Πολιτικός Ἐπιστήμων
Μπορεῖ ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός νά ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του καί νά ἐκδηλώνει ἕναν ὑγιῆ καί ἀφανάτιστο πατριωτισμό ἤ μήπως αὐτό ἀντιστρατεύεται τόν παναθρώπινο χαρακτῆρα τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας; Οἱ Ἅγιοι καί οἱ Πατέρες πού διαμόρφωσαν τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση μᾶς ἀπαντοῦν: Ναί, εἶναι φυσιολογική ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, ἀρκεῖ νά μήν ὁδηγεῖ σέ μίσος πρός ἄλλος λαούς. Πολύ ὄμορφα περιγράφει αὐτό τό συναίσθημα ὁ Γέρων Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ὅταν γράφει: «Ἡ πατρίδα εἶναι μία μεγάλη οἰκογένεια». Ὅπως δηλαδή εἶναι φυσιολογικό νά ἀγαπᾶ ὁ Χριστιανός τήν οἰκογένειά του, ἔτσι ἄδολα καί χωρίς μισαλλοδοξία δικαιοῦται νά μεριμνᾶ γιά τό καλό τοῦ τόπου του, τοῦ ἔθνους του, τοῦ πολιτισμοῦ του. Ὁ ἴδιος ὁ Γέρων Παῒσιος δίδασκε σέ ὅσους τόν ρωτοῦσαν γιά τό Μακεδονικό ζήτημα ὅτι πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν προστασία τοῦ ὀνόματος τῆς Μακεδονίας, ἀρκεῖ νά μή γίνει αὐτός ὁ ἀγώνας ἡ μοναδική μας ἐνασχόληση καί μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν πνευματικό ἀγῶνα γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας (1).
Μελετῶντας τά κείμενα τῶν Πατέρων, τῶν Μαρτύρων καί τῶν Ὑμνογράφων παρατηροῦμε ὅτι ἡ Οἰκουμενική διάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας συνυπάρχει ἁρμονικά μέ τήν τοπικότητα καί τόν ὑγιῆ πατριωτισμνό. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία αὐτά τά δύο στοιχεῖα δέν θεωροῦνται ἀσυμβίβαστα ἤ ἀντικρουόμενα. Θυμίζω ὁρισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐσεμνύνετο γιά τήν καταγωγή τῆς μητέρας του ἀπό ἀρχαῖα ἑλληνικά καί φημισμένα γένη. Τοῦτο ἀναφέρει καί ὁ πνευματικός ἀδελφός του Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν Ἐπιτάφιο πρός τόν Μέγα Βασίλειο. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως ὁ Ἱεράρχης τῆς Καισαρείας δεχόταν στά φιλανθρωπικά Ἱδρύματα τῆς Βασιλειάδος κάθε ταλαίπωρο ἄνθρωπο ἀσχέτως φυλῆς ἤ καταγωγῆς. Ἡ αἴσθηση ἑλληνικῆς ταυτότητος πού τόν διακατεῖχε δέν τόν ἐμπόδιζε νά ἀποδεικνύει ἐμπράκτως τήν οἰκουμενικότητα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλήτης τιμᾶται ἀπό τήν Οἱκουμενική Ὀρθοδοξία στήν Ἑλλάδα, στά Βαλκάνια, στή Ρωσία, στούς ἀραβοφώνους Ρωμηούς (Ρούμ Ὀρτοντόξ) καί ἀλλοῦ, ὅπως ἄλλωστε ἀναφέρει καί τό ἀπολυτίκιό του πού τόν ἀποκαλεῖ «ὑπέρμαχον τῆς Οἰκουμένης». Ὅμως διεκρίθη κατά τήν μακραίωνα ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης γιά τά πατριωτικά καί πολιουχικά θαύματά του. Ἐξεδίωκε βαρβάρους εἰσβολεῖς ἐπί Βυζαντίου (Ρωμανίας) καί ὑμνεῖται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ὑμνογραφία γι’αὐτές τίς σωτήριες παρεμβάσεις του. Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος τόν ὑμνεῖ ὡς τόν μέγαν φρουρόν Θεσσαλονίκης, ἐνῶ ἄλλοι ὕμνοι τόν ἀποοκαλοῦν «σωσίπατριν», «σωσίπολιν» κ.λπ.(2). Καί οἰκουμενικός ὁ Ἅγιος καί ὑπέρμαχος τῆς πατρίδος, ὅταν ἐκείνη κινδυνεύει.
Τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ὁ κατ’ἐξοχήν χῶρος ὅπου ἐκφράζεται, πραγματώνεται καί τιμᾶται ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὀρθόδοξοι Μοναχοί ἀπό ὅλη τήν Ὑφήλιο καί ὄχι μόνον Ἕλληνες ὑμνοῦν ἑνωμένοι τόν Χριστό, τήν παναγία καί τούς Ἁγίους, ἐνῶ ἀνεμπόδιστα λειτουργοῦν μία Μονή Ρωσόφωνη, μία Σερβόφωνη καί μία Βουλγαρόφωνη καθώς καί μία σκήτη Ρουμανόφωνη. Ἀξίζει, λοιπόν, νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ ἱδρυτής τοῦ πρώτου ὀργανωμένου κοινοβίου ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, κτήτωρ τῆς Μεγίστης Λάυρας (963 μ. Χ.) . Δύο χρόνια πρίν ἀπό τήν θεμελίωση τοῦ ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ -πού ἔγινε μέ θαυματουργικές ἐμφανίσεις τῆς Θεοτόκου- ὁ Ἀθανάσιος εὑρίσκετο στόν Χάνδακα (Ἡράκλειο) τῆς Κρήτης καί προσηύχετο ὑπέρ τοῦ Βυζαντινοῦ Στρατηγοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ γιά νά ἐκδιωχθοῦν οἱ Μουσουλμάνοι Σαρακηνοί καί νά ἐλευθερωθεῖ ἡ Μεγαλόνησος. Ὁ Φωκᾶς μετά ἀπό τήν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τῆς ἐκστρατείας ἐστέφθη αὐτοκράτωρ στήν Κωνσταντινούπολη καί χρηματοδότησε τήν ἵδρυση τῆς Μεγίστης Λαύρας μέ χρήματα πού προῆλθαν ἀπό τά λάφυρα τῆς Κρήτης. Ἡ πατριωτική στάση τοῦ Ἀγίου Ἀθανασίου ὑπέρ τῆς Ρωμανίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ βοήθησε τήν ἵδρυση ἑνός καθαγιασμένου χώρου καί τρόπου πανορθοδόξου λατρείας καί ἀσκήσεως (3).
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Φωτιστής τῶν Σκλάβων, καλλιεργοῦσε τήν ἀγάπη γιά τήν ἑλληνική παιδεία καί τήν ἑλληνική γλῶσσα. Κήρυττε ὅτι πρέπει ὅλοιι νά μιλοῦν στό σπίτι τους μόνον τά ἑλληνικά καί ὄχι τούρκικα, ἀρβανίτικά ἤ ἄλλες διαλέκτους. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι γιά ὅποιον σταματήσει νά μιλᾶ ξένες διαλέκτους ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος θά πάρει ἐπάνω του ὅλες τίς ἀμαρτίες ὡς καλός πνευματικός(4). Παραλλήλως,ὅπως εἶναι φυσικό, ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου εἶχε στοιχεῖα πανανθρώπινα καί οἰκουμενικά, ὅπως οἰ προτροπές του ὑπέρ τῶν δικαιωμάτων τῶν ἀθιγγάνων ( γύπτους τούς ἀποκαλεῖ), τῶν πτωχῶν, τῶν γυναικῶν καί τῶν ἀδικουμένων.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ πολυγραφότατος ἐκκλησιαστικός Πατήρ τοῦ 18ου αἰῶνος, ἔγραψε μεταξύ πολλῶν ἄλλων συγγραμμάτων τό «Νέον Μαρτυρολόγιον». Ἐκεῖ καταγράφει 87 βίους καί μαρτύρια Ἑλλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ρώσων καί ἄλλων Ὀρθοδόξων ὑπέρ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐθνολογική προέλευση τῶν βιογραφουμένων καταδεικνύει τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Νάξιος διδάσκαλος τοῦ Γένους δέν γράφει μόνον γιά Ἕλληνες Νεομάρτυρες. Ταυτοχρόνως δέ στήν Ἀκολουθία τῶν Νεομαρτύρων πού συνέθεσε καθώς και στήν Ἀκολουθία γιά τόν Μάρτυρα Θεόδωρο τόν Βυζάντιο ξεδιπλώνει τίς πτυχές τοῦ ἀγνοῦ πατριωτισμοῦ του καί μάλιστα μέ τρόπο τολμηρό ὑπό συνθῆκες Τουρκοκρατίας. Γράφει χαρακτηριστικά στήν «Ἀκολυθία τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντιέως (+1795): «Χαίρει καί σκιρτᾶ Κωνσταντινούπολις...., ἥν περιέπεις (φυλάττεις καί σώζεις) ἄνωθεν, τό δ’ἐν αὐτῇ ἀσεβές ἐκδιώξεις ἔθνος» (=εἴθε Χριστέ μου νά ἐκδιώξεις τό τουρκικό ἔθνος (5).
Τό δίλημμα εἶναι τεχνητό, λοιπόν. Ὅποιος διαβάζει τούς Ἁγίους καί τούς θεοπνεύστους Πατέρες μας γνωρίζει πολύ καλά ὅτι οἰκουμενικότητα καί ἁγνός πατριωτισμός ἐνυπάρχουν καί συνυπάρχουν στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί Γραμματεία. Μέ ἁπλά λόγια αὐτή τήν ἀλήθεια ἐξέφρασε ὁ ἁγιογράφος καί λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου ὅταν ἔγραφε ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ἡ Χριστιανική Ἑλλάδα, ἡ πονεμένη Ἑλλάδα. Εἶναι πονεμένος Ὀρθόδοξος Ἕλληνας, γι’αὐτό σέβεται κάθε ἄνθρωπο καί κάθε λαό, ἀπαιτεῖ ὅμως καί οἱ ἄλλοι νά σέβονται τήν πατρίδα μας καί τήν Ἱστορία μας.
Μελετῶντας τά κείμενα τῶν Πατέρων, τῶν Μαρτύρων καί τῶν Ὑμνογράφων παρατηροῦμε ὅτι ἡ Οἰκουμενική διάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας συνυπάρχει ἁρμονικά μέ τήν τοπικότητα καί τόν ὑγιῆ πατριωτισμνό. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία αὐτά τά δύο στοιχεῖα δέν θεωροῦνται ἀσυμβίβαστα ἤ ἀντικρουόμενα. Θυμίζω ὁρισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐσεμνύνετο γιά τήν καταγωγή τῆς μητέρας του ἀπό ἀρχαῖα ἑλληνικά καί φημισμένα γένη. Τοῦτο ἀναφέρει καί ὁ πνευματικός ἀδελφός του Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν Ἐπιτάφιο πρός τόν Μέγα Βασίλειο. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως ὁ Ἱεράρχης τῆς Καισαρείας δεχόταν στά φιλανθρωπικά Ἱδρύματα τῆς Βασιλειάδος κάθε ταλαίπωρο ἄνθρωπο ἀσχέτως φυλῆς ἤ καταγωγῆς. Ἡ αἴσθηση ἑλληνικῆς ταυτότητος πού τόν διακατεῖχε δέν τόν ἐμπόδιζε νά ἀποδεικνύει ἐμπράκτως τήν οἰκουμενικότητα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλήτης τιμᾶται ἀπό τήν Οἱκουμενική Ὀρθοδοξία στήν Ἑλλάδα, στά Βαλκάνια, στή Ρωσία, στούς ἀραβοφώνους Ρωμηούς (Ρούμ Ὀρτοντόξ) καί ἀλλοῦ, ὅπως ἄλλωστε ἀναφέρει καί τό ἀπολυτίκιό του πού τόν ἀποκαλεῖ «ὑπέρμαχον τῆς Οἰκουμένης». Ὅμως διεκρίθη κατά τήν μακραίωνα ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης γιά τά πατριωτικά καί πολιουχικά θαύματά του. Ἐξεδίωκε βαρβάρους εἰσβολεῖς ἐπί Βυζαντίου (Ρωμανίας) καί ὑμνεῖται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ὑμνογραφία γι’αὐτές τίς σωτήριες παρεμβάσεις του. Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος τόν ὑμνεῖ ὡς τόν μέγαν φρουρόν Θεσσαλονίκης, ἐνῶ ἄλλοι ὕμνοι τόν ἀποοκαλοῦν «σωσίπατριν», «σωσίπολιν» κ.λπ.(2). Καί οἰκουμενικός ὁ Ἅγιος καί ὑπέρμαχος τῆς πατρίδος, ὅταν ἐκείνη κινδυνεύει.
Τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ὁ κατ’ἐξοχήν χῶρος ὅπου ἐκφράζεται, πραγματώνεται καί τιμᾶται ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὀρθόδοξοι Μοναχοί ἀπό ὅλη τήν Ὑφήλιο καί ὄχι μόνον Ἕλληνες ὑμνοῦν ἑνωμένοι τόν Χριστό, τήν παναγία καί τούς Ἁγίους, ἐνῶ ἀνεμπόδιστα λειτουργοῦν μία Μονή Ρωσόφωνη, μία Σερβόφωνη καί μία Βουλγαρόφωνη καθώς καί μία σκήτη Ρουμανόφωνη. Ἀξίζει, λοιπόν, νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ ἱδρυτής τοῦ πρώτου ὀργανωμένου κοινοβίου ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, κτήτωρ τῆς Μεγίστης Λάυρας (963 μ. Χ.) . Δύο χρόνια πρίν ἀπό τήν θεμελίωση τοῦ ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ -πού ἔγινε μέ θαυματουργικές ἐμφανίσεις τῆς Θεοτόκου- ὁ Ἀθανάσιος εὑρίσκετο στόν Χάνδακα (Ἡράκλειο) τῆς Κρήτης καί προσηύχετο ὑπέρ τοῦ Βυζαντινοῦ Στρατηγοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ γιά νά ἐκδιωχθοῦν οἱ Μουσουλμάνοι Σαρακηνοί καί νά ἐλευθερωθεῖ ἡ Μεγαλόνησος. Ὁ Φωκᾶς μετά ἀπό τήν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τῆς ἐκστρατείας ἐστέφθη αὐτοκράτωρ στήν Κωνσταντινούπολη καί χρηματοδότησε τήν ἵδρυση τῆς Μεγίστης Λαύρας μέ χρήματα πού προῆλθαν ἀπό τά λάφυρα τῆς Κρήτης. Ἡ πατριωτική στάση τοῦ Ἀγίου Ἀθανασίου ὑπέρ τῆς Ρωμανίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ βοήθησε τήν ἵδρυση ἑνός καθαγιασμένου χώρου καί τρόπου πανορθοδόξου λατρείας καί ἀσκήσεως (3).
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Φωτιστής τῶν Σκλάβων, καλλιεργοῦσε τήν ἀγάπη γιά τήν ἑλληνική παιδεία καί τήν ἑλληνική γλῶσσα. Κήρυττε ὅτι πρέπει ὅλοιι νά μιλοῦν στό σπίτι τους μόνον τά ἑλληνικά καί ὄχι τούρκικα, ἀρβανίτικά ἤ ἄλλες διαλέκτους. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι γιά ὅποιον σταματήσει νά μιλᾶ ξένες διαλέκτους ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος θά πάρει ἐπάνω του ὅλες τίς ἀμαρτίες ὡς καλός πνευματικός(4). Παραλλήλως,ὅπως εἶναι φυσικό, ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου εἶχε στοιχεῖα πανανθρώπινα καί οἰκουμενικά, ὅπως οἰ προτροπές του ὑπέρ τῶν δικαιωμάτων τῶν ἀθιγγάνων ( γύπτους τούς ἀποκαλεῖ), τῶν πτωχῶν, τῶν γυναικῶν καί τῶν ἀδικουμένων.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ πολυγραφότατος ἐκκλησιαστικός Πατήρ τοῦ 18ου αἰῶνος, ἔγραψε μεταξύ πολλῶν ἄλλων συγγραμμάτων τό «Νέον Μαρτυρολόγιον». Ἐκεῖ καταγράφει 87 βίους καί μαρτύρια Ἑλλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ρώσων καί ἄλλων Ὀρθοδόξων ὑπέρ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐθνολογική προέλευση τῶν βιογραφουμένων καταδεικνύει τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Νάξιος διδάσκαλος τοῦ Γένους δέν γράφει μόνον γιά Ἕλληνες Νεομάρτυρες. Ταυτοχρόνως δέ στήν Ἀκολουθία τῶν Νεομαρτύρων πού συνέθεσε καθώς και στήν Ἀκολουθία γιά τόν Μάρτυρα Θεόδωρο τόν Βυζάντιο ξεδιπλώνει τίς πτυχές τοῦ ἀγνοῦ πατριωτισμοῦ του καί μάλιστα μέ τρόπο τολμηρό ὑπό συνθῆκες Τουρκοκρατίας. Γράφει χαρακτηριστικά στήν «Ἀκολυθία τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντιέως (+1795): «Χαίρει καί σκιρτᾶ Κωνσταντινούπολις...., ἥν περιέπεις (φυλάττεις καί σώζεις) ἄνωθεν, τό δ’ἐν αὐτῇ ἀσεβές ἐκδιώξεις ἔθνος» (=εἴθε Χριστέ μου νά ἐκδιώξεις τό τουρκικό ἔθνος (5).
Τό δίλημμα εἶναι τεχνητό, λοιπόν. Ὅποιος διαβάζει τούς Ἁγίους καί τούς θεοπνεύστους Πατέρες μας γνωρίζει πολύ καλά ὅτι οἰκουμενικότητα καί ἁγνός πατριωτισμός ἐνυπάρχουν καί συνυπάρχουν στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί Γραμματεία. Μέ ἁπλά λόγια αὐτή τήν ἀλήθεια ἐξέφρασε ὁ ἁγιογράφος καί λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου ὅταν ἔγραφε ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ἡ Χριστιανική Ἑλλάδα, ἡ πονεμένη Ἑλλάδα. Εἶναι πονεμένος Ὀρθόδοξος Ἕλληνας, γι’αὐτό σέβεται κάθε ἄνθρωπο καί κάθε λαό, ἀπαιτεῖ ὅμως καί οἱ ἄλλοι νά σέβονται τήν πατρίδα μας καί τήν Ἱστορία μας.