Μίκης Θεοδωράκης : Το όπλο της ανυπακοής
ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ
Τα αποτελέσματα από τις τελευταίες εκλογές θέτουν σοβαρά προβλήματα σε σχέση με εκείνο το ποσοστό των ψηφοφόρων που νομιμοποιεί μια κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα να ισχυρίζονται ότι διαθέτουν την πλειοψηφία ενός λαού και επομένως το δικαιούται να ασκούν την εξουσία.
Ηδη το γεγονός ότι οι ποικίλες αλχημείεςαπαραίτητες για να λειτουργήσει δήθεν το σύστημα- επιτρέπουν να αναδειχθούν κυβερνήσεις ουσιαστικής μειοψηφίας κάτω του 50% και να λαμβάνουν αποφάσεις και μέτρα που είναι δυνατόν ακόμη και να αντίκεινται στα συμφέροντα της πραγματικής πλειοψηφίας έχει ως αποτέλεσμα να υποσκάπτεται η ενότητα του λαού που μονάχα μια ουσιαστική πλειοψηφία μπορεί να εξασφαλίσει και επομένως η εθνική σύμπνοια που θα πρέπει να αποτελεί το ΑΛΦΑ και το ΩΜΕΓΑ τόσο για την ομαλότητα όσο και για την πρόοδο του συνόλου μιας κοινωνίας.
Τι γίνεται όμως όταν η μεγάλη αποχή και η ύπαρξη πολλών κομμάτων κατεβάζουν τον πήχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας στο ένα τρίτο του συνόλου των ψηφοφόρων; Δεν πρόκειται πλέον για ένα ποσοστό περιορισμένης μειοψηφίας όπως πριν, αλλά για ένα αποτέλεσμα μιας ελάχιστης μειοψηφίας, που επομένως είναι απαράδεκτο να μπορεί να εκπροσωπήσει το σύνολο του λαού και μάλιστα σε μια περίοδο εθνικής κρίσεως.
Από τις αλχημείες των συνταγματολόγων του ισχύοντος κοινοβουλευτικού μας συστήματος εκπέσαμε στην καρικατούρα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που επιτρέπει σε μια ασήμαντη για κοινοβουλευτικά σταθμά μειοψηφία να ασκεί την εξουσία εν ονόματι, αλλά αν το επιθυμεί και εις βάρος, της πραγματικής πλειοψηφίας του λαού.
Το γεγονός αυτό κατά τη γνώμη ενός απλού πολίτη όπως εγώ αποτελεί εκτροπή από τη δημοκρατική νομιμότητα κατά την οποία η πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία ελέγχει. Γιατί σήμερα η μεν μειοψηφία κυβερνά, η δε πλειοψηφία είναι καταδικασμένη να υφίσταται παθητικά τις αποφάσεις της.
Γεγονός που κατά τη γνώμη μου νομιμοποιεί την ανυπακοή και την καθιστά όργανο άμυνας των πολλών απέναντι σε μια έωλη και ουσιαστικά αντιδημοκρατική νομιμοποίηση των ολίγων.
Στον πρώτο γύρο των εκλογών για τον «Καλλικράτη» το ΠαΣοΚ απώλεσε ένα εκατομμύριο των ψηφοφόρων του. Αυτό σημαίνει ότι με τον α΄ ή τον β΄ τρόπο οι οπαδοί του κυβερνώντος κόμματος διαφώνησαν με την πολιτική του. Πώς καταγράφεται λοιπόν αυτή η αποδοκιμασία του κυβερνητικού προγράμματος από τους ίδιους τους οπαδούς του σε συνταγματικό επίπεδο ουσίας και όχι τύπων; Και κυρίως ποια είναι στο επίπεδο πραγματικής δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος; Και με ποιες επιπτώσεις στην πορεία της χώρας; Και με ποιο ουσιαστικό και όχι τυπικό και διάτρητο κύρος όπως τώρα θα εξακολουθεί να έχει το μονοπώλιο των αποφάσεων στη Βουλή για την ψήφιση νόμων και μέτρων χάρη στην κυβερνητική πλειοψηφία;
Πρόκειται για ένα συνταγματικό αδιέξοδο, που βαρύνει, αλλοιώνει και βλάπτει τη χρηστή διακυβέρνηση της χώρας, οδηγώντας σε μια ουσιαστική κατάχρηση εξουσίας, και μετατρέπει τη Βουλή σε ένα άλλοθι για μια κατ΄ ουσίαν δικτατορική επιβολή μιας μειοψηφίας επί της πλειοψηφίας. Με άλλα λόγια οδηγεί στην καταπάτηση της Δημοκρατίας ως συστήματος που διασφαλίζει ίσα δικαιώματα σε όλους τους πολίτες. Υποθέτω ότι μετά τη μετατροπή του πολιτεύματος από προεδρικό σε πρωθυπουργοκεντρικό ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, που είναι κατά το Σύνταγμα «ρυθμιστής του πολιτεύματος», παραμένει παθητικός.
Τι δέον γενέσθαι; Το ιδεώδες θα ήταν η ίδια η κυβέρνηση να αποκτούσε συναίσθηση της θέσης της και να αναζητούσε μέσα και έξω από τη Βουλή την ευρύτερη δυνατή συναίνεση, επιδιώκοντας οι όποιες αποφάσεις να έχουν την έγκριση της ουσιαστικής πλειοψηφίας του λαού, παύοντας να οχυρώνεται αλαζονικά σε μια συνταγματική νομιμότητα που μοιάζει με το «άδειο πουκάμισο» του Γιώργου Σεφέρη.
Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, δηλαδή ιστορικά και εθνικά ακατάλληλος να υποστηρίξει τα δικαιώματα του λαού του.
Στο μεταξύ και ώσπου η πολιτική εξουσία να επιλύσει τα προβλήματά της, εμείς η συντριπτική πλειοψηφία των ανεξάρτητων πολιτών έχουμε ηθικό, εθνικό και δημοκρατικό χρέος να θεωρούμε τις αποφάσεις αυτής της ουσιαστικής μειοψηφίας, σε μια εποχή μάλιστα που έχει παραδώσει τις τύχες της χώρας μας στους ξένους, ως ηθικά, εθνικά και δημοκρατικά παράνομες, αντιτάσσοντας το όπλο της ΑΝΥΠΑΚΟΗΣ στις ηθικά, εθνικά, δημοκρατικά και ιστορικά παράνομες αποφάσεις της.
Ανυπακοή, ατομική και συλλογική, σε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα που παίρνονται μάλιστα κατ΄ επιταγήν των ξένων επιτηρητών μας και που θίγουν, εκτός από τα συμφέροντα του Λαού και της χώρας, την προσωπική, λαϊκή και εθνική μας αξιοπρέπεια.
Στην ιστορία των δημοκρατιών η πολιτική ανυπακοή υπήρξε το μέσο μη βίαιης και διαφανούς αντίστασης του συνειδητού πολίτη απέναντι στις αποφάσεις μιας κυβέρνησης που παραβιάζει τους θεμελιώδεις κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης. Η πολιτική ανυπακοή δεν είναι μια αυθαίρετη έννοια. Είναι μια ολόκληρη θεωρία της πολιτικής επιστήμης και του Συνταγματικού Δικαίου και κεκτημένο του πολιτικού και συνταγματικού μας πολιτισμού. Ας μην ξεχνάμε την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματός μας: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων».
Ηδη το γεγονός ότι οι ποικίλες αλχημείεςαπαραίτητες για να λειτουργήσει δήθεν το σύστημα- επιτρέπουν να αναδειχθούν κυβερνήσεις ουσιαστικής μειοψηφίας κάτω του 50% και να λαμβάνουν αποφάσεις και μέτρα που είναι δυνατόν ακόμη και να αντίκεινται στα συμφέροντα της πραγματικής πλειοψηφίας έχει ως αποτέλεσμα να υποσκάπτεται η ενότητα του λαού που μονάχα μια ουσιαστική πλειοψηφία μπορεί να εξασφαλίσει και επομένως η εθνική σύμπνοια που θα πρέπει να αποτελεί το ΑΛΦΑ και το ΩΜΕΓΑ τόσο για την ομαλότητα όσο και για την πρόοδο του συνόλου μιας κοινωνίας.
Τι γίνεται όμως όταν η μεγάλη αποχή και η ύπαρξη πολλών κομμάτων κατεβάζουν τον πήχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας στο ένα τρίτο του συνόλου των ψηφοφόρων; Δεν πρόκειται πλέον για ένα ποσοστό περιορισμένης μειοψηφίας όπως πριν, αλλά για ένα αποτέλεσμα μιας ελάχιστης μειοψηφίας, που επομένως είναι απαράδεκτο να μπορεί να εκπροσωπήσει το σύνολο του λαού και μάλιστα σε μια περίοδο εθνικής κρίσεως.
Από τις αλχημείες των συνταγματολόγων του ισχύοντος κοινοβουλευτικού μας συστήματος εκπέσαμε στην καρικατούρα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που επιτρέπει σε μια ασήμαντη για κοινοβουλευτικά σταθμά μειοψηφία να ασκεί την εξουσία εν ονόματι, αλλά αν το επιθυμεί και εις βάρος, της πραγματικής πλειοψηφίας του λαού.
Το γεγονός αυτό κατά τη γνώμη ενός απλού πολίτη όπως εγώ αποτελεί εκτροπή από τη δημοκρατική νομιμότητα κατά την οποία η πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία ελέγχει. Γιατί σήμερα η μεν μειοψηφία κυβερνά, η δε πλειοψηφία είναι καταδικασμένη να υφίσταται παθητικά τις αποφάσεις της.
Γεγονός που κατά τη γνώμη μου νομιμοποιεί την ανυπακοή και την καθιστά όργανο άμυνας των πολλών απέναντι σε μια έωλη και ουσιαστικά αντιδημοκρατική νομιμοποίηση των ολίγων.
Στον πρώτο γύρο των εκλογών για τον «Καλλικράτη» το ΠαΣοΚ απώλεσε ένα εκατομμύριο των ψηφοφόρων του. Αυτό σημαίνει ότι με τον α΄ ή τον β΄ τρόπο οι οπαδοί του κυβερνώντος κόμματος διαφώνησαν με την πολιτική του. Πώς καταγράφεται λοιπόν αυτή η αποδοκιμασία του κυβερνητικού προγράμματος από τους ίδιους τους οπαδούς του σε συνταγματικό επίπεδο ουσίας και όχι τύπων; Και κυρίως ποια είναι στο επίπεδο πραγματικής δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος; Και με ποιες επιπτώσεις στην πορεία της χώρας; Και με ποιο ουσιαστικό και όχι τυπικό και διάτρητο κύρος όπως τώρα θα εξακολουθεί να έχει το μονοπώλιο των αποφάσεων στη Βουλή για την ψήφιση νόμων και μέτρων χάρη στην κυβερνητική πλειοψηφία;
Πρόκειται για ένα συνταγματικό αδιέξοδο, που βαρύνει, αλλοιώνει και βλάπτει τη χρηστή διακυβέρνηση της χώρας, οδηγώντας σε μια ουσιαστική κατάχρηση εξουσίας, και μετατρέπει τη Βουλή σε ένα άλλοθι για μια κατ΄ ουσίαν δικτατορική επιβολή μιας μειοψηφίας επί της πλειοψηφίας. Με άλλα λόγια οδηγεί στην καταπάτηση της Δημοκρατίας ως συστήματος που διασφαλίζει ίσα δικαιώματα σε όλους τους πολίτες. Υποθέτω ότι μετά τη μετατροπή του πολιτεύματος από προεδρικό σε πρωθυπουργοκεντρικό ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, που είναι κατά το Σύνταγμα «ρυθμιστής του πολιτεύματος», παραμένει παθητικός.
Τι δέον γενέσθαι; Το ιδεώδες θα ήταν η ίδια η κυβέρνηση να αποκτούσε συναίσθηση της θέσης της και να αναζητούσε μέσα και έξω από τη Βουλή την ευρύτερη δυνατή συναίνεση, επιδιώκοντας οι όποιες αποφάσεις να έχουν την έγκριση της ουσιαστικής πλειοψηφίας του λαού, παύοντας να οχυρώνεται αλαζονικά σε μια συνταγματική νομιμότητα που μοιάζει με το «άδειο πουκάμισο» του Γιώργου Σεφέρη.
Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, δηλαδή ιστορικά και εθνικά ακατάλληλος να υποστηρίξει τα δικαιώματα του λαού του.
Στο μεταξύ και ώσπου η πολιτική εξουσία να επιλύσει τα προβλήματά της, εμείς η συντριπτική πλειοψηφία των ανεξάρτητων πολιτών έχουμε ηθικό, εθνικό και δημοκρατικό χρέος να θεωρούμε τις αποφάσεις αυτής της ουσιαστικής μειοψηφίας, σε μια εποχή μάλιστα που έχει παραδώσει τις τύχες της χώρας μας στους ξένους, ως ηθικά, εθνικά και δημοκρατικά παράνομες, αντιτάσσοντας το όπλο της ΑΝΥΠΑΚΟΗΣ στις ηθικά, εθνικά, δημοκρατικά και ιστορικά παράνομες αποφάσεις της.
Ανυπακοή, ατομική και συλλογική, σε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα που παίρνονται μάλιστα κατ΄ επιταγήν των ξένων επιτηρητών μας και που θίγουν, εκτός από τα συμφέροντα του Λαού και της χώρας, την προσωπική, λαϊκή και εθνική μας αξιοπρέπεια.
Στην ιστορία των δημοκρατιών η πολιτική ανυπακοή υπήρξε το μέσο μη βίαιης και διαφανούς αντίστασης του συνειδητού πολίτη απέναντι στις αποφάσεις μιας κυβέρνησης που παραβιάζει τους θεμελιώδεις κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης. Η πολιτική ανυπακοή δεν είναι μια αυθαίρετη έννοια. Είναι μια ολόκληρη θεωρία της πολιτικής επιστήμης και του Συνταγματικού Δικαίου και κεκτημένο του πολιτικού και συνταγματικού μας πολιτισμού. Ας μην ξεχνάμε την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματός μας: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων».
ΤΟ ΒΗΜΑ