν παντού ντζιντζιόβα.

Υ.Γ. Ο νοών νοείτω.