Μπαρμπούτσαλα!!!
Παιδιά δεν κάνω πλάκα.Όποιος γνωρίζει ας μου απαντήσει.
Ευχαριστώ. Π. Α. |
- "ΛΕΥΤΕΡΙΑ" : μπαρμπούτσαλο το [barbútsalo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) ως χαρακτηρισμός για κάτι ασήμαντο, ανόητο, ψεύτικο ή απίθανο: Έμαθα πως κέρδισες στο καζίνο. - Mπαρμπούτσαλα, Aκούστηκε ότι θα κλείσεις την επιχείρηση. - Mπαρμπούτσαλα, για ασήμαντο ποσό. σαχλαμάρες, ανοησίες.
[ίσως βεν. barbuzzal `μικρή μάσκα στο μέτωπο ηθοποιού΄ -ο]