Κυριακή 9 Μαΐου 2010

χρόνια πολλά

μανούλα

οι αναμνήσεις μου.…, σε σένα αφιέρωμα

το αφιέρωμα φιλί…

και στο φιλί απάντηση,

συγχώρεση στα λάθη μου, προσμένω

απόσπασμα από το : ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Τα χαράματα κρύωνε εντελώς το σπίτι. Η μάνα γρήγορα άνοιγε τα παράθυρα ν΄ αεριστεί ο χώρος. Ένα δωμάτιο μικρό και δίπλα ένα άλλο. Μάνα, μπαμπάς και τα παιδιά στο δίπλα. Τα ξύλα από νωρίς-νωρίς έγιναν στάχτη άκαπνη και γκρίζα. Αργότερα κρύωσε κι η στάχτη. Οι κουβερτούλες στα πρόσωπα των παιδιών, σα βρεγμένες. Οι ανάσες μας ζεστές που αμέσως πάγωναν στον αέρα. Τα μαλάκια ζέσταναν απαλά ότι μπορούσαν κι αυτά να σκεπάσουν.

Στριφογυρίζουν αθόρυβα τα κορμάκια στο στρώμα και τα μάτια ακόμα κλειστά. Ο φόβος εκδηλώνεται σιγά-σιγά και ζωγραφίζεται στα πρόσωπα. Λες και δεν πέρασαν τόσες ώρες παρέα με τον ύπνο. Ηρθε πάλι η σειρά της χειρότερης και πιο μπερδεμένης στιγμής. Η ζεστή φωνή της γλυκιάς μάνας ακούγεται. Ακούστηκε ξανά. Μια φορά ακόμα χαμηλόφωνα. Μετά πιο δυνατή. Μετά και πάλι και πάλι και ακόμη πιο δυνατή.

Παιδιά ……

΄Αιντε παιδάκια μου.

Ξυπνήστε. Ξημέρωσε.

Ξυπνήστε…… Σηκωθείτε…...

Σηκωθείτε τώρα και θα κοιμηθείτε πάλι, το μεσημέρι. Και τα παιδιά εκείνη τη στιγμή δεν ήξεραν τι να αισθανθούν. Τη γλύκα της ζεστής φωνής της μάνας ; ή τη νύστα που ακόμα βαριά-βαριά κρατούσε κλειστά τα μάτια τους ; το στρώμα το ζεστό, που τώρα τους χάιδευε και τους τραβούσε σαν δυνατός μαγνήτης ή να σκε-φτούν το κρύο που έγινε εδώ και ώρα δυνατό στο δωμάτιο ;

Σκληρή η στιγμή, μα κι η ανάγκη μεγάλη. Το καθήκον για το Σχολείο, ιερό. Η σκέψη βέβαια, σαν κάθε πρωί αστραπιαία πέρασε, μη κι είναι πάλι Κυριακή ή άλλη γιορτή μεγάλη.

Η αλήθεια όμως ψυχρή και τα πόδια μας πάτησαν ήδη στις κρύες παν-τόφλες. Ο εγωισμός προστάζει να σταθούμε κι εμείς στο ύψος μας, τ΄ αντρίκιο. Αν κι η ψυχή μας ήξερε τι σθένος παραδώσαμε και τούτο το πρωί, όμως τώρα πρέπει να δείξουμε ότι ξυπνήσαμε κι αντέχουμε. Και είμαστε δυνατοί και έτοιμοι. Είμαστε πια υπεύθυνοι κι όχι παιδιά στη κούνια. Για να χαρούν οι γονείς. Η μέρα η καινούργια ν΄ αρχίσει με χαρά και με ζωντάνια. Ετσι να ΄ρθει και το γούρι το καλότυχο.

Το Σχολείο στην οικογένεια είναι η πρώτη έγνοια. Και μη σκεφτείς, να σκεφτείς ανάποδα κι αρνητικά. Τα επιχειρήματα έτοιμα. Όλα θα πέσουν σαν τις ομοβροντίες των κανονιών στ΄ αυτιά μας και πάλι. Κι ο μπαμπάς κι η μάνα τα ίδια θα πουν. Ο ένας θ΄αρχίζει κι ο άλλος θα τελειώνει. Αυτά που μας είπαν και μιάν άλλη φορά, σ΄ ένα άλλο ξύπνημα προχθές. Σαν τόλμησα να πω, πως όρεξη δεν είχα για Σχολείο. Σαν προσβολή στα πρόσωπά τους, και προσβολή στον ίδιο μας τον εαυτό. Προσβολή κι ασέβεια ακόμη στον ίδιο το Θεό. Τέτοια διάσταση θα έπαιρνε μια τέτοια άρνηση. Ούτε βέβαια πολλά περιθώρια για τέτοια κουβέντα θα είχαμε. Και ούτε διάθεση για κατανόηση ή αναγνώριση της δικιάς μας της πρότασης ή της επιθυμίας. Όλα τέλειωναν μ΄ ένα……, ετοιμαστείτε γρήγορα.

Τότε μέσα στο δικό μας μουρμουρητό και στο εντελώς χαμηλόφωνο γκρι-νιάρικο παραμιλητό, σε λίγο ήμασταν έτοιμοι. Πανέτοιμοι. Οι τσάντες στα χέρια, οι κουκούλες σφιχτοδεμένες στα κεφάλια και γρήγορα μπροστά μας η πρώτη ανη-φόρα, η ανηφόρα του μπάρμπα Δήμου του Μυλωνά. Στο δρόμο γρήγορα–γρήγορα και βιαστικά πότε χουχουλιάζαμε τα χέρια για να ζεσταθούν και πότε κλεφτο-κοιταζόμασταν και μουρμουρίζαμε ακόμη. Σαν συναντούσαμε όμως τα πρώτα παιδιά και τους συμμαθητές μας, που κι αυτά αναμφίβολα ήταν ισότιμα θύματα αυτής της πρωινής ανάγκης, τα ξεχνούσαμε όλα. Και τα θέματα άλλαζαν πολλά κι ανακατεμένα ώσπου να φτάσουμε στο Σχολειό.

ΑΑ: σταθερά βόρειος (08-05-2010)