¨ …. η αδικία είναι καϋμός
κι εύκολα δεν ξεχνιέται ¨
γράφει ο Αγγελος Αγγελίδης
Πήγα νωρίς. Πήγα πρωί.
Η αγωνία δυνατή. Πήρα και μερικά τηλέφωνα.
Άδεια τα Δικαστήρια, άδεια και η Πλατεία.
Ο κόσμος πουθενά.
Άδειες γωνιές, που κοίταγα. Από κει που κάποιοι μπορεί και έπρεπε να έρθουν.
Από κει που σε παρέες και μπουλούκια έπρεπε πολλοί μαζί να ξεπροβάλλουν.
Η ώρα περνούσε. Τα νεύρα στη πίεση.
Η χαρά στη συμπίεση. Ο ενθουσιασμός, σε συστολή παγερή .
Η ώρα περνούσε. Η ώρα πέρασε και προσπέρασε.
Ο χρόνος ψυχρός κι όπως πάντα πίσω αγύριστος .
Το μυαλό μας θόλωνε, λογικά. Νοιώσαμε τα παράλογα.
Μαζευτήκαμε πολλοί, αλλά όχι πολλοί.
Μιλούσαμε μεταξύ μας κι αλλάζαμε παρέες.
Οι παρέες άλλαζαν μα τα πρόσωπα ίδια και πάλι.
Τα πρόσωπα εκείνα.
Των εθελοντών. Των πρωτεργατών. Των υποψιασμένων.
Το ηθικό έπεφτε, όσο ή ώρα τελείωνε.
Οι ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ βγήκαν.
Όλα τελείωσαν. Όλα τελείωσαν, μα όμως πάλι όπως αρχίσαν.
Χτες χτίζονταν. Εκεί που υπήρχε μια καταπράσινη της φύσης ομορφιά.
Χτες δεν υπήρχαν. Σήμερα υπάρχουν.
Τίποτε δεν σταμάτησε. Τίποτε δεν αλλάζει.
Σήμερα χτίζονται και θα χτίζονται κι αύριο και μεθαύριο και συνέχεια.
Θα χτίζονται εργοστάσια, για χέρια ανέργων ; Ναι. Μα κάπου αλλού.
Εδώ θα χτίζονται μηχανισμοί του χρήματος.
Θα χτίζονται ΔΙΟΔΙΑ.
Χτίζονται τα ΔΙΟΔΙΑ.
Θα χτίζονται μέχρι που τα σκούρα κουστούμια,
με τα ανέκφραστα πρόσωπα κάτω από τα μαύρα γυαλιά,
θα πατούν στα ακροδάχτυλα των ποδιών.
Να γίνονται ψηλότεροι και πρώτοι να είναι στο φακό, στων ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ τη ΓΙΟΡΤΗ.
Στη γιορτή του έργου, που στο τόπο μας θα φέρει την πολυπόθητη προκοπή.
Προκοπή όμως μόνο για ορισμένους.
Γιατί σε μας,
ΚΟΜΒΟΥΣ και αν μας έταξαν, ΔΙΟΔΙΑ μας φέρνουν.
Οι παρουσίες εκείνων των προσώπων,
των σημαντικών και των ρυθμιστών της λαϊκής τύχης, ανύπαρκτες.
Οδυνηρά και προκλητικά, ανύπαρκτες.
Αλλοι στα Γραφεία τους, αλλοι στις Εταιρίες τους,
άλλοι στους Φορείς τους, άλλοι στις Δουλίτσες τους,
άλλοι στα Φορτηγάκια τους και άλλοι στα Καφενεδάκια τους.
Εκείνων οι παρουσίες, που έπρεπε πρώτοι και μπροστά να βρίσκονται.
Εκείνων που σ΄ άλλες εποχές και σ΄ άλλες συγκεντρώσεις,
ή σε συσκέψεις και γιορτές ή σε διαμαρτυρίες, σπρώχνονταν.
Σπρώχνονταν για να βρεθούν μπροστά, τη δήλωση να κάνουν.
Δήλωση πολυπόθητη.
Τη δήλωση, τη λύτρωση που τώρα πια τόσο καιρό,
νύχτα και μέρα με αγωνία περισσή περίμενε, ο άμοιρος λαός μας.
Ο λαός. Ο λαός τους. Ο λαός της Πιερίας.
Δηλαδή Εμείς. Οι θνητοί Πιεριείς.
Και γινόταν οι δηλώσεις. Και γράφονταν τα ψηφίσματα.
Κι έπαιρνε Αριθμό για το Πρωτόκολλο το ΘΑΥΜΑ, το θαύμα που έμελλε συμβεί.
Μα κι αν οι προφήτες μας πολλοί, το θαύμα άργησε. Κι αργεί.
΄Η μήπως και δικαιωθεί αυτός,
που μ΄ αγανάκτηση πολύ, κάπου μια μέρα φώναξε :
αυτό το θαύμα σ΄ εμάς, ποτέ δε θα συμβεί.
Σκυμμένα κεφάλια. Στο ζενίθ η απόγνωση.
Ο κόσμος διαλύεται.
Ένα νέο ραντεβού όμως φαίνεται στον ορίζοντα.
30 τ΄ Απρίλη και πάλι εδώ.
Η απόγνωσή μας, γίνεται δύναμη μπροστά στο δίκιο.
Η λογική, γίνεται οδηγός μας.
Η θέλησή μας δεν εξαρτάται απ΄ τις πονηριές των ολίγων, που καιροφυλακτούν.
Οι ευκαιριακοί προστάτες του λαού δεν έχουν σχέση με τις προθέσεις μας.
Όμως.
Λαέ καλόβουλε, ειλικρινή κι ανεπηρέαστε.
Λαέ που πάντοτε, εσύ το μάρμαρο χρυσάφι θα πληρώνεις.
Λαέ που σύντομα το δρόμο θα σου κλείνουνε, με μπάρες και μ΄ εμπόδια.
Το πέρασμα στο δρόμο σου, στη βόλτα ή στη δουλειά σου.
Αδιάφορα μην αφεθείς στα λόγια ορισμένων.
Και σ΄ υποσχέσεις ψεύτικες μην ξεχαστείς, ούτε στην τακτική τους.
Κι αν έταξαν θέσεις δουλειάς σε σένα ή στο παιδί σου,
κι αν με κρυφό καϋμό έστειλες Νότια τις Αιτήσεις,
σε ορισμένους κι εκλεκτούς μόνο, το φως θ΄ ανάψει.
Για εξαργύρωση σιωπής, στήθηκε η ιστορία.
Αν προσδοκάς με πονηριά και μυστικά απ΄ τους άλλους,
τότε σου είπαν μη μιλάς.
Μα όμως γύρω δεν κοιτάς ; που κι άλλοι γύρω δε μιλούν ;
Μήπως σε μοιάζουν ξαφνικά ;
ή μήπως ίδια θύματα κι αυτοί, την ίδια θέση προσδοκούν ;
Φάρος να είναι η λογική, που ίδια είναι σ΄ όλους.
Τη δύναμή σου μην ξεχνάς, ούτε τις αρετές σου.
Ευγένεια κι Υπομονή. Δουλειά, Δικαιοσύνη.
Κάποτε ήταν φυλακή και στο κελί το ίδιο,
δυο άνδρες ίδιοι κι όμοιοι.
Ομοιοι σαν τους άλλους.
Μια μέρα ο δεσμοφύλακας τους τάζει ένα δώρο.
Επιθυμία έντονη, πόθος για τον καθένα.
Ο ένας απ΄ αυτούς τους δυο, σφυρί ζητά. Οσο μικρό και να ΄ναι.
Ο άλλος ζήτησε μπογιά χρυσή κι ένα καλό πινέλο.
Σωστός ο δεσμοφύλακας, το τήρησε το τάμα.
Σαν πέρασε λίγος καιρός,
μεσ΄ το κελί το ίδιο, μια μέρα και ένα πρωί,
τα πράγματα αλλάζουν.
Ο ένας μόνο απ΄ τους δυό, μεσ΄ τη τρελή χαρά του,
με τα δεσμά ν΄ αστράφτουνε, σαν τα χρυσά. Τόσο καλοβαμένα.
Ο άλλος όμως άφαντος, έσπασε τα δεσμά του.
αφιερωμένο στον αγώνα ενάντια στα ΝΕΑ ΔΙΟΔΙΑ ΠΙΕΡΙΑΣ
ΑΙΓΙΝΙΟ 04-04-2009