Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ομιλία του θεολόγου Δημήτρη Γάτα στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών στο 7ο Γυμνάσιο Κατερίνης




                 Σεβαστέ πατέρα,
                 αγαπητοί συνάδελφοι,                                                     
                 φίλες και φίλοι μαθητές    


Φυσάει κόντρα σε ολάκερη γη,
τ' αγρια πετούμενα δε βρίσκουν πηγή,
δεν αντέχω της βολής τη σιγή.
Και δω απ' τον τόπο που έζησα τη φυγή,
ρίχνω αλάτι στη βαθιά τους πληγή,
τάζομαι πρόσφυγας και σε καλό να μου βγει.

Με αυτούς τους στίχους καλωσόρισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος τους μαθητές
και τις μαθήτριες των σχολείων κατά την έναρξη της περσινής σχολικής χρονιάς καλώντας τους
να ''πάνε κόντρα''στην ξενοφοβία ,στον ρατσισμό ,στην μισαλλοδοξία.

Γιορτάζοντας  κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, το Μέγα Βασίλειο και το Γρηγόριο το Θεολόγο διατρέχουμε τον κίνδυνο να πάρει κι αυτή η μνήμη το δρόμο κάθε «επετείου». Να ξεφτίσει στη σκέψη μας και να πάψει να μας εμπνέει. Αποκτούν, όμως, νόημα οι γιορτές της Εκκλησίας  όταν μεταγγίζουν νόημα στη ζωή μας : όταν φωτίζουν την καθημερινότητά μας, τις σχέσεις και τις αγωνίες μας.

Ζωντανεύουμε, λοιπόν, οι ορθόδοξοι χριστιανοί τη μνήμη των τριών Μεγάλων Πατέρων συμμετέχοντας στη Θεία Λειτουργία. Σ’ αυτή την απαράμιλλη ποιητική σύνθεση και δραματουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, σε γλώσσα ελληνική , κέντρο ζωής της Εκκλησίας, μυστήριο μυστηρίων σε τόπο και χρόνο παγκόσμιο.


Φέτος θα προσπαθήσω να ξεφύγω από τον καθιερωμένο λόγο που τονίζει την (πραγματικά μεγάλη) προσφορά των τριών ιεραρχών στην παιδεία και στα γράμματα.
Φέτος θα το ''πάω αλλού'' και δεν θα το ''πάω '' εγώ ,αλλά θα αφήσω να μιλήσουν οι ίδιοι οι τρείς μεγάλοι φωστήρες της Οικουμένης.Γιατί φέτος τα πράγματα δεν πάνε καλά,οι καρδιές των ανθρώπων είναι σφιγμένες,το αύριο φαντάζει χειρότερο από το χθές,τα όνειρα των νέων συνθλίβονται μέσα από την γενικότερη πνευματική και οικονομική κρίση,και τις αποφάσεις των
ηγετών μας.

Βαθιά επαναστατικός ο λόγος και προκλητική η ζωή των Τριών Ιεραρχών για τα μέτρα και τις αξίες του πολιτισμού των ημερών μας. Αναμετρήθηκαν με τα μικρά και τα μεγάλα του ανθρώπου, έζησαν έντονα τα ανθρώπινα. Έζησαν έντονα και το Θεό. Έφθασαν την αλήθεια της ζωής στα άκρα και απέδειξαν πως «ο χριστιανισμός είναι η αλήθεια που υποφέρει».

Δεκαέξι αιώνες πέρασαν από την εποχή τους και παραμένουν επίκαιροι αφού επίκαιρα είναι πάντα «τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου»…

«Ως πότε θα είναι παντοδύναμο το χρήμα, η αγχόνη των ψυχών, το αγκίστρι του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Ως πότε θα κυβερνά ο πλούτος, η αιτία των πολέμων για τον οποίο κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη;» αναρωτιέται ο Μέγας Βασίλειος και η φωνή του ακούστηκε ξανά  πριν από λίγους μήνες  την ώρα που οι παγκόσμιοι τοκογλύφοι οδήγησαν
την χώρα μας στην θάλασσα,βάζοντάς της μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό και οδηγώντας  τον λαό μας στην φτώχεια  την ανέχεια,και την νεολαία στην αβεβαιότητα.

Ακούω και σήμερα το Χρυσόστομο να καταδικάζει με δριμύτητα την κοινωνική αδικία  τώρα που η παγκόσμια «νέα οικονομία» διευρύνει το χάσμα της ανισότητας : «… ο Θεός από την αρχή δεν έκανε τον έναν πλούσιο και τον άλλο φτωχό, αλλά έδωσε σε όλους την ίδια γη. Από πού, λοιπόν, -ρωτά- εσύ μεν έχεις τόσα και ο άλλος ούτε μια χούφτα γης ;»

Διαβάζω το Γρηγόριο το Θεολόγο και τον θαυμάζω καθώς κάνει θεολογία μιλώντας για την ατομική ιδιοκτησία : «… φτώχεια και πλούτος -μας λέει- εισβάλλουν στην ανθρωπότητα όπως οι αρρώστιες στον ανθρώπινο οργανισμό. Ο νόμος του χριστιανού είναι η ισότητα του Δημιουργού Θεού, δεν είναι ο νόμος του ισχυρού». «Γίνε στο γείτονά σου πιο πολύτιμος με την αγάπη, γίνε στο δυστυχισμένο Θεός με το να μιμείσαι την αγάπη του Θεού… Τον Χριστό να επισκεφθούμε, τον Χριστό να υπηρετήσουμε, τον Χριστό να θρέψουμε, τον Χριστό να ντύσουμε, τον Χριστό να περιμαζέψουμε, τον Χριστό να τιμήσουμε…» Προτρέπει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και δακτυλοδεικτεί σε μένα και σε σένα, όλους αυτούς, τους σωματικά και ψυχικά άστεγους. Μπορεί  να είναι οι οικονομικοί μετανάστες  που είναι κλεισμένοι στην Νομική,μπορεί να είναι Έλληνες και ξένοι (άνεργοι) εργάτες που εκλιπαρούν περιφερόμενοι για ένα μεροκάματο , μπορεί να είναι οι ταπεινωμένες γυναίκες που εκδίδονται χωρίς τη θέλησή τους, στους οίκους της συλλογικής μας ενοχής, μπορεί να είναι, τέλος, και τα παιδιά όλων αυτών που κατέλαβαν μια θέση στα θρανία των σχολειών όπου διδάσκουμε, κατέλαβαν θέση άραγε και στις καρδιές μας;

«Εσείς δεν χορταίνετε να τρώτε και να δαγκώνετε τους φτωχούς και εγώ δεν θα σταματώ να σας ελέγχω!» Με την ίδια ακριβώς παρρησία ο Χρυσόστομος θα μπορούσε και σήμερα να υπερασπίζεται από τον άμβωνα τη μνήμη των  νεκρών εργατών οι οποίοι ανασφάλιστοι και εξαθλιωμένοι καταδικάζονται  σε θάνατο φρικτό στα εργοτάξια της βιοπάλης και της κατάφωρης εκμετάλλευσης, σε εργατικά ατυχήματα.. Θυσία στο βωμό της σωτηρίας της Ελλάδας» . Του ιεράρχη, ο οποίος πούλησε ακόμη και τα αντικείμενα του  επισκοπείου του και κατάργησε τα επίσημα γεύματα για να υποστηρίξει τη φτωχολογιά της Αντιόχειας και της Κωνσταντινούπολης.

Τίμιοι καθώς ήταν με τη συνείδησή τους και συνεπείς στο εκκλησιαστικό τους χρέος οι Τρεις Ιεράρχες θα εξοργίζονταν σήμερα περισσότερο με την υποκρισία μας : όταν η κοινωνία υποκρίνεται φορώντας το «φιλάνθρωπο» προσωπείο της ,όταν οι ''μεγαλοκυρίες '' ζάμπλουτων εφοπλιστών κάνουν διάλειμμα από την άχαρη καθημερινότητά τους και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για να βοηθήσουν τους φτωχούς  και οι πανίσχυρες πολυεθνικές διαφημίζουν την «κοινωνική τους προσφορά» η πρόκληση δεν μπορεί να μένει αναπάντητη. Η ελεημοσύνη δεν μπορεί να γίνεται το άλλοθι της κοινωνικής αδικίας. «Ελεημοσύνη από αδικίες δεν γίνεται» καταγγέλλει ο Μέγας Βασίλειος, αφού «δεν μπορεί να γίνει ο Θεός συνένοχος ληστών και αρπακτών». Επιφυλακτικοί όπως και τότε σε τέτοιου είδους «δωρεές» οι Τρεις Ιεράρχες, αμφιβάλλω αν θα συμμετείχαν σήμερα σε «πλειστηριασμούς ανθρωπιάς» και σε «φιλανθρωπικές βραδιές». Γιατί, γι’ αυτούς, αληθινή αγάπη είναι πριν απ’ όλα η κατάργηση της σχέσης εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου. Και μιλούν με θάρρος και τόλμη γι όλα αυτά οι Τρεις Ιεράρχες επειδή οι ίδιοι είχαν εξαντλήσει με την ασκητική ζωή τους τα δικά τους όρια θυσίας και προσφοράς.

Αναρωτιέμαι, ταπεινά, ποιος φοβάται σήμερα μια τέτοια ζωντανή Εκκλησία; Ποιος ανησυχεί στο άκουσμα των λόγων ενός νέου Χρυσοστόμου; Ποια αυτοκράτειρα Ευδοξία και ποιος Ευτρόπιος τρέμουν ακόμη το θαρραλέο έλεγχο του ασυμβίβαστου με την αδικία και την κοινωνική διαφθορά ιεράρχη; Ποιοι θέλουν μια Εκκλησία στο περιθώριο της κοινωνικής μας ζωής; Φορέα μουσειακής συντήρησης και εθνικό μας τελετάρχη; Ποιοι θέλουν μια Εκκλησία εκκοσμικευμένη, εκσυγχρονισμένη δήθεν, συνεταίρο στη διαπλοκή των συστημάτων εξουσίας; Γνωρίζουν όλοι αυτοί, άραγε ότι η δύναμη της Εκκλησίας δεν είναι η περιουσία της, αλλά ο ίδιος ο Χριστός που παρατείνεται μέσα στους  αιώνες διαμέσου των Αγίων Του και οι οποίοι  αποτελούν  μέτρο και  κριτήριο της ζωής των χριστιανών κάθε εποχής;

Τέτοιοι υπήρξαν οι ιεράρχες που σήμερα τιμούμε: φωτεινές προσωπικότητες συμφιλιωμένες με το Θεό, τον άνθρωπο και τη φύση.
Συνδύασαν γνήσια και δυναμικά :
Τη θεωρία με την πράξη, τη σοφία των ανθρώπων με τη γνώση του Θεού, τη φιλανθρωπία με την κοινωνική δικαιοσύνη, την παρηγοριά του αδύνατου με τον έλεγχο του ισχυρού, τη λιτή ζωή με το ξόδεμα της αγάπης.
Έλαμψαν ως ασκητές και σοφοί θεολόγοι, αναδείχτηκαν ως φιλόσοφοι, αποδείχτηκαν σπουδαίοι απολογητές και ακούραστοι κοινωνικοί εργάτες, αγαπήθηκαν ως ποιμένες. Γι’ αυτό και στην Εκκλησία τους ονομάσαμε με μια  απλή λέξη που λέει  όμως πολλά Πατέρες


 Δημήτρης Γάτας
 θεολόγος
 7ο γυμνάσιο Κατερίνης
 28/1/2011