Έχει πει, νομίζω, ο Ελύτης: «Αδελφοί, όπου και να σας βρει το κακό, μνημονεύετε Διονύσιο Σολομό, μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Η ελαχιστότητά μου, όπως θα ’λεγαν κι οι δεσποτάδες, μνημονεύω, όταν με βρίσκει το κακό, Παπαρρηγόπουλο, Παΐσιο και Μακρυγιάννη:
Απ’ το Μακρυγιάννη, λοιπόν, διάλεξα κάποια απ’ τα πολλά, που αφιερώνει στους μπερμπάντες και τους παντίδους της εποχής του, μια και γιορτάζουμε την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου.
Και ίσως κάποιοι πουν: Καλά χάθηκαν τα θετικά περιστατικά; ‘Όχι! Τα θετικά περίσσεψαν. Και γι’ αυτό, έστω και μέσα από πολλές περιπέτειες, φτάσαμε στη λευτεριά. Αλλά, να, που τα αρνητικά, που συμβαίνουν στις μέρες μας απ’ τους σημερινούς μπερμπάντες και παντίδους, περισσεύουν:
«Αυτά-λέει ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά» του- που έβλεπα με πείραζαν. Ότι την επανάστασή μας θα την καταντήσουμε ληστεία και η πατρίς κατάντησε παλιοψάθα των ατίμων…
…Αφού ήρθανε οι αρχηγοί μας σε κάστρο (Ακρόπολη) και πολιτεία (Αθήνα) και μπλέξανε με τη μπερμπάντικη συντροφιά των ντόπιων κακομεταχειρίζονταν τους συντρόφους τους. Ξύλο και διώξιμο. Και για ποιο λόγο; Για να τρώνε το μιστό τους….
…Όποιος είχε δέκα συντρόφους, έγραφε ότι έχει εκατό, (για να παίρνει περισσότερα χρήματα). Και πάλε εκείνοι οι πραγματικά δέκα (έμεναν) απλέρωτοι. Κι αν θα τους πλέρωναν, τους έδιναν κάλπικα χρήματα. Ηύραν μαστόρους καλποζάνους(=παραχαράκτες) και τους βάλαν στο κάστρο και κόβαν μονέδα κάλπικη…
…Ο Μαμούρης ήρθε στην Αθήνα με μια ξύλινη πιστόλα και εις τα χωργιά, οπού τον διόρισαν δερβεναγά, τζάκιζε (=βασάνιζε) τους ανθρώπους. Όταν ήρθε ο Κιτάγιας (=Κιουταχής), ηύρε ανθρώπους φορτωμένους λιθάρια εις τα χωριά, οπού τους τυραννούσαν εκείνοι δια χρήματα. Και τους ξεφόρτωσε ο Κιτάγιας…
Ο στραβοραγιάς ας δουλεύει δια μας. Εκείνος τρώγει λάχανα ανάλατα, εμείς τηγανίτες κι αρνάκια. Και (λέμε) ότι τους λευτερώσαμε από τους Τούρκους. «Από σένα χάρε και σε σένα και χειρότερα κατανταίνω»…
…Ήρθαν δυο χριστιανοί απ’ το Μισίρι (=Αίγυπτο) και είχαν χρήματα και άρματα καλά. Ήρθαν κι αυτείνοι να δουλέψουν για την πατρίδα, να χαρούνε την προκομμένη μας λευτεριά. Τους πήραν τα χρήματά τους και τα’ άρματά τους με την πρόφαση ότι ήταν τζασίτες (=κατάσκοποι) και τους έβαλαν σε παιδεμούς.
Ούτε ο Χριστός δεν δοκίμασε όσα δοκίμασαν αυτείνοι οι δυο. Ο ένας πέθανε τον άλλο μισοζώντανο τον έσωσα και τον είχα μαζί μου πολλά χρόνια. Τιμιώτατος άνθρωπος, νέος ως εικοσιπέντε χρονών. Αυτείνη τη λευτεριά βρήκανε, οπού ’ρθανε γυρεύοντας.
Το Σαρρή και το Μελέτη Χασιώτη, οτ’ ήταν τίμιοι άνθρωποι, με τρόπον τους σκότωσαν. Ο Σαρρής, οπού ’ταν σκλάβος(=φυλακισμένος), έφυγε από μέσα από τη χάψη (=φυλακή) με τα σίδερα εις τα ποδάρια από τη Λάρσα. Άξιο και γενναίο παλικάρι. Γλίτωσε από τους Τούρκους, τον έφαγαν οι Έλληνες….
…Μαθαίνω ότι εις την Πελοπόννησο άνοιξαν φατρίες. Ρωτάμε εμείς τι πράμα είναι αυτή η φατρία! Μας λένε: «Μεράστηκαν οι καλοί πατριώτες (σε αντίπαλες παρατάξεις) να προκόψουν (με τον εμφύλιο) την πατρίδα». Κι ο τόπος γιομάτος Τούρκους…
Ήρθετε εσείς οι μεγάλοι πολιτικοί να μας λευτερώσετε. Κι όταν κοπιάσατε μας γυμνάσατε στη διχόνοια. Μας φέρατε τις φατρίες και τ’ άλλα τ’ «αγαθά». Και κακοβάλατε το δυστυχισμένο αθώον έθνος.
Πρωτοήφερες την διχόνοιαν εσύ Κύριε Μαυροκορδάτε. Κι απ’ αυτό άλλοι καπεταναίγοι πήγαν οπίσου εις τους Τούρκους κι άλλους ήθελες με τους νόμους σου να τους σκοτώσεις: Θα σκότωνες τον Καραϊσκάκη. Πού θα τον εύρισκε η πατρίδα, όταν ξαναγιόμωσε Τουρκιά;
Δεύτερος έρχεσαι συ κύριε Κωλέτη. Θα σκότωνες-που ύστερα δε γλίτωσε από σένα- το Δυσσέα (Ανδρούτσο). Πού θα τον βρίσκαμε, που μ’ έναν ντεσκερέ έδιωξε δώδεκα χιλιάδες Τούρκους, που πρόσμεναν μ’ αυτείνη τη δύναμη να αφανίσουν την Ελλάδα;
Αν ήσουνα καλός εσύ κύριε Μεταξά, έκανες τον Κολοκοτρώνη πλέον καλύτερο. Ήταν καλός πατριώτης. Αλλά οι δικές σου οι συμβουλές όλο σε εμφύλιους πολέμους τον κινούσανε και σε μεγάλη διχόνοια με τους πατριώτες του. Και χύνονταν τόσα αθώα αίματα! Κι ανοίγονταν τόσοι τάφοι! Και πόσα έπαθαν οι κάτοικοι απ’ τους Ρωμαίγους κι όχι απ’ τους Τούρκους…
Τα παιδιά μας στραβώνουν μύγες μέσα εις τους δρόμους της ματοκυλισμένης πατρίδας τους. Και λένε το ψωμί «ψωμάκι» οι περισσότεροι. Και που ν ’το! Κι άλλοι αναγκάστηκαν να πάνε με τους Τούρκους. Κι άλλοι πέθαναν στις φυλακές. Κι άλλους, που τους έκοψε η τζελατίνα (=καρμανιόλα). Κι εχάθη το άνθος του έθνους. Και σας, σας δοξάσαμε και σας κάμαμεν εκλαμπρότατους, για να πληρώνεστε χοντρούς μιστούς! …
Με τους κόλακες και κλέφτες κι απατεώνες η πατρίδα κιντύνεψε και θα κιντυνέψει….»!…
Για την αντιγραφή
παπα-Ηλίας