Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Τα μονοπάτια της ζωής


Γράφει ο Παύλος Μπασδάρας

       Αρχές δεκαετίας του 70, τρεις φίλοι, τρία παιδιά, στις τελευταίες τάξεις του τότε Γυμνασίου, ο Βρασίδας , ο Δημήτρης και ο Νίκος.                                                                     Ο πρώτος της παρέας, ούτε δια της βίας έπιανε τη βάση του 10 στην κλίμακα του 20,αυτό άλλωστε φρόντιζε να το επιβεβαιώνει με συνέπεια, μένοντας κάθε χρόνο ανεξεταστέος, ο κατά τα άλλα καλοκάγαθος και συμπαθής φίλος.  Ο δεύτερος της παρέας, ένας ευσταλής και όμορφος έφηβος, άσκουσε μια ιδιαίτερη γοητεία στις μαθητριούλες με τις καταγάλανες τότε ποδιές, χωρίς να το επιδιώκει, σ΄αυτόν με επιείκεια θα έδινες το 14.  Το  18 ανήκε αναμφίβολα στον τρίτο της παρέας που ήταν  παραστάτης και στην έκτη τάξη σημαιοφόρος του Γυμνασίου.                          Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου, πέραν της φιλικής, υπήρχε και μια άλλη  ιδιότυπη ανταποδοτική σχέση, όπου  ο Βρασίδας μετέφερε τα ραβασάκια των κοριτσιών στον Δημήτρη, ελλείψει γάρ κινητών τηλεφώνων  την εποχή εκείνη, αντ΄ αυτού ο Δημήτρης  και με την αρωγή του Νίκου στο μαθησιακό  κυρίως επίπεδο, βοηθούσε τον φίλο να περάσει την τάξη τον Σεπτέμβριο, φτάνοντας ακόμα οι  δυο φίλοι να παρακαλούν τους καθηγητές τους  να περάσουν τον  Βρασίδα, καθιστώντας έτσι τον φίλο τους εν δυνάμει οσφυοκάμπτη.


      Μετά το πέρας  των γυμνασιακών σπουδών, ο Βρασίδας που πήρε                 απολυτήριο τον Σεπτέμβριο,  δια της γνωστής οδού  σταθερός στις πεποιθήσεις του, εκμεταλλεύτηκε αμέσως μια προκήρυξη εξετάσεων στο Δημόσιο, πήγε  κουτσοέγραψε  και κατόπιν ανέθεσε το θέμα της επιτυχίας του σε συγγενείς και φίλους, οπότε ως δια μαγείας, βρέθηκε ο θειος της θειας που έμενε στη διπλανή πολυκατοικία με τη θεία της ανιψιάς και πριν τα Χριστούγεννα, δημόσιος υπάλληλος ο Βρασίδας. Έκτοτε σ΄ ολη του τη ζωή ο φίλος  θ΄ ακολουθούσε την ίδια πορεία, ο θειος της θειας ,η θεία της ανιψιάς και δώστου ενδιάμεσοι.                                


     Ο Δημήτρης αποτυχών στις εισαγωγικές, (ας όψονται αι γυναίκαι ) έφυγε    για σπουδές στην Αμερική , εκεί θαρρείς και άνθισε αυτό το παλικάρι, μέχρι που του φαινόταν μέτριες οι σπουδές στην Ελλάδα. Έμεινε 6 χρόνια στην Αμερική  για πανεπιστημιακές σπουδές και μεταπτυχιακό, 6 χρονιά συνεχούς μελέτης ,απέραντης μοναξιάς και λησμονιάς.  Έκλαψε με τα ξενιτεμένα του Καζαντζίδη , ξαπόστειλε τις Αμερικάνες που ήθελαν τσιγαριλίκι για να προχωρήσουν στο παρασύνθημα ,και μελαγχόλησε στη μόνιμη αμερικάνικη ερώτηση, που βρίσκεται η χώρα αυτή, όταν τους έλεγε ότι είναι από την Ελλάδα.   


    Ο Νίκος νομοτελειακά όπως άλλωστε αναμενόταν εισήχθη


στο πανεπιστήμιο. 


    Το Δημήτρη και το Νίκο, μετά την ενασχόληση τους με τις σπουδές, τους περίμενε η μητέρα πατρίδα άλλους 28 μήνες.                                                      Στο διάστημα αυτό ο Βρασίδας είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, παντρεύτηκε τη Μαίρη υπάλληλο της Ολυμπιακής και δούλευε στο Δημόσιο. Δούλευε και γκρίνιαζε η μάλλον έκανε ότι δούλευε αλλά πάντως γκρίνιαζε . Γκρίνια - μίρλα και μονίμως μέτραγε και ρώταγε. Τι μέτραγε;   Πόσα χρόνια μένουν για να βγει στη σύνταξη και τι επιδόματα δικαιούται. Τι ρώταγε; Ποιος είναι ο νέος υπουργός και ποιος τον γνωρίζει. Λες και ξόδευε τη ζωή του αυτός ο άνθρωπος να βρει  διασύνδεση, για να περάσει την υπόλοιπη ζωή. Η μόνιμη απάντηση στο τι κάνεις  ένα βαριεστημένο  «Ας τα λέμε καλά». Στη διάρκεια των συναντήσεων τους οι φίλοι Νίκος και Δημήτρης, επειδή η φιλία τους ήταν όντως πραγματική και τον πόναγαν όταν ξεφυσούσε αγχωμένα,  του πρότειναν επιχειρηματικές διεξόδους η λύσεις πρόσληψης στον ιδιωτικό τομέα, μέχρι που κατάλαβαν καλά ότι η γκρίνια και η μίρλα πήγαζαν από το DNA του Βρασίδα.  


     Ο Δημήτρης μετά την επιστροφή του από την Αμερική  και την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων,  έχοντας εφόδιο το ισχυρό μεταπτυχιακό, προσελήφθη από μεγάλη ιδιωτική εταιρεία.         Όση όμως διαπλοκή υπάρχει στο δημόσιο τομέα, άλλη τόση υπάρχει στον ιδιωτικό και δη στις μεγάλες επιχειρήσεις οικογενειοκρατία και νεποτισμός στο έπακρο.                                                                               Σχεδόν όλα τα μέλη των οικογενειών, των  γενικών και  μεγαλομετόχων,  ικανά και ανίκανα να μπερδεύονται στα πόδια του, ο άντρας της κόρης του  ενός  μεγαλομετόχου, η ανεψιά του δευτέρου, η ερωμένη του γενικού και κοντά σ΄ αυτά οι τρικλοποδιές  παλιότερων συναδέλφων, χωρίς ειδικά προσόντα, που εποφθαλμιούσαν διευθυντικά πόστα  και αντέτειναν στις καινοτομίες του Δημήτρη το γνωστό, «εμείς σπουδάσαμε στο πεζοδρόμιο». Βρήκε τα πράγματα αλλιώς απ΄ ότι περίμενε και έπρεπε να προσαρμοσθεί στην Ελληνική πραγματικότητα,  κάνοντας αρκετές φορές πράγματα πολύ διαφορετικά απ΄ αυτά  που είχε διδαχθεί. Είχε όμως πείσμα και διάθεση αυτό το παλικάρι όρμισε με δύναμη προς τα πάνω ανεβαίνοντας ένα-ένα τα σκαλιά της ιεραρχίας όλο και πιο ψηλά.


     Ο Νίκος αφού τελείωσε το πανεπιστήμιο και υπηρέτησε τη θητεία του, αρχές του 80 ρίχτηκε με ζήλο στη δουλειά ,ο νέος αυτός είχε όλα εκείνα τα χαρίσματα του δαιμόνιου Έλληνα επιχειρηματία, τα οποία αν βρουν πρόσφορο έδαφος συνεπικουρούμενα και από επιστημονική κατάρτιση αναπτύσσονται ραγδαία. Άνοιξε δική του επιχείρηση απέκτησε προσωπικό,  στάθηκε όρθιος και καμάρωσε το όνομα της επιχείρησης του στην ταμπέλα, γεμάτος  όνειρα και ελπίδες για το μέλλον, όλο ζωντάνια και θέληση για επιτυχία, προκοπή και άνοδο, γράπωσε τη ζωή και την έσφιξε. Κόπιασε, ίδρωσε, αγχώθηκε, έτρεξε πίσω από ημερομηνίες επιταγών, κρεμάστηκε από τα χείλη τραπεζιτών, έχασε λεφτά από συνεργάτες και αετονύχηδες, μπήκε αναγκαστικά στα γρανάζια ενός εχθρικού τις περισσότερες φορές συστήματος, που το ενίσχυσε με τους κόπους του. Κάθε του επιχειρηματική κίνηση και μια έμμεση χρηματοδότηση στο κράτος και να πιαναν τουλάχιστον τόπο σ΄ αυτήν την έρμη χώρα, είναι σα να τα έριχνε στον πίθο των Δαναΐδων. Ο τίτλος  του αιμοδότη γραμμένος  στο κούτελο του Νίκου,  μαζί με ον τίτλο του αιώνιου… ……….. Γύρω στα 50 του ο Νίκος, με μια λάθος επιχειρηματική κίνηση πλησίασε στο βάραθρο,  πρόλαβε όμως και με χαλύβδινη θέληση και εμπειρία, ξεκίνησε πάλι  από την αρχή ένα ταξίδι απόλυτης ανασφάλειας,  σε μια χώρα όπου «τα πάντα ρεί»  του Ηράκλειτου παραφράζονται στο  «τα πάντα γκρι».


    Να πάρει η ευχή αναστέναξε ο Νίκος καθισμένος στο γραφείο του μια ζωή σαν δέκα ζωές την έζησα και έπεσε πάλι σε σκέψεις που τις διέκοψε  ένα τηλεφώνημα του Βρασίδα , Νίκο μου παλιόφιλε με χάνεις, φεύγω για 2 χρόνια στο εξωτερικό,  διπλός μισθός κ.λ.π και επιστρέφω βγαίνοντας αμέσως στη σύνταξη, η Μερούλα μου έχει ήδη συνταξιοδοτηθεί και θα έρθει μαζί μου. Ο Δημήτρης έχει αναλάβει τη διεύθυνση της εταιρείας στο εξωτερικό και βρίσκεται ήδη στην Ιταλία. Τα είπε όλα ο Βρασίδας, με τη μια και βιαστικά, απλά ο Νίκος πρόλαβε να του ευχηθεί καλό ταξίδι .


    Με την επιστροφή του Βρασίδα, οι τρεις φίλοι ξανασμίξανε για ένα ποτηράκι στο παλιό τους στέκι .Τι  έκανες ρε μπαγάσα 2 χρόνια στο εξωτερικό τον ρώτησαν μ΄ ένα στόμα οι δυο του φίλοι. Λοιπόν φιλαράκια μου, μπορώ να σας πω ακόμα  και πως συνευρίσκονται τα μυρμήγκια. Και πως το έμαθες βρε αητέ; Ρώτησε ο Νίκος. Είχα μια τηλεόραση στο γραφείο μου και έβλεπα όλη μέρα National Geographic. Στο ηχοσύστημα ακουγόταν το λαϊκό άσμα «μες τη ζωή δρόμοι ανοίγονται πολλοί» Ποιος δρόμος; Αγραφιώτικη  γιδόστρατα του κερατά, σιγοψιθύρισε με πίκρα ασυναίσθητα ο Νίκος, τι να πω και εγώ έδραξε την ευκαιρία να γκρινιάξει ο Βρασίδας, σταμάτα ρε μη σε μπουγελώσω με το κρασί, όπως τότε που ήμασταν μικρά, τον έκραξε ο Δημήτρης, μιλάς εσύ που περπάτησες σε λεωφόρο αμερικάνικων  προδιαγραφών.


    Τα χρόνια πέρασαν, οι τρεις φίλοι γκριζάρισαν, φόρεσαν γυαλιά πρεσβυωπίας, ο Βρασίδας συνταξιούχος με τη γκρίνια του αβάσταχτη μπροστά στην οικονομική κρίση, (τώρα τουλάχιστον έχει δίκαιο, γιατί δεν ευθύνεται αυτός) ο Δημήτρης  γενικός πλέον διευθυντής εξωτερικού, περιδιαβαίνει τον περισσότερο καιρό τις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης και ο Νίκος ο αριστούχος, στην Οδύσσεια του, ρουφά την οικονομική κρίση με το κουτάλι και δεν βοηθά και η ηλικία σ΄ αυτά τα δύσκολα ταξίδια της απόλυτης ανασφάλειας.


  


Υ.Γ.


Βρασίδες υπάρχουν σε όλους τους χώρους οποιαδήποτε όμως γενίκευση είναι και ατυχής και άδικη. 








Παύλος Μπασδάρας