Κρίση δημοκρατίας η κρίση ευημερίας στην Ελλάδα |
Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου Τα τελευταία 50 χρόνια εκατοντάδες σημαντικές μελέτες επιχείρησαν να συνδέσουν την ευημερία με τη δημοκρατία, όχι πάντοτε επιτυχώς. Το ιδεολόγημα του Δυτικού εκσυγχρονισμού, που στηρίζεται στην παράδοση του λεγόμενου «historical institutionalism», ευαγγελίστηκε την ευημερία ως προϊόν εκδημοκρατισμού των θεσμών. Η άνοδος των νεοφιλελευθέρων μετέβαλλε την πολιτική διάσταση στην θεσμική συγκρότηση, θεωρώντας ότι η ευημερία είναι προϋπόθεση της εδραίωσης της δημοκρατίας. Σύμφωνα με τους τελευταίους η λειτουργική οργάνωση της αγοράς και ο εκμηδενισμός των ελλειμμάτων του κράτους συνεισφέρουν στη δημοκρατική εξέλιξη, όπου δεν λογίζονται ως μοναδική προϋπόθεση. Όμως και οι δύο προσεγγίσεις πάσχουν από ντετερμινισμό. Μπορούν να ορίσουν μονοδιάστατα αιτίες, ερμηνεύοντας συγκεκριμένα αποτελέσματα της συγκυρίας. Από μόνη της η δημοκρατία δεν παράγει ευημερία και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι η ευημερία οδηγεί αναπόδραστα στον εκδημοκρατισμό των θεσμών. Οι τελευταίοι δεν είναι ουδέτερο φαινόμενο, όπως δεν είναι και το κράτος, καθώς αποκρυσταλλώνουν και αντανακλούν το δυναμικό των σχέσεων εξουσίας. Είναι ο κανόνας και το μήνυμα, αλλά και η πατέντα κοινωνικοποίησης που συνδέουν τον εξουσιαστή με τον εξουσιαζόμενο. Δίχως την συμμόρφωση (ανοχή) του εξουσιαζόμενου δεν λειτουργούν οι θεσμοί. Πέραν αυτού, αν ο πολίτης δεν εσωτερικεύει τους θεσμούς ως «κοινή λογική» ο εξαναγκασμός στις δημοκρατίες δεν λειτουργεί αναπαραγωγικά για το καθεστώς και το κράτος εμφανίζεται αδύναμο, ενώ η πολιτική τάξη ανίσχυρη. Προκύπτει, δηλαδή, κρίση πολιτικής νομιμοποίησης. Καθεστωτική κρίση, αν προτιμάτε, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα. Στις περιπτώσεις αυτές τα καθεστώτα αναζητούν λύση (σωσίβιο) μέσω της οικονομίας. Εμφανίζουν την θεσμική δυσλειτουργία ως δημοσιονομική και ευρύτερα οικονομική κρίση, υποσχόμενα ότι η δημοκρατική διαταραχή θα αποκατασταθεί αν εφαρμοστεί επιτυχώς μια οικονομική θεραπεία. Αν δηλαδή, όπως στη δική μας περίπτωση, σταθεροποιηθεί η οικονομία και εκμηδενιστούν τα ελλείμματα με παράλληλη εσωτερική υποτίμηση, τότε αυτόματα θα έχει ικανοποιηθεί και το δημοκρατικό αίτημα, υπαινίσσονται. Από εκεί και έπειτα η θεσμοί θα μπορούσαν να εκδημοκρατιστούν βαθύτερα και η κοινωνία να περάσει με σταθερό βηματισμό στην αναδιοργάνωση, που θα υπηρετεί τον τελικό στόχο, την ευημερία. Δηλαδή, η ευημερία, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη που διακονεί το καθεστώς, επιτυγχάνεται δια της καταστροφής του κράτους ευημερίας που θεμελιωνόταν στη βάση μιας θεσμικής οργάνωσης που προδήλως δεν εξυπηρετεί πλέον το καθεστώς. Δεν είναι λειτουργική, όχι αποκλειστικά στο πλαίσιο της κερδοφορίας, αλλά κυρίως σε εκείνο της ηγεμονικής ρύθμισης της κατανομής του παραγόμενου πλούτου. Έτσι η Ελλάδα εμφανίζεται να πάσχει σοβαρά ως προς την θεσμική λειτουργία, η οποία οδηγεί σε οικονομική καταστροφή: δημοσιονομικό αδιέξοδο και κρίση δανεισμού. Αν η κυβέρνηση με την αρωγή του ΔΝΤ πετύχει να αναδιατάξει την θεσμική οργάνωση, φτωχαίνοντας παράλληλα την κοινωνία, ώστε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας να αντιστοιχεί στο μέσο κατά κεφαλή εισόδημα (αυθαίρετη προσέγγιση) , τότε και μόνον τότε θα μπορούσε να αναστραφεί η πορεία και να περάσουμε στην ανάπτυξη, μοιάζει να υποστηρίζουν. Μπερδευτήκατε; Αν ναι, δεν φταίω εγώ, αλλά εκείνοι που έχουν κάνει «σαλάτα» τον «historical institutionalism» με τον νεοφιλελευθερισμό. Είναι η συνταγή του ΔΝΤ την οποία ακολουθεί η κυβέρνηση, που έχει καταντήσει φαρσοκωμωδία και την ευημερία και τη δημοκρατία. Μα, αφού χρωστάμε, ίσως αντιτάξουν κάποιοι, πώς έχουμε το δικαίωμα να μιλούμε για ευημερία και δημοκρατία; Αφού δεν μας δανείζουνε οι αγορές, πώς να το κάνουμε, λένε οι λογής-λογής απολογητές του καθεστώτος! Οι κρίσεις δανεισμού είναι το πλέον χυδαίο πολιτικό κόλπο για να νομιμοποιήσεις μια ριζική, θεσμική μεταβολή. Να κάνεις δηλαδή μεταπολίτευση, δίχως να το δηλώσεις και δίχως να το εγκρίνει το εκλογικό σώμα. Αυτό κάνει σήμερα ο Γιώργος Παπανδρέου, ύπουλα και εκβιαστικά. Ακολούθησε μια στρατηγική που προκάλεσε εσκεμμένα κρίση δανεισμού. Αυτή η στρατηγική εξυπηρέτησε παράλληλα την παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική ελίτ και το καθεστώς στη χώρα, το οποίο βρισκόταν σε αδιέξοδο γενικότερης στρατηγικής και σε κατάσταση ανάγκης υπό την απειλή της φούσκας του ιδιωτικού χρέους, σε συνδυασμό με την αδυναμία του κράτους να το τροφοδοτεί με φτηνό χρήμα ή ακόμη και «τζάμπα χρήμα». Μην απορείτε, λοιπόν, γιατί η κυβέρνηση δεν κατέφυγε σε εσωτερικό δανεισμό ή σε άλλες μορφές εξωτερικού δανεισμού, ή σε αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους πριν αναζητήσει εκβιαστικά από την ΕΕ την δημιουργία του «μηχανισμού» για την Ελλάδα. Το ζήτημα ήταν άλλο. Είναι απίθανο αυτό που συμβαίνει σήμερα, ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας να απασχολείται με τα επιμέρους, συγκυριακά αποτελέσματα της κρίσης και όχι με την αιτιότητά της ή τον μηχανισμό που την συγκροτεί ως τέτοια. Η κυβέρνηση αγωνίζεται να καλύψει την τρύπα του ιδιωτικού χρέους, αναφερόμενη αποκλειστικά στο δημόσιο χρέος, την ώρα που οι τράπεζες αδειάζουν από καταθέσεις και τα ευρώ φτερουγίζουν στο εξωτερικό (ίσως και 50δις να αποδήμησαν αυτή την περίοδο)! Είναι πολυσύνθετη η ελληνική κρίση, όπως και να το δεις και δεν σχετίζεται απλώς με τη διαφθορά και τη διαπλοκή ή το πελατειακό κράτος σε οικονομικό επίπεδο. Σχετίζεται όμως και με τα τρία σε θεσμικό. Η κυβέρνηση του καθεστώτος και οι πολιτικοί της σύμμαχοι επιχειρούν εναγωνίως να σώσουν τους διεφθαρμένους και τους διαπλεκόμενους, με κάθε κόστος για τα δύο-τρίτα της κοινωνίας. Αυτό επιθυμούν και οι εξωτερικοί παράγοντες που εμπλέκονται στην κρίση για το δικό τους συμφέρον, ασφαλώς, καθώς μόνον εάν η χρηματοπιστωτική κρίση αντιμετωπισθεί με δημοσιονομικά μέσα εντός της ευρωζώνης θα ξεπλυθούν τα μολυσμένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που συσσωρεύτηκαν στις ευρωπαϊκές τράπεζες και άλλους θεσμικούς λεγόμενους επενδυτές και θα καλυφθεί η τρύπα που δημιουργήθηκε από το «άπληστο άνοιγμα» των τραπεζιτών και των χρηματιστών. Τούτο φανερώνει ευρύτερα την θεσμική φύση της κρίσης που βρίσκεται στη ρίζα του οικονομικού προβλήματος. Και αυτό βέβαια είναι ζήτημα κατεξοχήν πολιτικό, που επηρεάζει τη δημοκρατία με διαφορετικό τρόπο από χώρα σε χώρα. Σήμερα βιώνουμε μια θεμελιώδη κρίση της δημοκρατίας στη χώρα μας η οποία αποκρυσταλλώνεται αποκλειστικά ως κρίση ευημερίας, ενώ στην ουσία αποτελεί κρίση του δημοκρατικού προτύπου. Παρότι δεν υπάρχει άμεσος συσχετισμός της δημοκρατίας με την ευημερία, ο γράφων δέχεται ότι υφίσταται μια παράλληλη αλληλόδραση των δύο. Ούτε η δημοκρατία αποσκοπεί στην ευημερία, ούτε η ευημερία οδηγεί στην θεμελίωση της δημοκρατίας. Όμως η παράλληλη ανάπτυξη του εκδημοκρατισμού, με την πολιτισμική και θεσμική έννοια, και του κράτους πρόνοιας προσθέτει ποιοτικά χαρακτηριστικά στην οικονομία, που εν τέλει ενισχύουν την αίσθηση της ευημερίας των κοινωνιών, όχι ασφαλώς στο στενό πλαίσιο του καταναλωτισμού ή της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, αλλά με την έννοια της ποιότητας ζωής. Σημασία δεν έχει πόσα αγαθά μπορούμε να οικειοποιηθούμε, αλλά πόσα και πώς θα απολαύσουμε. Η απόλαυση με αυτή την έννοια σχετίζεται άμεσα με την ισότητα και τον σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον: την «παρεμβολή» της δημοκρατίας και της βιοηθικής στην ευημερία και την ελευθερία. Με άλλα λόγια η σύμπραξη δημοκρατίας, βιοοικονομίας και βιοηθικής, είναι ικανή να ορίσει έτσι την ανάγκη (τις ανάγκες), ώστε να υπάρξει καθολική ικανοποίηση της κοινωνίας με τις μικρότερες δυνατές διαφορές μεταξύ των επιμέρους ομάδων του πληθυσμού. Το καθεστώς σήμερα διαταράσσει σοβαρά τον παράγοντα ισότητα στην Ελληνική κοινωνία, μέσω της θεσμικής απορρύθμισης. Διαμορφώνεται ένα μεγάλο σκαλοπάτι μεταξύ των δύο-τρίτων της κοινωνίας και του υπολοίπου ενός-τρίτου. Αυτό προκαλεί ένα τεράστιο δημοκρατικό «έλλειμμα» που θα οδηγήσει σε περαιτέρω εξασθένιση της δημοκρατικής λειτουργίας στην χώρα. Με τη σειρά της αυτή η δημοκρατική διαταραχή, θα προκαλέσει κοινωνικο-ψυχολογικές αντιδράσεις, οι οποίες θα ενισχύσουν, αντί τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, τον αριστερισμό και τον νεο-φασισμό: τον αριστερό και κυρίως τον δεξιό εξτρεμισμό. Μόνον εάν συνειδητοποιήσουμε ότι η συνταγή του ΔΝΤ δυναμιτίζει περισσότερο από την ευημερία, τη δημοκρατία στη χώρα μας, θα πετύχουμε να πολιτικοποιήσουμε διαφορετικά, μη-οικονομιστικά την κρίση, ώστε να επιδιώξουμε την εκπόνηση μιας στρατηγικής, εναλλακτικής ηγεμονίας των προοδευτικών, μη-νεοφιλελεύθερων δυνάμεων. Τότε δεν θα διαδηλώναμε αποκλειστικά για τα μέτρα της κυβέρνησης, αλλά και για την ανάγκη σχηματισμού μιας διαφορετικής κυβέρνησης. Όλα, για τους προοδευτικούς πολίτες, θα έπρεπε να είναι ζήτημα πολιτικοποίησης της ανάγκης και όχι ιδιοτελούς εκμετάλλευσης της ανάγκης όπως την διαμορφώνει το καθεστώς με όρους οικονομισμού. Προσοχή, διότι η «κατάρα» της ανεργίας και του εξευτελισμού των εργαζομένων, αλλά και των μικροεπιχειρηματιών, συνήθως δεν ευνοεί την αριστερά. Πόσο μάλλον την ημεδαπή αριστερά που έχει σε μεγάλο βαθμό ενσωματωθεί στο καθεστώς της πατρωνίας, ως κομματική μορφή. Προσοχή, διότι η δημοκρατία απειλείται στη χώρα μας, πιο πολύ από την περίοδο πριν από τη χούντα. Και ετούτη τη φορά η απειλή δεν προέρχεται από στρατηγούς και συνταγματάρχες, αλλά από στρατικοποιημένες πολιτικές αντιλήψεις, οι οποίες θα επαγγέλλονται την ευημερία με δήθεν προσωρινό αντάλλαγμα τη δημοκρατία. Σήμερα διερχόμαστε την πρώτη φάση, όπου η κολοβή δημοκρατία του 1974 συκοφαντείται εξ αιτίας της οικονομικής κατάληξης του μεταπολιτευτικού εγχειρήματος. Είναι σαν να φταίει αυτή γιατί δεν υπήρξε ποτέ πραγματική, αστική δημοκρατία στο τόπο μας. Εκείνοι που φρόντισαν να διαμορφώσουν ένα δημοκρατικοφανές πολίτευμα σε ένα κατεξοχήν πελατειακό κράτος, είναι αυτοί που συνέδεσαν οργανικά την καταναλωτική ευημερία με τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Και ασφαλώς αναγνωρίζονται κυρίως στο πρόσωπο του δικομματισμού. Σήμερα είναι οι ίδιοι που ζητούν κατανόηση για την φτωχοποίηση, ώστε με νέους, νεοφιλελευθέρους αυτή τη φορά, θεσμούς να επιτευχθεί ευημερία που θα συμβάλει δυνητικά στην ισότητα μεταξύ των φτωχών και λιγότερο φτωχών και στην ισότητα μεταξύ των εύπορων. Άλλη θα είναι η «δημοκρατία» των δύο-τρίτων και άλλη εκείνη του ενός-τρίτου που θα ασκεί την εξουσία. Μα, στην πραγματικότητα αυτό πλέον δεν συμβαίνει άτυπα και σήμερα, ίσως ρωτήσεις φίλε αναγνώστη. Ναι, σε κάποιο βαθμό, αλλά αυτό πρέπει να γενικευτεί και να λάβει επιπλέον θεσμικά νομιμοποιημένη μορφή, ώστε να συμβάλει στην αναπαραγωγή του καθεστώτος, με διασφάλιση της ηγεμονίας του και των κερδών του. Προς τα εκεί βαδίζουμε, αν δεν αντιδράσουμε αμέσως και οργανωμένα όλοι μαζί: λαός και προοδευτικές, μη-νεοφιλελεύθερες δυνάμεις. Οι πιστοί πελάτες των καθεστωτικών κομμάτων δύσκολα θα κινητοποιηθούν, διότι θέλουν να πιστεύουν ότι η νέα θεσμική συγκρότηση θα συνεχίσει να επιτρέπει τον παρασιτισμό τους στο σύστημα. Δεν θέλω να τους απογοητεύσω, αλλά μάλλον θα περιοριστεί πολύ η δυνατότητα αυτή στο άμεσο μέλλον. Τα προνόμια πλέον θα ανήκουν αποκλειστικά στους διαχειριστές της ευημερίας (πολιτική τάξη: πολιτικοί, μεγαλοεπιχειρηματίες, τραπεζίτες και ΜΜΕ ) και όχι στους πιστούς πελάτες τους. Οι νέοι θεσμοί σηκώνουν φράγμα μεταξύ των μαζών και της ελίτ, ορίζοντας ταυτόχρονα ποιοι είναι μάζα και ποιοι ελίτ. Ο καθένας στο βαγόνι του! Το Τέλος της Ιστορίας αρχίζει από εκεί που ξεκίνησε η Ιστορία. Στο χέρι μας είναι να μην αφήσουμε να κλείσει ο κύκλος. Είναι όμως και στο μυαλό μας; |