Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Ο Διονύσης μας με το σύνδρομο της Στοκχόλμης



ΝιόνιοςΤου Δημήτρη Γιαννακόπουλου

Υπάρχουν κάτι τύποι, τις μελωδίες των οποίων τραγουδήσαμε, που συμπάσχουν μονίμως με τους καταλληλότερους που μας κυβερνούν. Μην τους παρεξηγείτε, δεν το κάνουν επειδή είναι πονηρά ανθρωπάκια, τα οποία θέλουν να τα έχουν καλά με τους κυβερνήτες για να εξυπηρετούν ανετότερα το μικροσυμφέρον τους, αλλά επειδή πάσχουν από το «σύνδρομο της Στοκχόλμης». Είναι δηλαδή … άρρωστοι οι άνθρωποι!

Ο όρος «σύνδρομο της Στοκχόλμης» πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον σουηδό ψυχίατρο Nils Bejerot και παραπέμπει στην ψυχολογική αντίδραση που παρατηρείται ....

συνήθως σε ομήρους. Με τον όρο αυτό περιγράφεται η ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία ο όμηρος αναπτύσσει και παρουσιάζει έντονα συναισθήματα πιστής υπακοής, θαυμασμού, ταύτισης ή ακόμη και «ερωτικής έλξης», απέναντι σε αυτόν που είναι υπεύθυνος για την οδυνηρή κατάστασή του κοινωνικού συνόλου στο οποίο και ο ίδιος θεωρητικά εντάσσεται.

Όμως για να εκδηλωθεί μια τέτοια αντίδραση από τον όμηρο θα πρέπει να συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις, όπως: 1) Να υπάρχει σαφής απειλή προς την ύπαρξη του ομήρου, με φυσικούς ή κοινωνικο-οικονομικούς όρους και ασφαλώς πεποίθηση ότι ο θύτης - η κυβέρνηση στην περίπτωσή μας - μπορεί να εκπληρώσει την απειλή της εξόντωσης ή της βλάβης συμφερόντων ή της πτώχευσης. 2) Να υπάρξουν μικρά δείγματα «ευγενικής» συμπεριφοράς από τον πρωθυπουργό και το περιβάλλον του προς τον συγκεκριμένο όμηρο που αργότερα θα νοσήσει. 3) Να υπάρχει σχετική απομόνωση του ατόμου που τελικά θα νοσήσει, από το σώμα των υπολοίπων ομήρων, με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους ασφαλώς. Με την έννοια να είναι καλά ταχτοποιημένο, διασυνδεδεμένο και ματσωμένο. 4) Το άτομο στο οποίο αναφερόμαστε (ασθενής) να μην μπορεί να δραπετεύσει από την δεδομένη κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Δηλαδή, να μην μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του έξω από το καθεστώς και τους μηχανισμούς του.

Το πώς εξηγείται ψυχοδυναμικά αυτό το τόσο «περίεργο» φαινόμενο είναι πραγματικά ενδιαφέρον. Το θύμα περιέρχεται σε μια ιδιαίτερη ψυχολογική φάση, κατά την οποία αυτό (ο ασθενής όμηρος) κυριαρχείται από την αίσθηση μίας διαρκούς και σοβαρής απειλής προς την καλοπέραση του και κυρίως ως προς τα προνόμια που έχει θεμελιώσει και ασκεί επί τόσα χρόνια - όντας σε μια μορφή απομόνωσης, μακριά από άλλους ανθρώπους που θα μπορούσαν να τον κάνουν να αισθανθεί ένας από αυτούς, ήτοι κωλοέλληνας.

Ειδικά στην περίπτωση που ο δράστης-κυβερνήτης δείχνει κάποια μικρά δείγματα «ευγένειας» προς τον όμηρο-ασθενή, ο τελευταίος αρπάζεται από αυτήν την θεωρούμενη ως καλή πλευρά της εξουσίας -λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι πάντα γλείφτης ήτανε - και εισχωρεί σε μία κατάσταση ασυνείδητης «αποσύνδεσης» από την φυσιολογική αντίληψη των πραγμάτων, με αποτέλεσμα να αρνείται να συνειδητοποιήσει το τι υφίσταται το κοινωνικό σύνολο που βρίσκεται υπό ομηρία, εξαιτίας των πρωτοβουλιών του πρωθυπουργού-δράστη.

Αποσκοπώντας στο να μπορέσει να εσωτερικεύσει τα πράγματα που ικανοποιούν τον δράστη-πρωθυπουργό, έτσι ώστε να εκπληρώνει τις επιθυμίες του και να εξασφαλίζει την καλοπέραση και την ιδιαίτερη μεταχείριση που έχει από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, αρχίζει να βλέπει τα πάντα από την οπτική γωνία του δράστη-πρωθυπουργού με αποτέλεσμα να υιοθετεί την δική του προοπτική και σταδιακά να ταυτίζεται πλήρως μαζί του. Κάπως έτσι η εικόνα του εαυτού του ταυτίζεται με τον τρόπο που αντανακλάται αυτή μέσα από την πολιτική ματιά του δράστη-πρωθυπουργού. Εικόνα η οποία στην περίπτωση ενήλικα, αντικαθιστά την προηγούμενη εικόνα για τον εαυτό του, ενώ σε περίπτωση ενήλικα που του επιτρέπεται να συμπεριφέρεται σαν παιδί, συχνά αποτελεί την μόνη γνωστή εικόνα για τον εαυτό του. Ο ενήλικας δηλαδή που παιδιαρίζει με την ανοχή των υπολοίπων μελών της κοινωνίας, ταυτίζεται απολύτως με τον εκάστοτε πρωθυπουργό, όχι επειδή πιστεύει ότι τον βολεύει η πολιτική του δεύτερου, αλλά διότι βλέπει τον κόσμο με τα μάτια εκείνου. Έτσι ο όμηρος-ασθενής νομίζει ότι βρίσκεται στη θέση του πρωθυπουργού μας και συμπάσχει μαζί του…για την ταλαιπωρία προφανώς που υφίσταται ο τελευταίος στην προσπάθεια του να φτωχύνει τους κωλοέλληνες.

«Το πάρτι έχει μόλις ξεκινήσει», κραύγασαν οι δύο πρώην κατάδικοι, όταν οπλισμένοι όρμησαν μέσα στην τράπεζα Sveriges Kreditbank στης 23 Αυγούστου του 1973 στη Στοκχόλμη, αιχμαλωτίζοντας τέσσερις ανθρώπους και οι τελευταίοι μετά από 180 ώρες ομηρίας πίστεψαν ότι πράγματι επρόκειτο για πάρτι! Το ίδιο πιστεύει φαίνεται και ο τραγουδοποιός μας και άρχισε να βαρά τα νταούλια του όπως και τότε με τον Μητσοτάκη, όπως τότε με τον Σημίτη, ή τον Καραμανλή.

Ζητώ συγγνώμη από την επιστήμη της ψυχολογίας για την «υπεραπλούστευση» στην παρουσίαση του φαινομένου, αλλά αν χρησιμοποιούσα την έννοια interpellation όπως την χειριζόμαστε στην πολιτική επιστήμη σύμφωνα με την προσέγγιση του Αλτουσέρ, φοβάμαι ότι θα δίναμε αξία στην στάση του τραγουδοποιού, μεγαλύτερη από αυτήν που έχει.


Φτωχέ μας Διονύση!

Διαφήμιση