Ένα νεαρό ζευγάρι μιλά για την ζωή του και τις εμπειρίες του μέσα από τις φυλακές ανηλίκων.
του Θοδωρή Νικολάου
Ένα νεαρό ζευγάρι μιλά για την ζωή του,τις εμπειρίες του και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Κοινό χαρακτηριστικό των δύο νέων; Και οι δύο υπήρξαν τρόφιμοι φυλακών ανηλίκων στην ηλικία των 16 ετών...
Το σωφρονιστικό μέτρο του εγκλεισμού ανηλίκων σε φυλακές μέσα από τα μάτια 2 πρώην τροφίμων, την ώρα που η Ε.Ε χαράζει νέες πολιτικές για την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας.
Το ραντεβού.
Παραμονή Χριστουγέννων. Ώρα οκτώ παρά τέταρτο το απόγευμα. Αθήνα. Παρόλο το αρνητικό κλίμα που επέφερε η οικονομική κρίση , αρκετός κόσμος είναι στους εμπορικούς δρόμους κοιτώντας τις βιτρίνες και ψωνίζοντας ότι επιτρέπει η οικονομική του κατάσταση. Στην περιοχή του Θησείου έχει οριστεί ένα ραντεβού που προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Ένα ζευγάρι, ( χρησιμοποιούνται συμβολικά τα ονόματα Γιάννης και Ελένη καθώς ο όρος της συνέντευξης ήταν να κρατήσουν την ανωνυμία τους) δέχτηκε να μιλήσει για πρώτη φορά μετά την αποφυλάκισή του από φυλακές ανηλίκων.
Συνεπείς στο ραντεβού, τους καλωσορίζω και τους ευχαριστώ για την συνέντευξη αυτή. Ευχόμενος καλά Χριστούγεννα λόγω των εορτών δέχομαι την άμεση απάντηση της Ελένης . «Πού βλέπεις τα καλά Χριστούγεννα...»? Αμέσως με έβαλε στο πνεύμα το δικό της. Ένα πνεύμα που έχει χάσει την αισιοδοξία για τη ζωή.
Ο Γιάννης…
Ο Γιάννης, 22 ετών σήμερα, φοράει τζιν ξεβαμμένο, αθλητικά παπούτσια και ένα τζάκετ δυσανάλογα μεγάλο για τον ίδιο. Έχει πυκνά μαλλιά μαύρα και χλωμό πρόσωπο. Στο πρόσωπό του φαίνεται το παρελθόν με τα ναρκωτικά. «Είμαι 2 χρόνια, 3 μήνες και 9 μέρες καθαρός από κάθε εξάρτηση και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω εκεί. Είμαι καλά και στέκομαι μόνος μου, σε πείσμα των δαιμόνων που με κυνηγούν κάθε μέρα».
Παιδί από την επαρχία, από φτωχή οικογένεια ο Γιάννης γνώρισε από νωρίς το πρόσωπο της φτώχειας αλλά κυρίως της έλλειψης της οικογενειακής θαλπωρής. « Ο πατέρας πέθανε όταν ήμουν 12 ετών. Όλος μου ο κόσμος όπως τον ήξερα δεν υπήρχε πια. Η μητέρα μου προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με όλα όσα της άφησε ο πατέρας μου πίσω. Είχε ένα μικρό μίνι μάρκετ. Ταυτόχρονα προσπαθούσε να μεγαλώσει εμένα και τον αδελφό μου στο σπίτι που ήταν βουβό. Η μητέρα μου δεν μιλούσε και πολύ. Το σοκ από το χαμό του πατέρα μας ήταν μεγάλο. Δεν είχε ούτε χρόνο , ούτε διάθεση να ασχοληθεί με μας, ούτε καν με τον ίδιο της τον εαυτό.
Εγώ σε ηλικία 13 ετών σχεδόν παράτησα το σχολείο. Οι απουσίες είχαν γίνει καθημερινό φαινόμενο. Είχα αρχίσει και έβλεπα τα πάντα με άλλο μάτι».
Ένα απύθμενο γιατί και μια οργή έβγαινε από το τόνο της φωνής του Γιάννη.
«Σκληρή η μοναξιά και μόνο όποιος την έχει βιώσει μπορεί να το καταλάβει. Κανείς να μιλήσω. Με τις παρέες που είχα μπήκαμε σε επικίνδυνα μονοπάτια, αυτά των ναρκωτικών. Αυτό που πρωτοένιωσα όταν πήρα την πρώτη δόση ήταν ένα κύμα ζεστασιάς και αγαλλίασης, κάτι που, μετά από καιρό μέσα στη θλίψη ,μου φάνηκε ως λύτρωση.
Μετά ήρθε η κόλαση, η αγωνία για την επόμενη δόση. Ήμουν πλέον ένας χρήστης σε ηλικία 14 ετών, χωρίς λεφτά. Η μητέρα μου διαλύθηκε όταν το έμαθε.
Οι πρώτες δόσεις ήταν από τα λεφτά που έκλεβα από το σπίτι. Αλλά όταν αυτά τελείωσαν έπρεπε να βρώ άλλα. Ξεκίνησα από μικροκλοπές σε άλλα παιδιά και κατέληξα να κάνω το βαποράκι για να εξασφαλίσω την επόμενη δόση μου. Θυμάμαι όταν με συνέλαβαν με μικροποσότητα πάνω μου, βρισκόμουν σε κατάσταση στέρησης. Ένιωθα ότι όλοι μου οι μυς σκίζονταν μέσα και ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Δεν σταμάτησα στο κάλεσμα των αστυνομικών, έτρεξα αλλά δεν ξέφυγα. Τα πρώτα μου λόγια ήταν, σας παρακαλώ δώστε μου κάτι να σταματήσει ο πόνος.
Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστώ για όλο το διάστημα των εφηβικών μου χρόνων σε φυλακή ανηλίκων» ( Ο Γιάννης παρακαλεί να μην αναφερθεί το σωφρονιστικό ίδρυμα, από φόβο μην εκτεθεί).
Η Ελένη.
Η Ελένη, 21 χρονών σήμερα, κατάγεται από την Αλβανία. Λεπτοκαμωμένη, με ξανθά μαλλιά και βλέμμα που μαρτυράει ότι δεν εμπιστεύεται κανέναν. Φοράει μαύρο παντελόνι και κόκκινη μπλούζα. Ήρθε στη χώρα μας σε ηλικία 4 ετών με τον πατέρα της . Η μητέρα της είχε μείνει πίσω με τα 2 μικρότερα αδέλφια και όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες θα ερχόταν και αυτή. Έζησε από μικρή τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις δυσκολίες που αυτός συνεπάγεται.
« Δεν θυμάμαι ποτέ να με είπαν με το όνομά μου- όλοι έλεγαν η Αλβανίδα. Στο σχολείο, θυμάμαι ότι δεν μίλαγα με παιδιά παρά μόνο αν τύχαινε να έρθει κάποιο παιδί που καταγόταν από την Αλβανία.
Όταν έφτασα τα 14 οι μοναδικές μου παρέες ήταν παιδιά από τη Αλβανία που ήταν σε συμμορίες που λήστευαν σπίτια, αυτοκίνητα. Τα κλοπιμαία τα έκρυβαν σε έρημα παλιά σπίτια ή ακόμα και στο δικό μου σπίτι. Εγώ τους ακολουθούσα και συμμετείχα στις ληστείες γιατί ένιωθα ότι έπρεπε να είμαι σε ένα κύκλο όπου με αποδέχονταν. Κάποιες φορές ένιωθα και ένα αίσθημα χαράς όταν σκεφτόμουν ότι εκδικιόμουν αυτούς οι οποίοι με κορόιδευαν και δεν με δέχονταν για αυτό που ήμουν.
Στον πατέρα μου, όταν έλειπα, έλεγα ότι πήγαινα σε φίλες μου και κοιμόμουν. Ο πατέρας μου δούλευε από το πρωϊ μέχρι αργά το βράδυ και εγώ ήμουν εντελώς μόνη μου. Στα 15 με συνέλαβαν ένα βράδυ καθώς ήμουν σε ένα αυτοκίνητο και περίμενα την παρέα μου, που εκείνη την ώρα έκλεβαν ένα αυτοκίνητο. Στο σπίτι μου, βρήκαν κλοπιμαία και η συνέχεια ήταν …φυλακή».
Η νεανική παραβατικότητα στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Συνήγορου του Παιδιού, σήμερα κρατούνται περίπου 700 παιδιά ηλικίας 15-25 ετών για παράνομες πράξεις που τέλεσαν όταν ήταν ανήλικοι.
Στην Ελλάδα λειτουργούν πέντε φυλακές ανηλίκων. Τεσσερις για αγόρια (Αυλώνα, θεσσαλονίκη, Βόλο και Κασσαβέτεια ) και μία για κορίτσια (στον Ελαιώνα Θηβών)
Από τα τηρούμενα στοιχεία της ελληνικής αστυνομίας και μια σύντομη ανάλυση προκύπτει ότι:
α. Η συντριπτική πλειοψηφία των συλληφθέντων ανηλίκων σε όλα τα εγκλήματα είναι13-17ετών.
β. Μετά τα εγκλήματα του Κ.Ο.Κ. ακολουθούν οι κλοπές (απλές & διακεκριμένες), παραβάσεις του νόμου περί αλλοδαπών, του νόμου περί ναρκωτικών και η επαιτεία.
γ. Σε όλα τα εγκλήματα το ποσοστό των δραστών αγοριών είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό των κοριτσιών, εκτός από το έγκλημα της επαιτείας όπου τα αγόρια υπερτερούν πολύ λιγότερο ενώ τα έτη 2002 και 2003 τα ποσοστά είναι μοιρασμένα.
δ. Κλοπές. Στο έγκλημα της κλοπής το 10% περίπου των συλληφθέντων συνολικά δραστών είναι ανήλικοι. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι 13-17 ετών ενώ από τα έτη 2002 και 2003 έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των δραστών μέχρι 12 ετών.
ε. Ναρκωτικά. Οι συλληφθέντες ανήλικοι για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών είναι 13 έως 17 ετών και αποτελούν το 1% του συνόλου των συλληφθέντων.
Ο Γιάννης στη φυλακή.
Οι λέξεις βγαίνουν αβίαστα από χείλη του Γιάννη. Η όψη του παγώνει και μιλάει ψυχρά εξιστορώντας χωρίς δισταγμό τα βιώματά του στη φυλακή.
« Μην νομίζεις ότι η φυλακή είναι ένα μέρος το οποίο λειτουργεί χωρίς κανόνες. Απλά εκεί λειτουργούν άλλοι κανόνες. Όπως και έξω όλα έχουν την ιεραρχία τους. Οι παλιοί είναι αυτοί που έχουν το πάνω χέρι. Όταν πρωτομπήκα ήμουν ακόμα τοξικομανής. Αυτό σήμαινε ότι εξαρτιόμουν από τις διαθέσεις του καθενός ο οποίος θα μπορούσε μου εξασφαλίσει την επόμενη δόση μου. Και μπορώ να σου πω ότι έκανα πολλά πράγματα που ακόμα και ένας εξαρτημένος θα ντρεπόταν να πει.»
Η ερώτηση ήταν αυτόματη: Δεν έκοψες στη φυλακή αυτά τα πράγματα? Δεν υπήρχε μέριμνα για τους τοξικομανείς? Κανένας έλεγχος? Η απάντηση ήταν άμεση:
« Πλάκα κάνεις? Που ζεις? Η φυλακή είναι το καλύτερο σχολείο για τη ζωή. Σου μαθαίνει ότι όλα αγοράζονται, όλα πωλούνται και ότι όλα στηρίζονται στο δούναι και λαβείν. Και αφού με ρωτάς θα σου πω ότι δεν καθάρισα στη φυλακή. Μπορώ να σου πω για πολλά βράδια που ούρλιαζα από τους πόνους μέσα. Μπορώ να σου πω για την εκμετάλλευση που είχα από τους συγκρατούμενούς μου αλλά και τα καψόνια απο τους δεσμοφύλακες. Αλλά δεν μπορώ να σου πω ότι η φυλακή με βοήθησε να κόψω τα ναρκωτικά. Αντίθετα...
Αυτό που έκαναν τις πρώτες μέρες ήταν το καψόνι της χαρμάνας. Με άφηναν «στεγνό» να ουρλιάζω χωρίς να έρχεται κανένας να με βοηθήσει. Την άλλη μέρα τα περιπαικτικά σχόλια από τους παλιούς και τους δεσμοφύλακές μου ήταν κανόνας » ...
Ο αγώνας της αποδοχής...
Ο Γιάννης συνεχίζει την κατάσταση που συνάντησε και τα βιώματά του στη φυλακή ανηλίκων, τους αξιακούς κώδικες συμπεριφοράς, τους άγραφους κανόνες με τους οποίους λειτουργούν τα πράγματα και την στρατηγική που έπρεπε να ακολουθήσει για να έχει μια ομαλή συμβίωση με τους συγκρατούμενούς του.
« Η πιο συνηθισμένη κατάσταση που είχα να αντιμετωπίσω στην αρχή ήταν η ληστεία. Αμέσως σε «κόβουν» αν έχεις κάτι που αξίζει πάνω σου με το που μπαίνεις. Ένα ρούχο αξίας, ένα ρολόι, ένα τηλέφωνο κινητό. Όταν πρωτομπαίνεις είσαι απροστάτευτος, είσαι μόνος σου απέναντι σε όλους.
Αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι εκεί λειτουργούν άλλοι νόμοι. Ήξερα πολλές φορές ποιος το έκανε και γιατί. Αλλά ο κανόνας έλεγε ότι δεν έπρεπε να μαρτυρήσω τίποτα και σε κανέναν. Μόνο έτσι κέρδιζες πόντους, πόσο μάλλον εγώ που ήμουν ένας τοξικομανής, ο τελευταίος στην ιεραρχία. Έτσι περνούσε ο καιρός. Χαμηλό προφίλ, να κάνω τα στραβά μάτια σε όλα και σε όλους και να κάνω τις αγγαρείες όλων όσων μου ζητούσαν οι παλιοί. Με τις μέρες έμαθα ότι όλα λειτουργούν κάτω από συγκεκριμένους κανόνες για να επιβιώσεις και να περάσει ο χρόνος πιο εύκολα.
Εγώ είχα το δικό μου τρόπο μέσα στη φυλακή. Ήξερα ότι για να ανέβω στην ιεραρχία έπρεπε να δεχτώ ισχυρά χτυπήματα. Πολλές φορές μου επιτέθηκαν πριν μπω στην προστασία της ομάδα μου. Αλλά δεν μίλησα σε κανέναν. Πολλές φορές δεν έτρωγα και δεν πήγαινα να φάω για να μην δείξω ότι πόναγα αλλά κυρίως να μη φανούν τα σημάδια στο πρόσωπό μου. Και αυτό το καταλάβαιναν όλοι . Με τις μέρες με σεβάστηκαν για αυτό. Υπήρχαν άλλα παιδιά που «έσπασαν» και τα ξέρασαν όλα στους δεσμοφύλακες.Αυτοί έχασαν το σεβασμό που κέρδισα εγώ.
Τις πρώτες μέρες δεν είσαι τίποτα και πρέπει να κάνεις ότι σου πουν. Μου ζήτησαν να κάνω πράγματα που δεν θα τα έκανα ποτέ. Όπως το να συμμετέχω σε καβγά με έναν άγνωστο που δεν μου έκανε τίποτα. Το «όχι» σημαίνει ότι δεν ανήκεις στην ομάδα ενώ έχανες κάθε σεβασμό από όλους. Εμένα μου είπαν να προκαλέσω έναν παλιό που ήταν μετανάστης. Έτσι και έκανα. Την ώρα του φαγητού τον έσπρωξα και του είπα να με συναντήσει στο κελί μου. Κανείς δεν συμμετείχε και κανείς δεν παρενέβη. Όρμηξα πάνω του και έκανα ότι μπορούσα. Τον νίκησα και κέρδισα την αποδοχή της ομάδας μου.
Με το καιρό όλες αυτές οι «αποστολές» μειώνονται και στο τέλος καταλήγεις να είσαι ισότιμος με τους άλλους. Κι εκεί μπορείς να πεις ότι είσαι σε ένα βαθμό ασφαλής.
Έπρεπε να μπω σε μια ομάδα. Εμένα πιο εύκολη ήταν η ομάδα από τοξικομανείς ή από άλλους που τα είχαν κόψει. Αυτοί ήξεραν τι περνούσα και αφού πέρασε η μπόρα των πρώτων εβδομάδων με πλησίασαν και με ένταξαν στην ομάδα τους. Μαζί τους έλεγα τα πάντα. Ήταν τα αδέλφια μου, οι εξομολογητές μου, η μάνα και ο πατέρας μου μαζί. Ήξεραν πρωτού μιλήσω τι μου συνέβαινε, ενώ με προστάτευαν από τους άλλους που ήθελαν να με βλάψουν».
Η αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Παρότι η ελληνική νομοθεσία δίνει τη διακριτική ευχέρεια στους Δικαστές να επιβάλλουν αναμορφωτικά ή και θεραπευτικά μέτρα, η εφαρμογή αυτών προσκρούει σε ελλείψεις υλικο-τεχνικής υποδομής, εκπαιδευμένου προσωπικού και ελλιπούς χρηματοδότησης.
Αφενός μεν οι υπηρεσίες που καλούνται να σηκώσουν το βάρος της επιμέλειας των ανηλίκων και της εφαρμογής των αναμορφωτικών μέτρων δεν έχουν τις δυνατότητες να προσφέρουν ουσιαστικό και θεραπευτικό έργο, αφετέρου δε οι συνθήκες διαβίωσης των ανηλίκων μέσα στα "αναμορφωτικά" ιδρύματα και ο τρόπος οργάνωσης αυτών δεν έχουν γίνει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, παραμένοντας στην ουσία "κλειστά" ιδρύματα.
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως η προσπάθεια για το μη εγκλεισμό παραβατικών νέων σε ιδρύματα αγωγής ή σωφρονιστικά καταστήματα δεν είναι αρκετή για τη δημιουργία επαρκών συνθηκών που θα οδηγούσαν τους νέους προς τις υπηρεσίες που έχουν ανάγκη.
Κάθε χρόνο εγκλείονται σε σωφρονιστικά καταστήματα της Ελλάδας, κατά μέσον όρο 100 ανήλικοι, κάτω των 18 ετών. Το ποσοστό των εγκλείστων νέων ανέρχεται σήμερα στο 4,4% του συνόλου των κρατουμένων (από 8% που ήταν πριν από δέκα χρόνια), αλλά παραμένει υψηλότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 1,1%, στην Αλβανία 1%, στην Ιταλία 0,7%, ενώ η Ισπανία είναι η μόνη χώρα που δεν φυλακίζει ανηλίκους!
Αντίθετα στην Ελλάδα τα όρια ηλικίας για την απόδοση ποινικών ευθυνών σε ανηλίκους παραμένουν από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη (τα 13 χρόνια, έναντι 14 και 15 που ισχύει στις περισσότερες χώρες).
Ιδιαίτερα περιορισμένες είναι οι δημόσιες δαπάνες για τις υποδομές για εκπαίδευση, αθλητισμό, αναψυχή για τους νέους, για την ανάπτυξη των κοινωνικών υπηρεσιών για την υποστήριξη οικογενειών, για την ενίσχυση των τοπικών κοινοτήτων και γενικά για τις παροχές που ενδυναμώνουν την κοινοτική συνοχή.
Σε επίπεδο Ε.Ε έχει ήδη ανοίξει κύκλος διαβουλεύσεων με στόχο την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
Με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Ιουνίου 2007 σχετικά με την παραβατικότητα ανηλίκων (2007/2011(INI)), ανοίγει η συζήτηση για το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας αλλά κυρίως θέτει ένα σαφές πλαίσιο προτάσεων , οι οποίες εμπλέκουν το σύνολο των εμπλεκομένων φορέων στις χώρες μέλη.
Κατεύθυνση του ψηφίσματος είναι η αντιμετώπιση αλλά κυρίως η πρόληψη και ο ειδικός χειρισμός που πρέπει να τυγχάνουν τα φαινόμενα της νεανικής παραβατικότητας, δημιουργώντας έναν σαφή οδηγό για το μέλλον.
Ο θεός είναι γκρι και o εαυτός μου η εκκλησία μου ...
Ο Γιάννης είναι συγκεκριμένος στην άποψη που είχε για τις συνθήκες διαβίωσης στη φυλακή ανηλίκων :
« Η κοινωνία μου, η ζωή μου, το σχολείο μου ήταν η φυλακή. Μπορεί έξω να λειτουργούν αλλιώς τα πράγματα αλλά εκεί μέσα είναι ένας άλλος κόσμος. Το κτίριο είναι αποκομμένο από κάθε ζωντανό ιστό της πραγματικής κοινωνίας. Ξεκομμένο και μακριά από κάθε σπίτι. Εκεί ο θεός έχει χρώμα γκρι. Γκρι τοίχοι, γκρι κελιά, γκρι προαύλια. Η λέξη παιχνίδι είναι απαγορευμένη. Εκεί μεγαλώνεις αλλιώς, με άλλες αρχές.
Είχαμε και σχολείο αλλά εκεί προσπαθούσαν να μας μάθουν γράμματα αντί να μας μάθουν βασικές αρχές ηθικής- ανθρωπιάς- ψυχολογικής υποστήριξης. Μας μάθαιναν πόσο κάνει 1+1 και δεν μας μάθαιναν ότι όλα στη ζωή είναι μαθηματικά...
Πήγαινα στη τάξη μόνο και μόνο για να ξεφύγω από το κελί. Αλλά που να πας? Οι δάσκαλοι ήταν μαζί με τους δεσμοφύλακες. Συμμαθητές μου ήταν όλοι αυτοί που ζούσα από το πρωί μέχρι το βράδυ
Μπορώ να σου πω ότι από την συμπεριφορά των δεσμοφυλάκων έμαθα περισσότερα παρά από τους δασκάλους. Δεν κατηγορώ τους δασκάλους μου αυτά μπορούσαν, αυτά έκαναν. Υπήρχαν φορές όμως που ήθελα να έχω ένα παπά δίπλα μου αντί για δεσμοφύλακα ή δάσκαλο. Έκανα τον εαυτό μου εκκλησία μέσα στο κελί και έλεγα ότι ήθελα να πω μέσα μου...
Εκεί που ήταν δύσκολα ήταν στα επισκεπτήρια. Ερχόταν η μάνα μου με τον αδελφό μου και έπρεπε να τους μιλήσω πίσω από ένα τζάμι μιλώντας από ένα τηλέφωνο. Δεν μου άρεσε αυτό ειδικά στο πρώτο επισκεπτήριο. Η μάνα μου με κοίταγε με ένα βλέμμα απορίας. Λες και έλεγε « εγώ έκανα αυτόν τον εγκληματία»? Αυτό με σκότωνε μέσα μου και ήταν η πρώτη αφορμή που με έκανε να πω ότι θα αλλάξω».
Το επισκεπτήριο ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που στερούσαν ως μέτρο σωφρονισμού. Ο Γιάννης όμως έχει συγκεκριμένη άποψη για αυτό.
« Πες μου ποιο παιδί θα δεχόταν να ξεγυμνωθεί μπροστά σε 6 φύλακες να σκύψει μπροστά και να βήχει, ακούγωντας τα χυδαία αστεία του κάθε κομπλεξικού? Εγώ βέβαια ήμουν πρεζάκι και ο κίνδυνος ήταν μήπως φέρω τίποτα μέσα εκεί και τους χαλάσω τη πιάτσα»...
Μέχρι και για το φαγητό ο Γιάννης μιλάει απλά και κατανοητά. Πολλές καταγγελίες των ανήλικων κρατουμένων είχαν να κάνουν με την κακή ποιότητα του φαγητού.
«Αν δεν είχες λεφτά να αγοράσεις κανένα σάντουιτς έπρεπε να υποστείς το φαγητό της φυλακής που, αλήθεια σου λέω, ήταν πολύ άσχημο τις περισσότερες φορές. Έχεις φάει κρέας που να βρωμάει? Εγώ το έχω κάνει.» λέει ο Γιάννης.
Ο έρωτας κοιμήθηκε νωρίς...
Η συζήτηση στρέφεται γύρω από την ερωτική ζωή του Γιάννη. Λογικό ερώτημα είναι πως αντιμετώπιζε την ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
« Ο έρωτας δεν υπάρχει για τους φυλακισμένους. Καμία κοπέλα δεν θα κοιτάξει έναν ανήλικο φυλακισμένο. Και να σου πω απο μια πλευρά τους δικαιολογώ. Κι εγώ αν κάνω ποτέ κόρη δεν θα ήθελα να βγαίνει με έναν φυλακισμένο, γιατί ξέρω πως είναι. Αν με ρωτάς για τις συναισθηματικές μου ανάγκες, τις έκρυψα καλά όταν μπήκα μέσα στη φυλακή. Αν μιλάς για τις σωματικές μου ανάγκες, ας είναι καλά οι οίκοι ανοχής...μόνο εκεί αισθανόμουν αποδεκτός, έστω και ας πλήρωνα για να ζήσω την ψευδαίσθηση αυτή.
Πολλές φορές έκλαιγα εκεί γιατί έβλεπα εικόνες του εαυτού μου με μια κοπέλα να είμαι ελεύθερος και να την ρωτάω « τώρα σοβαρά πες μου, με νοιάζεσαι»? Και αυτή να μου απαντάει «ναι με όλη μου τη καρδιά».
Άλλες φορές μέσα στη φυλακή οι διπλανοί μου έλεγαν ότι το βράδυ παραμιλούσα στον ύπνο μου και έλεγα ονόματα γυναικεία. Το κορόιδεμα μετά όλη τη μέρα ήταν ασταμάτητο» ...
Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει....
Η Ελένη παρακολουθεί αμίλητη και σχεδόν ανέκφραστη. Τα ξέρει όλα αυτά που λέει ο Γιάννης . Τα έχει συζητήσει αμέτρητες φορές με τον Γιάννη. Είναι ένα παρελθόν σχεδόν κοινό. Όλα, η ιεραρχία, η σιωπή, τα καψόνια. Μόνο που η Ελένη ήταν ένα ανήλικο κορίτσι...
« Όταν με πρωτοπήγαν μέσα δεν πίστευα ότι μπαίνω στη φυλακή» ξεκινά να λέει. «Είχα ακούσει πολλές ιστορίες πίσω για την πατρίδα μου και την κατάσταση των φυλακών εκεί και ήμουν τρομαγμένη. Θυμάμαι ότι έκλαιγα ασταμάτητα κατα την μεταγωγή από τον φόβο. Όταν έφτασα η δεσμοφύλακας φόρεσε 2 γάντια και άρχισε να με ψάχνει παντού. Στα μαλλιά, μου είπε να σηκώσω τα χέρια ψηλά και έψαχνε τις μασχάλες, άνοιξε το στόμα μου και κοίταξε τα δόντια μου, έψαξε το στήθος μου και μετά μου είπε με ξερό ύφος «βγάλε τα ρούχα σου, σκύψε και βήξε». Αυτό δεν το κατάλαβα στην αρχή και για αυτό μου το επανέλαβε με αυστηρό ύφος. Εγώ ντράπηκα τόσο πολύ που άρχισα να κλαίω. Αυτό δεν τους ένοιαξε καθόλου και μου έβγαλαν με το ζόρι τα ρούχα, με έβαλαν με το ζόρι να σκύψω και μου φώναζαν να βήξω.
Μετά μου είπαν να πάω στο δίπλα δωμάτιο όπου θα με εξέταζαν κολπικά. Εκεί τρελλάθηκα. Πως είναι δυνατόν να μου το λένε αυτό? Εγώ σε εκείνη την ηλικία δεν είχα κάνει ποτέ έρωτα. Τους το είπα με όση φωνή είχα αυτό, μάλιστα τους το είπα τοσο δυνατά που μου κόστισε την πρώτη μου τιμωρία .
Όταν στα 16 μου, που έκανα για πρώτη φορά σεξ, το είδαν, μου επέβαλαν κολπικό έλεγχο. Θυμάμαι ακόμα τα κρύα χέρια και τα υποτιμητικά σχόλια αφού μπροστά ήσαν πέρα από την εξεταστή και άλλες δεσμοφύλακες».
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η αναγκαστική γυναικολογική εξέταση εντός σωφρονιστικού καταστήματος ακόμη και με τη συναίνεση της κρατούμενης δεν είναι αποδεκτή, αφού σε συνθήκες κράτησης δεν μπορούν να αντισταθούν. Απόφαση που ελήφθη σε βάρος της γειτονικής Τουρκίας.
Το κορίτσι που έγινε γυναίκα...πολύ σύντομα.
Η Ελένη μιλάει για τις συνθήκες που αντιμετώπισε ως ανήλικη φυλακισμένη στη φυλακή. Στο κελί της την έβαλαν με μία κοπέλα από την Ρουμανία, 17 χρονών, τοξικομανή.
« Από εκεί ξέρω όλα όσα τράβηξε ο Γιάννης ως άρρωστος από τα ναρκωτικά. Τόσα βράδια η κοπέλα δίπλα μου ήταν ξάγρυπνη μέσα στους πόνους. Εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να φωνάζω να έρθει κάποιος. Αυτό με έκανε να θυμώσω πάρα πολύ. Θυμάμαι ότι ένα βράδυ η κοπέλα είχε σπασμούς και έκανε εμετούς και η μόνη που ήταν εκεί για αυτή ήμουν εγώ. Εγώ την γύρισα πλάγια να μην πνιγεί, εγώ καθόμουν ξάγρυπνη δίπλα της, εγώ ούρλιαζα.
Από εκείνες τις βραδιές η Ελένη άλλαξε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Αποφάσισε ότι δεν θα επέτρεπε άλλο αυτή την κατάσταση. Άρχισε να αντιδρά. Και οι επιπτώσεις ήταν άμεσες.
«Με άφηναν γυμνή μετά τον πρωκτικό και κολπικό έλεγχο για πολύ ώρα, μου έδιναν βρώμικα ρούχα. Κάποιες φορές μέσα στην απομόνωση μου έδιναν βρώμικο στρώμα. Αργούσαν όταν φώναζα στην απομόνωση για να πάω στην τουαλέτα.
Αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα πια. Τους τα έλεγα έξω από τα δόντια. Αν για τον Γιάννη η φυλακή ήταν σχολείο, για μένα ήταν ένα απάνθρωπο ψυγείο που σκοτώνει κάθε τι το θηλυκό σε μια γυναίκα, πόσο μάλλον σε ένα κορίτσι.
Δεν εμπιστεύτηκα ποτέ ξανά άνθρωπο, μέχρι που βρήκα το Γιάννη. Όλοι και όλα ήταν εχθροί μου. Ποτέ δεν σκέφτηκα μέσα στη φυλακή να κάνω οικογένεια γιατί μισούσα κάθε τι που είχε να κάνει με τη ζωή. Και πως να μην γίνει αυτό, όταν η κοπέλα που ήμουν μαζί στο κελί προσπάθησε 2 φορές να αυτοκτονήσει. Αποτέλεσμα? Δεν μας έδιναν στηθόδεσμο να φορέσουμε για να μην κρεμαστούμε στα κελιά μας. Ούτε ψυχολόγος, ούτε παπάς, ούτε φίλος πουθενά να μας βοηθήσει...
Στον πατέρα μου, που ήρθε σε ένα επισκεπτήριο δεν είπα τίποτα. Μόνο κακό θα του έκανα, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν ήταν παρά μόνο ένας Αλβανός στην Ελλάδα»...
Ο κόσμος είναι ένας βρυκόλακας....
Η στιγμή της αποφυλάκισης ήρθε πρώτα για τον Γιάννη.
« Θυμάμαι ότι όταν έβγαινα πέταξα τα σεντόνια μου στον αέρα και στο προαύλιο κλώτσησα μια μπάλα με τόση δύναμη που βγήκε έξω από το φράχτη. Πίστευα πραγματικά ότι άνοιγα τη πόρτα σε μια νέα ζωή . Χωρίς κάγκελα, χωρίς δεσμοφύλακες, χωρίς τιμωρίες»...
Το πόσο λάθος έκανε ο Γιάννης το έμαθε ευθύς με το που έφτασε στη πόλη του.
« Όλοι ήξεραν ποιος ήμουν και τι είχα κάνει. Η μάνα μου με υποδέχτηκε παγερά. Ο αδελφός μου χάρηκε πιο πολύ. Τα λόγια της μάνας μου όταν τρώγαμε ήταν « και τώρα τι θα κάνεις? Όλοι μιλούν για σένα»
Ο αδελφός του Γιάννη δούλευε ως σερβιτόρος σε ένα καφέ.Το μίνι μάρκετ είχε κλείσει και η μητέρα του έπαιρνε μια σύνταξη με την οποία κάλυπτε τα προσωπικά της έξοδα.
«Δεν λέω τις πρώτες μέρες ο αδελφός μου με βοήθησε πολύ» συνεχίζει ο Γιάννης. «Ρώτησε παντού για μένα για δουλειά. Αλλά όλες οι απαντήσεις ήταν οι ίδιες. «Δεν έχω κάτι τώρα, θα σε ειδοποιήσω».Έτσι βρέθηκα κλεισμένος μέσα στο σπίτι, 20 χρονών χωρίς μέλλον, με την μάνα μου παρέα και το πρόβλημα με τα ναρκωτικά να υπάρχει εκεί.
Ήξερα ότι ήταν θέμα χρόνου να επιστρέψω πίσω στη φυλακή. Για μένα όλος ο κόσμος ήταν ένας βρυκόλακας, που το μόνο που ήθελε ήταν να μου πιει το αίμα.
Αν στέκομαι τώρα έδω οφείλεται στον αδελφό μου, που με παρακάλεσε να μπω σε μια κοινότητα απεξάρτησης. Το έκανα για εκείνον πρώτα και για τη μάνα μου μετά. Σκέφτηκα ότι έτσι ίσως ρεφάρω για τη στεναχώρια που τους προκάλεσα. Κι έτσι ήρθα στην Αθήνα και μπήκα σε μια κοινότητα που, δόξα τω θεώ, με βοήθησε πολύ».
Στο πρόγραμμα απεξάρτησης ο Γιάννης έμαθε να ζει χωρίς τα ναρκωτικά, να στέκεται στα πόδια του, να τα βγάζει πέρα μόνος του.
« Έκανα πολλή προσπάθεια, πάλεψα. Το ότι ήμουν στην Αθήνα και δεν με ήξεραν με βοήθησε να βρω πιο εύκολα δουλειά. Έτσι άρχισα να εργάζομαι σε ένα εστιατόριο ως διανομέας φαγητού στο κέντρο της Αθήνας. Δούλευα χωρίς ασφάλιση. Θυμάμαι όταν χτύπησα ένα βράδυ χρειάστηκε να με πάνε στο νοσοκομείο γιατί έπεσα με το μηχανάκι μου. Χρειάστηκε το αφεντικό μου να πάρει τηλέφωνο έναν γνωστό του γιατρό στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόμουν για να με περιθάλψουν και να μην ζητάνε χαρτιά.
Τον καιρό εκείνο έμενα σε ένα υπόγειο στη Καλλιθέα. 35 τετραγωνικά χωρίς τηλεόραση,μόνο ένα μπάνιο παλιό και ένα καθιστικό με κουζίνα. Αλλά δεν με πείραζε. Παρόλο που έμοιαζε με το κελί μου πολλές φορές, αισθανόμουν καλά γιατί είχα αρχίσει να τα καταφέρνω μόνος μου.Μπορούσα να βγω το βράδυ έξω αν ήθελα χωρίς να ρωτήσω κανέναν και να φάω ένα σουβλάκι. Άνοιγα την πόρτα πολλές φορές τη νύχτα, όταν ξύπναγα απότομα, για να βεβαιώνομαι ότι δεν είμαι σε κελί».
Η Ελένη στο κόσμο των μεγάλων...
Η αποφυλάκιση για την Ελένη ήρθε αργότερα από αυτή του Γιάννη .
« Ήμουν τυχερή εγώ. Ο πατέρας μου ήταν αμέσως δίπλα μου και πλέον είχε έρθει και η μητέρα μου από την Αλβανία με την υπόλοιπη οικογένεια. Όλοι στάθηκαν αμέσως δίπλα μου και έκαναν ότι μπορούσαν για να με κάνουν να αισθανθώ καλά. Μόνο στο θέμα της δουλειάς τράβηξα πολλά.
Η πρώτη μου δουλειά ήταν σε ένα φούρνο 10 λεπτά από το σπίτι μου. Δούλευα πολύ, από τις 4 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ και πληρωνόμουν 20 ευρώ τη μέρα. Αλλά δεν μιλούσα. Μέχρι που το αφεντικό δεν με πλήρωνε ούτε αυτά. Κάθισα μέχρι τη στιγμή που με πρόσβαλε λέγοντάς μου «αν δεν σου αρέσει τράβα πίσω στη φυλακή». Αμέσως σκέφτηκα ότι δεν θα ένιωθα καθόλου άσχημα αν έμπαινα το βράδυ στο μαγαζί του και του έκλεβα όσα μου χρωστούσε...
Αργότερα δούλεψα σε μια καφετέρια στο Πειραιά. Έπαιρνα 2 λεωφορεία και τον ηλεκτρικό κάνοντας μιάμιση ώρα να φτάσω. Δούλευα μέχρι αργά το βράδυ και έπρεπε να πληρώσω ταξί για να γυρίσω, ξοδεύοντας ότι είχα βγάλει. Αλλα δεν ήταν αυτό που με έκανε να φύγω. Αυτό που με έκανε να φύγω ήταν ότι πολλοί από τους πελάτες έκαναν σεξιστικά σχόλια για μένα και με παρενοχλούσαν την ώρα της δουλειάς. Όταν το είπα στο αφεντικό μου αυτό για να κάνει κάτι, μου είπε με παγερό ύφος «έλα τώρα που σε πειράζει, εσύ έχεις κάνει τόσα αυτό θα σε πειράξει»? Δεν ζήτησα ούτε τα λεφτά που μου χρωστούσε. Μόνο τον έβρισα και σηκώθηκα και έφυγα. Να σου πω, δεν θα με πείραζε αν έμπαινα και στο δικό του μαγαζί όχι για να κλέψω αλλά για να πετάξω σκουπίδια μέσα και να φύγω»...
Αμέσως την κατάλαβα...
Η συνάντηση του Γιάννη με την Ελένη ήταν εντελώς τυχαία αφού είχαν αποφυλακιστεί και οι δύο.
« Δούλευα στο εστιατόριο στο κέντρο όταν ήρθε η Ελένη να ζητήσει δουλειά. Την είδα ένα απόγευμα που δεν είχαμε πολύ δουλειά. Κατάλαβα άμέσως ότι κάτι είχε που έκρυβε όπως και εγώ. Το έβλεπα στα μάτια της. Δεν είπα τίποτα ούτε της έπιασα κουβέντα για να μην καρφωθώ. Άλλωστε περίμενα να δω αν θα την πάρουν στη δουλειά πρώτα.
Μετά απο μια εβδομάδα ξαναήρθε και έκανε μια – δυο βραδιές δοκιμαστικά πίσω στη κουζίνα. Τελικά την κράτησε το αφεντικό . Δούλευε πολύ χωρίς να μιλάει. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να κάνει τη δουλειά της και να φύγει . Έπρεπε να την γνωρίσω, το ήξερα ότι έπρεπε...
Εγώ ήμουν μόνος, χωρίς κοπέλα και ουσιαστικά χωρίς κανέναν φίλο. Πήγαινα νωρίς στη δουλειά κι έφευγα αργά μόνο και μόνο για να την δω και να είμαι στο ίδιο περιβάλλον με αυτή.
Το αφεντικό μου έλεγε να ξεχάσω τις υπερωρίες αλλά εμένα δεν με ένοιαζε. Αυτό που με έκαιγε ήταν να την πλησιάσω και έψαχνα τρόπους πως να το καταφέρω. Μην νομίζεις, στο φλερτ δεν είχα και εμπειρία. Δεν είχα ξανανιώσει τίποτα για κανέναν εδώ και πολλά χρόνια, δεν είχα ξανακάνει ερωτική εξομολόγηση. Σε ποιον να έκανα άλλωστε? Στον δεσμοφύλακα ή στις πόρνες που με ανέχονταν όταν έβγαινα έξω με άδεια?
Στην αρχή πήγαινα κοντά της μόνο για λόγους δουλειάς. Πήγαινα να πάρω την παραγγελία, προφασιζόμουν ότι το φαγητό ήταν λίγο άψητο ή άτακτα τοποθετημένο στο κουτί της παραγγελίας για να πάω πίσω και να πιάσω κουβέντα. Ώσπου ένα βράδυ με έβαλε στη θέση μου η ίδια μπροστά σε όλους λέγοντάς μου « δεν μου λες, είσαι τόσο χαζός όσο δείχνεις ή προσποιείσαι»?
Όλοι γέλασαν το ίδιο κι εγώ, αλλά δεν είπα τίποτα. Περίμενα να σχολάσει και όταν έφευγε την πλησίασα και την ρώτησα «είσαι τόσο κακιά όσο δείχνεις ή προσποιείσαι»? Και έτσι ξεκίνησαν όλα. Από τότε είμαστε μαζί .
Με την Ελένη κάθε κουβέντα που αντάλλασα με έκανε να καταλάβω ότι είχα δίκιο που την προσέγγισα. Δεν χρειαζόταν να υποκρίνομαι για αυτό που ήμουν, καταλάβαινε αμέσως ότι της έλεγα για τη ζωή μου κι εγώ για τη δική της. Δεν ήμουν ο αλήτης, ο ναρκομανής για αυτήν. Ήμουν ο Γιάννης της. Κι εγώ είχα ένα λόγο να συνεχίζω να παλεύω και να νικώ τους δαίμονές μου και αυτή τους δικούς της.
Δεν με ένοιαζε που μου φώναζε πολλές φορές, δεν με ένοιαζε που δεν με άφηνε να την αγγίζω στα καλά καθούμενα,δεν με ένοιαζε που μου έλεγε ότι δεν θέλει να κάνει παιδιά και να παντρευτεί γιατί φοβόταν. Ήξερα γιατί τα έλεγε όλα αυτά. Και ήξερα ότι μαζί θα τα ξεπεράσουμε.Γιατί ήξερα ότι αυτή είναι η μία. ».
Η Ελένη συνεχίζει λέγοντας « Ο Γιάννης ήταν ο μόνος που μπόρεσε να κοιτάξει μέσα μου και να δει ποια πραγματικά ήμουν. Δεν με έκρινε ποτέ,με πρόσεχε πάντα,με σεβάστηκε, άντεχε πάντα τις παραξενιές μου, τους φόβους μου, την απαισιοδοξία που έχω για τη ζωή.
Αυτό με έκανε να αρχίσω να κοιτάω αλλιώς τα πράγματα και να πιστεύω σε ένα καλύτερο μέλλον. Είναι πολλές οι δυσκολίες που πρέπει να ξεπεράσουμε. Και αυτές έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα. Σήμερα μένουμε μαζί και σχεδιάζουμε το μέλλον μας παρέα. Φοβόμαστε όμως να ονειρευτούμε. Φοβόμαστε να ευτυχήσουμε. Κοιτάμε να αντιμετωπίζουμε τη κάθε μέρα ξεχωριστά. Αυτό που ξέρω μόνο είναι ότι θα είμαι με το Γιάννη στη πορεία αυτή. Θα δείξει»...
Δεν είμαστε εμείς το εγχειρίδιο επιτυχίας...
Η ερώτηση που έκλεισε την συνέντευξή μας ήταν ποια θα ήταν η συμβουλή τους στα νέα παιδιά μέσα από τα βιώματά τους. Το λόγο πήρε η Ελένη.
« Δεν είμαστε εμείς το εγχειρίδιο επιτυχίας για τη νεολαία.Αντίθετα, έχουμε κάνει και οι δύο πολλά λάθη τόσο νωρίς. Αυτό που έχω να πω σε όλα τα παιδιά είναι απλά να προσέχουν».
Ο Γιάννης ήταν πιο ομιλιτικός « Κοίτα, πιστεύω ότι είμαι πολύ τυχερός που βρήκα την Ελένη. Και αυτό είναι που με κρατάει ζωντανό και μου δίνει κίνητρο.
Η κοινωνία μας δεν βοηθάει τα νέα παιδιά να ξεφύγουν από τον κατήφορο. Αντίθετα πολλές φορές τα σπρώχνει πίσω. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν είναι έτσι η ανθρώπινη φύση ή γίνεται στην πορεία αδιάφορος ο άνθρωπος .
Μέσα στη φυλακή γνώρισα 2 παιδιά, πρώην τοξικομανείς. Σήμερα δεν έχω επαφή με κανέναν από τους δύο. Και αυτό γιατί ο ένας είναι μέσα πάλι και ο άλλος έχει μπλέξει τόσο άσχημα με τα ναρκωτικά ξανά που θα μου έκανε κακό να έχω επαφές μαζί του.
Χρειάζεται το κάθε παιδί να ξέρει ότι από τη στιγμή που μπει σε αυτό το λούκι είναι μόνο του. Ούτε μάνα , ούτε πατέρας είναι εκεί να το ξελασπώσουν, ενώ δεν υπάρχει κανένας να νοιαστεί πραγματικά για αυτόν».
Εκείνη την ώρα βγάζει και μου δείχνει μια εικόνα του Άγιου Φραγκίσκου, ενός αγίου της καθολικής εκκλησίας. Στην πίσω μεριά γράφει « Κανείς δεν μπορεί να με βλάψει παρά μόνο ο εαυτός μου. Το κακό που με κατατρέχει, το φέρω μέσα μου. Και αν τραβάω πάθη κανείς άλλος δεν φταίει, το κεφάλι μου φταίει». Ορίστε αυτό να γράψεις ως συμβουλή που έχω κι εγώ...
Στο ξαναλέω όμως μην κοιτάς εμάς. Εμείς είμαστε απλώς μια περίπτωση με αίσιο τέλος, μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Υπάρχουν άλλα παιδιά σαν κι εμάς χωρίς μέλλον. Το έχασαν από δικά τους λάθη ή ακόμα χειρότερα από λάθη άλλων . Και δεν μπορούν να το πάρουν πίσω. Αυτά χρειάζεται να βοηθηθούν. Εμείς τα καταφέρνουμε μέχρι στιγμής. Δεν είμαστε όλοι τυχεροί όμως. Υπάρχουν παιδιά που υποφέρουν μέσα και έξω από τη φυλακή. Κοίτα να γράψεις για αυτά»...
Σύμφωνα με έρευνες, 8 στα 10 παιδιά που φυλακίστηκαν στην Ελλάδα, επέστρεψαν πίσω στη φυλακή αφού υπέπεσαν σε παραβατική συμπεριφορά.
Παιδιά 13, 14 και 15 ετών φυλακίζονται για ασήμαντη αφορμή, επειδή δεν υπάρχουν εναλλακτικά κέντρα φιλοξενίας και αναμόρφωσης!
Πριν από δύο χρόνια, ένας 15χρονος που είχε φυλακισθεί για ναρκωτικά, μεταφέρθηκε στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, όπου βρέθηκε απαγχονισμένος!
Ο Γιάννης έχει δίκιο. Είναι καιρός όλοι μας να ασχοληθούμε με τα παιδιά αυτά..
Ένα νεαρό ζευγάρι μιλά για την ζωή του,τις εμπειρίες του και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Κοινό χαρακτηριστικό των δύο νέων; Και οι δύο υπήρξαν τρόφιμοι φυλακών ανηλίκων στην ηλικία των 16 ετών...
Το σωφρονιστικό μέτρο του εγκλεισμού ανηλίκων σε φυλακές μέσα από τα μάτια 2 πρώην τροφίμων, την ώρα που η Ε.Ε χαράζει νέες πολιτικές για την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας.
Το ραντεβού.
Παραμονή Χριστουγέννων. Ώρα οκτώ παρά τέταρτο το απόγευμα. Αθήνα. Παρόλο το αρνητικό κλίμα που επέφερε η οικονομική κρίση , αρκετός κόσμος είναι στους εμπορικούς δρόμους κοιτώντας τις βιτρίνες και ψωνίζοντας ότι επιτρέπει η οικονομική του κατάσταση. Στην περιοχή του Θησείου έχει οριστεί ένα ραντεβού που προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Ένα ζευγάρι, ( χρησιμοποιούνται συμβολικά τα ονόματα Γιάννης και Ελένη καθώς ο όρος της συνέντευξης ήταν να κρατήσουν την ανωνυμία τους) δέχτηκε να μιλήσει για πρώτη φορά μετά την αποφυλάκισή του από φυλακές ανηλίκων.
Συνεπείς στο ραντεβού, τους καλωσορίζω και τους ευχαριστώ για την συνέντευξη αυτή. Ευχόμενος καλά Χριστούγεννα λόγω των εορτών δέχομαι την άμεση απάντηση της Ελένης . «Πού βλέπεις τα καλά Χριστούγεννα...»? Αμέσως με έβαλε στο πνεύμα το δικό της. Ένα πνεύμα που έχει χάσει την αισιοδοξία για τη ζωή.
Ο Γιάννης…
Ο Γιάννης, 22 ετών σήμερα, φοράει τζιν ξεβαμμένο, αθλητικά παπούτσια και ένα τζάκετ δυσανάλογα μεγάλο για τον ίδιο. Έχει πυκνά μαλλιά μαύρα και χλωμό πρόσωπο. Στο πρόσωπό του φαίνεται το παρελθόν με τα ναρκωτικά. «Είμαι 2 χρόνια, 3 μήνες και 9 μέρες καθαρός από κάθε εξάρτηση και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω εκεί. Είμαι καλά και στέκομαι μόνος μου, σε πείσμα των δαιμόνων που με κυνηγούν κάθε μέρα».
Παιδί από την επαρχία, από φτωχή οικογένεια ο Γιάννης γνώρισε από νωρίς το πρόσωπο της φτώχειας αλλά κυρίως της έλλειψης της οικογενειακής θαλπωρής. « Ο πατέρας πέθανε όταν ήμουν 12 ετών. Όλος μου ο κόσμος όπως τον ήξερα δεν υπήρχε πια. Η μητέρα μου προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με όλα όσα της άφησε ο πατέρας μου πίσω. Είχε ένα μικρό μίνι μάρκετ. Ταυτόχρονα προσπαθούσε να μεγαλώσει εμένα και τον αδελφό μου στο σπίτι που ήταν βουβό. Η μητέρα μου δεν μιλούσε και πολύ. Το σοκ από το χαμό του πατέρα μας ήταν μεγάλο. Δεν είχε ούτε χρόνο , ούτε διάθεση να ασχοληθεί με μας, ούτε καν με τον ίδιο της τον εαυτό.
Εγώ σε ηλικία 13 ετών σχεδόν παράτησα το σχολείο. Οι απουσίες είχαν γίνει καθημερινό φαινόμενο. Είχα αρχίσει και έβλεπα τα πάντα με άλλο μάτι».
Ένα απύθμενο γιατί και μια οργή έβγαινε από το τόνο της φωνής του Γιάννη.
«Σκληρή η μοναξιά και μόνο όποιος την έχει βιώσει μπορεί να το καταλάβει. Κανείς να μιλήσω. Με τις παρέες που είχα μπήκαμε σε επικίνδυνα μονοπάτια, αυτά των ναρκωτικών. Αυτό που πρωτοένιωσα όταν πήρα την πρώτη δόση ήταν ένα κύμα ζεστασιάς και αγαλλίασης, κάτι που, μετά από καιρό μέσα στη θλίψη ,μου φάνηκε ως λύτρωση.
Μετά ήρθε η κόλαση, η αγωνία για την επόμενη δόση. Ήμουν πλέον ένας χρήστης σε ηλικία 14 ετών, χωρίς λεφτά. Η μητέρα μου διαλύθηκε όταν το έμαθε.
Οι πρώτες δόσεις ήταν από τα λεφτά που έκλεβα από το σπίτι. Αλλά όταν αυτά τελείωσαν έπρεπε να βρώ άλλα. Ξεκίνησα από μικροκλοπές σε άλλα παιδιά και κατέληξα να κάνω το βαποράκι για να εξασφαλίσω την επόμενη δόση μου. Θυμάμαι όταν με συνέλαβαν με μικροποσότητα πάνω μου, βρισκόμουν σε κατάσταση στέρησης. Ένιωθα ότι όλοι μου οι μυς σκίζονταν μέσα και ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Δεν σταμάτησα στο κάλεσμα των αστυνομικών, έτρεξα αλλά δεν ξέφυγα. Τα πρώτα μου λόγια ήταν, σας παρακαλώ δώστε μου κάτι να σταματήσει ο πόνος.
Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστώ για όλο το διάστημα των εφηβικών μου χρόνων σε φυλακή ανηλίκων» ( Ο Γιάννης παρακαλεί να μην αναφερθεί το σωφρονιστικό ίδρυμα, από φόβο μην εκτεθεί).
Η Ελένη.
Η Ελένη, 21 χρονών σήμερα, κατάγεται από την Αλβανία. Λεπτοκαμωμένη, με ξανθά μαλλιά και βλέμμα που μαρτυράει ότι δεν εμπιστεύεται κανέναν. Φοράει μαύρο παντελόνι και κόκκινη μπλούζα. Ήρθε στη χώρα μας σε ηλικία 4 ετών με τον πατέρα της . Η μητέρα της είχε μείνει πίσω με τα 2 μικρότερα αδέλφια και όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες θα ερχόταν και αυτή. Έζησε από μικρή τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις δυσκολίες που αυτός συνεπάγεται.
« Δεν θυμάμαι ποτέ να με είπαν με το όνομά μου- όλοι έλεγαν η Αλβανίδα. Στο σχολείο, θυμάμαι ότι δεν μίλαγα με παιδιά παρά μόνο αν τύχαινε να έρθει κάποιο παιδί που καταγόταν από την Αλβανία.
Όταν έφτασα τα 14 οι μοναδικές μου παρέες ήταν παιδιά από τη Αλβανία που ήταν σε συμμορίες που λήστευαν σπίτια, αυτοκίνητα. Τα κλοπιμαία τα έκρυβαν σε έρημα παλιά σπίτια ή ακόμα και στο δικό μου σπίτι. Εγώ τους ακολουθούσα και συμμετείχα στις ληστείες γιατί ένιωθα ότι έπρεπε να είμαι σε ένα κύκλο όπου με αποδέχονταν. Κάποιες φορές ένιωθα και ένα αίσθημα χαράς όταν σκεφτόμουν ότι εκδικιόμουν αυτούς οι οποίοι με κορόιδευαν και δεν με δέχονταν για αυτό που ήμουν.
Στον πατέρα μου, όταν έλειπα, έλεγα ότι πήγαινα σε φίλες μου και κοιμόμουν. Ο πατέρας μου δούλευε από το πρωϊ μέχρι αργά το βράδυ και εγώ ήμουν εντελώς μόνη μου. Στα 15 με συνέλαβαν ένα βράδυ καθώς ήμουν σε ένα αυτοκίνητο και περίμενα την παρέα μου, που εκείνη την ώρα έκλεβαν ένα αυτοκίνητο. Στο σπίτι μου, βρήκαν κλοπιμαία και η συνέχεια ήταν …φυλακή».
Η νεανική παραβατικότητα στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Συνήγορου του Παιδιού, σήμερα κρατούνται περίπου 700 παιδιά ηλικίας 15-25 ετών για παράνομες πράξεις που τέλεσαν όταν ήταν ανήλικοι.
Στην Ελλάδα λειτουργούν πέντε φυλακές ανηλίκων. Τεσσερις για αγόρια (Αυλώνα, θεσσαλονίκη, Βόλο και Κασσαβέτεια ) και μία για κορίτσια (στον Ελαιώνα Θηβών)
Από τα τηρούμενα στοιχεία της ελληνικής αστυνομίας και μια σύντομη ανάλυση προκύπτει ότι:
α. Η συντριπτική πλειοψηφία των συλληφθέντων ανηλίκων σε όλα τα εγκλήματα είναι13-17ετών.
β. Μετά τα εγκλήματα του Κ.Ο.Κ. ακολουθούν οι κλοπές (απλές & διακεκριμένες), παραβάσεις του νόμου περί αλλοδαπών, του νόμου περί ναρκωτικών και η επαιτεία.
γ. Σε όλα τα εγκλήματα το ποσοστό των δραστών αγοριών είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό των κοριτσιών, εκτός από το έγκλημα της επαιτείας όπου τα αγόρια υπερτερούν πολύ λιγότερο ενώ τα έτη 2002 και 2003 τα ποσοστά είναι μοιρασμένα.
δ. Κλοπές. Στο έγκλημα της κλοπής το 10% περίπου των συλληφθέντων συνολικά δραστών είναι ανήλικοι. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι 13-17 ετών ενώ από τα έτη 2002 και 2003 έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των δραστών μέχρι 12 ετών.
ε. Ναρκωτικά. Οι συλληφθέντες ανήλικοι για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών είναι 13 έως 17 ετών και αποτελούν το 1% του συνόλου των συλληφθέντων.
Ο Γιάννης στη φυλακή.
Οι λέξεις βγαίνουν αβίαστα από χείλη του Γιάννη. Η όψη του παγώνει και μιλάει ψυχρά εξιστορώντας χωρίς δισταγμό τα βιώματά του στη φυλακή.
« Μην νομίζεις ότι η φυλακή είναι ένα μέρος το οποίο λειτουργεί χωρίς κανόνες. Απλά εκεί λειτουργούν άλλοι κανόνες. Όπως και έξω όλα έχουν την ιεραρχία τους. Οι παλιοί είναι αυτοί που έχουν το πάνω χέρι. Όταν πρωτομπήκα ήμουν ακόμα τοξικομανής. Αυτό σήμαινε ότι εξαρτιόμουν από τις διαθέσεις του καθενός ο οποίος θα μπορούσε μου εξασφαλίσει την επόμενη δόση μου. Και μπορώ να σου πω ότι έκανα πολλά πράγματα που ακόμα και ένας εξαρτημένος θα ντρεπόταν να πει.»
Η ερώτηση ήταν αυτόματη: Δεν έκοψες στη φυλακή αυτά τα πράγματα? Δεν υπήρχε μέριμνα για τους τοξικομανείς? Κανένας έλεγχος? Η απάντηση ήταν άμεση:
« Πλάκα κάνεις? Που ζεις? Η φυλακή είναι το καλύτερο σχολείο για τη ζωή. Σου μαθαίνει ότι όλα αγοράζονται, όλα πωλούνται και ότι όλα στηρίζονται στο δούναι και λαβείν. Και αφού με ρωτάς θα σου πω ότι δεν καθάρισα στη φυλακή. Μπορώ να σου πω για πολλά βράδια που ούρλιαζα από τους πόνους μέσα. Μπορώ να σου πω για την εκμετάλλευση που είχα από τους συγκρατούμενούς μου αλλά και τα καψόνια απο τους δεσμοφύλακες. Αλλά δεν μπορώ να σου πω ότι η φυλακή με βοήθησε να κόψω τα ναρκωτικά. Αντίθετα...
Αυτό που έκαναν τις πρώτες μέρες ήταν το καψόνι της χαρμάνας. Με άφηναν «στεγνό» να ουρλιάζω χωρίς να έρχεται κανένας να με βοηθήσει. Την άλλη μέρα τα περιπαικτικά σχόλια από τους παλιούς και τους δεσμοφύλακές μου ήταν κανόνας » ...
Ο αγώνας της αποδοχής...
Ο Γιάννης συνεχίζει την κατάσταση που συνάντησε και τα βιώματά του στη φυλακή ανηλίκων, τους αξιακούς κώδικες συμπεριφοράς, τους άγραφους κανόνες με τους οποίους λειτουργούν τα πράγματα και την στρατηγική που έπρεπε να ακολουθήσει για να έχει μια ομαλή συμβίωση με τους συγκρατούμενούς του.
« Η πιο συνηθισμένη κατάσταση που είχα να αντιμετωπίσω στην αρχή ήταν η ληστεία. Αμέσως σε «κόβουν» αν έχεις κάτι που αξίζει πάνω σου με το που μπαίνεις. Ένα ρούχο αξίας, ένα ρολόι, ένα τηλέφωνο κινητό. Όταν πρωτομπαίνεις είσαι απροστάτευτος, είσαι μόνος σου απέναντι σε όλους.
Αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι εκεί λειτουργούν άλλοι νόμοι. Ήξερα πολλές φορές ποιος το έκανε και γιατί. Αλλά ο κανόνας έλεγε ότι δεν έπρεπε να μαρτυρήσω τίποτα και σε κανέναν. Μόνο έτσι κέρδιζες πόντους, πόσο μάλλον εγώ που ήμουν ένας τοξικομανής, ο τελευταίος στην ιεραρχία. Έτσι περνούσε ο καιρός. Χαμηλό προφίλ, να κάνω τα στραβά μάτια σε όλα και σε όλους και να κάνω τις αγγαρείες όλων όσων μου ζητούσαν οι παλιοί. Με τις μέρες έμαθα ότι όλα λειτουργούν κάτω από συγκεκριμένους κανόνες για να επιβιώσεις και να περάσει ο χρόνος πιο εύκολα.
Εγώ είχα το δικό μου τρόπο μέσα στη φυλακή. Ήξερα ότι για να ανέβω στην ιεραρχία έπρεπε να δεχτώ ισχυρά χτυπήματα. Πολλές φορές μου επιτέθηκαν πριν μπω στην προστασία της ομάδα μου. Αλλά δεν μίλησα σε κανέναν. Πολλές φορές δεν έτρωγα και δεν πήγαινα να φάω για να μην δείξω ότι πόναγα αλλά κυρίως να μη φανούν τα σημάδια στο πρόσωπό μου. Και αυτό το καταλάβαιναν όλοι . Με τις μέρες με σεβάστηκαν για αυτό. Υπήρχαν άλλα παιδιά που «έσπασαν» και τα ξέρασαν όλα στους δεσμοφύλακες.Αυτοί έχασαν το σεβασμό που κέρδισα εγώ.
Τις πρώτες μέρες δεν είσαι τίποτα και πρέπει να κάνεις ότι σου πουν. Μου ζήτησαν να κάνω πράγματα που δεν θα τα έκανα ποτέ. Όπως το να συμμετέχω σε καβγά με έναν άγνωστο που δεν μου έκανε τίποτα. Το «όχι» σημαίνει ότι δεν ανήκεις στην ομάδα ενώ έχανες κάθε σεβασμό από όλους. Εμένα μου είπαν να προκαλέσω έναν παλιό που ήταν μετανάστης. Έτσι και έκανα. Την ώρα του φαγητού τον έσπρωξα και του είπα να με συναντήσει στο κελί μου. Κανείς δεν συμμετείχε και κανείς δεν παρενέβη. Όρμηξα πάνω του και έκανα ότι μπορούσα. Τον νίκησα και κέρδισα την αποδοχή της ομάδας μου.
Με το καιρό όλες αυτές οι «αποστολές» μειώνονται και στο τέλος καταλήγεις να είσαι ισότιμος με τους άλλους. Κι εκεί μπορείς να πεις ότι είσαι σε ένα βαθμό ασφαλής.
Έπρεπε να μπω σε μια ομάδα. Εμένα πιο εύκολη ήταν η ομάδα από τοξικομανείς ή από άλλους που τα είχαν κόψει. Αυτοί ήξεραν τι περνούσα και αφού πέρασε η μπόρα των πρώτων εβδομάδων με πλησίασαν και με ένταξαν στην ομάδα τους. Μαζί τους έλεγα τα πάντα. Ήταν τα αδέλφια μου, οι εξομολογητές μου, η μάνα και ο πατέρας μου μαζί. Ήξεραν πρωτού μιλήσω τι μου συνέβαινε, ενώ με προστάτευαν από τους άλλους που ήθελαν να με βλάψουν».
Η αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Παρότι η ελληνική νομοθεσία δίνει τη διακριτική ευχέρεια στους Δικαστές να επιβάλλουν αναμορφωτικά ή και θεραπευτικά μέτρα, η εφαρμογή αυτών προσκρούει σε ελλείψεις υλικο-τεχνικής υποδομής, εκπαιδευμένου προσωπικού και ελλιπούς χρηματοδότησης.
Αφενός μεν οι υπηρεσίες που καλούνται να σηκώσουν το βάρος της επιμέλειας των ανηλίκων και της εφαρμογής των αναμορφωτικών μέτρων δεν έχουν τις δυνατότητες να προσφέρουν ουσιαστικό και θεραπευτικό έργο, αφετέρου δε οι συνθήκες διαβίωσης των ανηλίκων μέσα στα "αναμορφωτικά" ιδρύματα και ο τρόπος οργάνωσης αυτών δεν έχουν γίνει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, παραμένοντας στην ουσία "κλειστά" ιδρύματα.
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως η προσπάθεια για το μη εγκλεισμό παραβατικών νέων σε ιδρύματα αγωγής ή σωφρονιστικά καταστήματα δεν είναι αρκετή για τη δημιουργία επαρκών συνθηκών που θα οδηγούσαν τους νέους προς τις υπηρεσίες που έχουν ανάγκη.
Κάθε χρόνο εγκλείονται σε σωφρονιστικά καταστήματα της Ελλάδας, κατά μέσον όρο 100 ανήλικοι, κάτω των 18 ετών. Το ποσοστό των εγκλείστων νέων ανέρχεται σήμερα στο 4,4% του συνόλου των κρατουμένων (από 8% που ήταν πριν από δέκα χρόνια), αλλά παραμένει υψηλότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 1,1%, στην Αλβανία 1%, στην Ιταλία 0,7%, ενώ η Ισπανία είναι η μόνη χώρα που δεν φυλακίζει ανηλίκους!
Αντίθετα στην Ελλάδα τα όρια ηλικίας για την απόδοση ποινικών ευθυνών σε ανηλίκους παραμένουν από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη (τα 13 χρόνια, έναντι 14 και 15 που ισχύει στις περισσότερες χώρες).
Ιδιαίτερα περιορισμένες είναι οι δημόσιες δαπάνες για τις υποδομές για εκπαίδευση, αθλητισμό, αναψυχή για τους νέους, για την ανάπτυξη των κοινωνικών υπηρεσιών για την υποστήριξη οικογενειών, για την ενίσχυση των τοπικών κοινοτήτων και γενικά για τις παροχές που ενδυναμώνουν την κοινοτική συνοχή.
Σε επίπεδο Ε.Ε έχει ήδη ανοίξει κύκλος διαβουλεύσεων με στόχο την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
Με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Ιουνίου 2007 σχετικά με την παραβατικότητα ανηλίκων (2007/2011(INI)), ανοίγει η συζήτηση για το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας αλλά κυρίως θέτει ένα σαφές πλαίσιο προτάσεων , οι οποίες εμπλέκουν το σύνολο των εμπλεκομένων φορέων στις χώρες μέλη.
Κατεύθυνση του ψηφίσματος είναι η αντιμετώπιση αλλά κυρίως η πρόληψη και ο ειδικός χειρισμός που πρέπει να τυγχάνουν τα φαινόμενα της νεανικής παραβατικότητας, δημιουργώντας έναν σαφή οδηγό για το μέλλον.
Ο θεός είναι γκρι και o εαυτός μου η εκκλησία μου ...
Ο Γιάννης είναι συγκεκριμένος στην άποψη που είχε για τις συνθήκες διαβίωσης στη φυλακή ανηλίκων :
« Η κοινωνία μου, η ζωή μου, το σχολείο μου ήταν η φυλακή. Μπορεί έξω να λειτουργούν αλλιώς τα πράγματα αλλά εκεί μέσα είναι ένας άλλος κόσμος. Το κτίριο είναι αποκομμένο από κάθε ζωντανό ιστό της πραγματικής κοινωνίας. Ξεκομμένο και μακριά από κάθε σπίτι. Εκεί ο θεός έχει χρώμα γκρι. Γκρι τοίχοι, γκρι κελιά, γκρι προαύλια. Η λέξη παιχνίδι είναι απαγορευμένη. Εκεί μεγαλώνεις αλλιώς, με άλλες αρχές.
Είχαμε και σχολείο αλλά εκεί προσπαθούσαν να μας μάθουν γράμματα αντί να μας μάθουν βασικές αρχές ηθικής- ανθρωπιάς- ψυχολογικής υποστήριξης. Μας μάθαιναν πόσο κάνει 1+1 και δεν μας μάθαιναν ότι όλα στη ζωή είναι μαθηματικά...
Πήγαινα στη τάξη μόνο και μόνο για να ξεφύγω από το κελί. Αλλά που να πας? Οι δάσκαλοι ήταν μαζί με τους δεσμοφύλακες. Συμμαθητές μου ήταν όλοι αυτοί που ζούσα από το πρωί μέχρι το βράδυ
Μπορώ να σου πω ότι από την συμπεριφορά των δεσμοφυλάκων έμαθα περισσότερα παρά από τους δασκάλους. Δεν κατηγορώ τους δασκάλους μου αυτά μπορούσαν, αυτά έκαναν. Υπήρχαν φορές όμως που ήθελα να έχω ένα παπά δίπλα μου αντί για δεσμοφύλακα ή δάσκαλο. Έκανα τον εαυτό μου εκκλησία μέσα στο κελί και έλεγα ότι ήθελα να πω μέσα μου...
Εκεί που ήταν δύσκολα ήταν στα επισκεπτήρια. Ερχόταν η μάνα μου με τον αδελφό μου και έπρεπε να τους μιλήσω πίσω από ένα τζάμι μιλώντας από ένα τηλέφωνο. Δεν μου άρεσε αυτό ειδικά στο πρώτο επισκεπτήριο. Η μάνα μου με κοίταγε με ένα βλέμμα απορίας. Λες και έλεγε « εγώ έκανα αυτόν τον εγκληματία»? Αυτό με σκότωνε μέσα μου και ήταν η πρώτη αφορμή που με έκανε να πω ότι θα αλλάξω».
Το επισκεπτήριο ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που στερούσαν ως μέτρο σωφρονισμού. Ο Γιάννης όμως έχει συγκεκριμένη άποψη για αυτό.
« Πες μου ποιο παιδί θα δεχόταν να ξεγυμνωθεί μπροστά σε 6 φύλακες να σκύψει μπροστά και να βήχει, ακούγωντας τα χυδαία αστεία του κάθε κομπλεξικού? Εγώ βέβαια ήμουν πρεζάκι και ο κίνδυνος ήταν μήπως φέρω τίποτα μέσα εκεί και τους χαλάσω τη πιάτσα»...
Μέχρι και για το φαγητό ο Γιάννης μιλάει απλά και κατανοητά. Πολλές καταγγελίες των ανήλικων κρατουμένων είχαν να κάνουν με την κακή ποιότητα του φαγητού.
«Αν δεν είχες λεφτά να αγοράσεις κανένα σάντουιτς έπρεπε να υποστείς το φαγητό της φυλακής που, αλήθεια σου λέω, ήταν πολύ άσχημο τις περισσότερες φορές. Έχεις φάει κρέας που να βρωμάει? Εγώ το έχω κάνει.» λέει ο Γιάννης.
Ο έρωτας κοιμήθηκε νωρίς...
Η συζήτηση στρέφεται γύρω από την ερωτική ζωή του Γιάννη. Λογικό ερώτημα είναι πως αντιμετώπιζε την ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
« Ο έρωτας δεν υπάρχει για τους φυλακισμένους. Καμία κοπέλα δεν θα κοιτάξει έναν ανήλικο φυλακισμένο. Και να σου πω απο μια πλευρά τους δικαιολογώ. Κι εγώ αν κάνω ποτέ κόρη δεν θα ήθελα να βγαίνει με έναν φυλακισμένο, γιατί ξέρω πως είναι. Αν με ρωτάς για τις συναισθηματικές μου ανάγκες, τις έκρυψα καλά όταν μπήκα μέσα στη φυλακή. Αν μιλάς για τις σωματικές μου ανάγκες, ας είναι καλά οι οίκοι ανοχής...μόνο εκεί αισθανόμουν αποδεκτός, έστω και ας πλήρωνα για να ζήσω την ψευδαίσθηση αυτή.
Πολλές φορές έκλαιγα εκεί γιατί έβλεπα εικόνες του εαυτού μου με μια κοπέλα να είμαι ελεύθερος και να την ρωτάω « τώρα σοβαρά πες μου, με νοιάζεσαι»? Και αυτή να μου απαντάει «ναι με όλη μου τη καρδιά».
Άλλες φορές μέσα στη φυλακή οι διπλανοί μου έλεγαν ότι το βράδυ παραμιλούσα στον ύπνο μου και έλεγα ονόματα γυναικεία. Το κορόιδεμα μετά όλη τη μέρα ήταν ασταμάτητο» ...
Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει....
Η Ελένη παρακολουθεί αμίλητη και σχεδόν ανέκφραστη. Τα ξέρει όλα αυτά που λέει ο Γιάννης . Τα έχει συζητήσει αμέτρητες φορές με τον Γιάννη. Είναι ένα παρελθόν σχεδόν κοινό. Όλα, η ιεραρχία, η σιωπή, τα καψόνια. Μόνο που η Ελένη ήταν ένα ανήλικο κορίτσι...
« Όταν με πρωτοπήγαν μέσα δεν πίστευα ότι μπαίνω στη φυλακή» ξεκινά να λέει. «Είχα ακούσει πολλές ιστορίες πίσω για την πατρίδα μου και την κατάσταση των φυλακών εκεί και ήμουν τρομαγμένη. Θυμάμαι ότι έκλαιγα ασταμάτητα κατα την μεταγωγή από τον φόβο. Όταν έφτασα η δεσμοφύλακας φόρεσε 2 γάντια και άρχισε να με ψάχνει παντού. Στα μαλλιά, μου είπε να σηκώσω τα χέρια ψηλά και έψαχνε τις μασχάλες, άνοιξε το στόμα μου και κοίταξε τα δόντια μου, έψαξε το στήθος μου και μετά μου είπε με ξερό ύφος «βγάλε τα ρούχα σου, σκύψε και βήξε». Αυτό δεν το κατάλαβα στην αρχή και για αυτό μου το επανέλαβε με αυστηρό ύφος. Εγώ ντράπηκα τόσο πολύ που άρχισα να κλαίω. Αυτό δεν τους ένοιαξε καθόλου και μου έβγαλαν με το ζόρι τα ρούχα, με έβαλαν με το ζόρι να σκύψω και μου φώναζαν να βήξω.
Μετά μου είπαν να πάω στο δίπλα δωμάτιο όπου θα με εξέταζαν κολπικά. Εκεί τρελλάθηκα. Πως είναι δυνατόν να μου το λένε αυτό? Εγώ σε εκείνη την ηλικία δεν είχα κάνει ποτέ έρωτα. Τους το είπα με όση φωνή είχα αυτό, μάλιστα τους το είπα τοσο δυνατά που μου κόστισε την πρώτη μου τιμωρία .
Όταν στα 16 μου, που έκανα για πρώτη φορά σεξ, το είδαν, μου επέβαλαν κολπικό έλεγχο. Θυμάμαι ακόμα τα κρύα χέρια και τα υποτιμητικά σχόλια αφού μπροστά ήσαν πέρα από την εξεταστή και άλλες δεσμοφύλακες».
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η αναγκαστική γυναικολογική εξέταση εντός σωφρονιστικού καταστήματος ακόμη και με τη συναίνεση της κρατούμενης δεν είναι αποδεκτή, αφού σε συνθήκες κράτησης δεν μπορούν να αντισταθούν. Απόφαση που ελήφθη σε βάρος της γειτονικής Τουρκίας.
Το κορίτσι που έγινε γυναίκα...πολύ σύντομα.
Η Ελένη μιλάει για τις συνθήκες που αντιμετώπισε ως ανήλικη φυλακισμένη στη φυλακή. Στο κελί της την έβαλαν με μία κοπέλα από την Ρουμανία, 17 χρονών, τοξικομανή.
« Από εκεί ξέρω όλα όσα τράβηξε ο Γιάννης ως άρρωστος από τα ναρκωτικά. Τόσα βράδια η κοπέλα δίπλα μου ήταν ξάγρυπνη μέσα στους πόνους. Εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να φωνάζω να έρθει κάποιος. Αυτό με έκανε να θυμώσω πάρα πολύ. Θυμάμαι ότι ένα βράδυ η κοπέλα είχε σπασμούς και έκανε εμετούς και η μόνη που ήταν εκεί για αυτή ήμουν εγώ. Εγώ την γύρισα πλάγια να μην πνιγεί, εγώ καθόμουν ξάγρυπνη δίπλα της, εγώ ούρλιαζα.
Από εκείνες τις βραδιές η Ελένη άλλαξε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Αποφάσισε ότι δεν θα επέτρεπε άλλο αυτή την κατάσταση. Άρχισε να αντιδρά. Και οι επιπτώσεις ήταν άμεσες.
«Με άφηναν γυμνή μετά τον πρωκτικό και κολπικό έλεγχο για πολύ ώρα, μου έδιναν βρώμικα ρούχα. Κάποιες φορές μέσα στην απομόνωση μου έδιναν βρώμικο στρώμα. Αργούσαν όταν φώναζα στην απομόνωση για να πάω στην τουαλέτα.
Αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα πια. Τους τα έλεγα έξω από τα δόντια. Αν για τον Γιάννη η φυλακή ήταν σχολείο, για μένα ήταν ένα απάνθρωπο ψυγείο που σκοτώνει κάθε τι το θηλυκό σε μια γυναίκα, πόσο μάλλον σε ένα κορίτσι.
Δεν εμπιστεύτηκα ποτέ ξανά άνθρωπο, μέχρι που βρήκα το Γιάννη. Όλοι και όλα ήταν εχθροί μου. Ποτέ δεν σκέφτηκα μέσα στη φυλακή να κάνω οικογένεια γιατί μισούσα κάθε τι που είχε να κάνει με τη ζωή. Και πως να μην γίνει αυτό, όταν η κοπέλα που ήμουν μαζί στο κελί προσπάθησε 2 φορές να αυτοκτονήσει. Αποτέλεσμα? Δεν μας έδιναν στηθόδεσμο να φορέσουμε για να μην κρεμαστούμε στα κελιά μας. Ούτε ψυχολόγος, ούτε παπάς, ούτε φίλος πουθενά να μας βοηθήσει...
Στον πατέρα μου, που ήρθε σε ένα επισκεπτήριο δεν είπα τίποτα. Μόνο κακό θα του έκανα, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν ήταν παρά μόνο ένας Αλβανός στην Ελλάδα»...
Ο κόσμος είναι ένας βρυκόλακας....
Η στιγμή της αποφυλάκισης ήρθε πρώτα για τον Γιάννη.
« Θυμάμαι ότι όταν έβγαινα πέταξα τα σεντόνια μου στον αέρα και στο προαύλιο κλώτσησα μια μπάλα με τόση δύναμη που βγήκε έξω από το φράχτη. Πίστευα πραγματικά ότι άνοιγα τη πόρτα σε μια νέα ζωή . Χωρίς κάγκελα, χωρίς δεσμοφύλακες, χωρίς τιμωρίες»...
Το πόσο λάθος έκανε ο Γιάννης το έμαθε ευθύς με το που έφτασε στη πόλη του.
« Όλοι ήξεραν ποιος ήμουν και τι είχα κάνει. Η μάνα μου με υποδέχτηκε παγερά. Ο αδελφός μου χάρηκε πιο πολύ. Τα λόγια της μάνας μου όταν τρώγαμε ήταν « και τώρα τι θα κάνεις? Όλοι μιλούν για σένα»
Ο αδελφός του Γιάννη δούλευε ως σερβιτόρος σε ένα καφέ.Το μίνι μάρκετ είχε κλείσει και η μητέρα του έπαιρνε μια σύνταξη με την οποία κάλυπτε τα προσωπικά της έξοδα.
«Δεν λέω τις πρώτες μέρες ο αδελφός μου με βοήθησε πολύ» συνεχίζει ο Γιάννης. «Ρώτησε παντού για μένα για δουλειά. Αλλά όλες οι απαντήσεις ήταν οι ίδιες. «Δεν έχω κάτι τώρα, θα σε ειδοποιήσω».Έτσι βρέθηκα κλεισμένος μέσα στο σπίτι, 20 χρονών χωρίς μέλλον, με την μάνα μου παρέα και το πρόβλημα με τα ναρκωτικά να υπάρχει εκεί.
Ήξερα ότι ήταν θέμα χρόνου να επιστρέψω πίσω στη φυλακή. Για μένα όλος ο κόσμος ήταν ένας βρυκόλακας, που το μόνο που ήθελε ήταν να μου πιει το αίμα.
Αν στέκομαι τώρα έδω οφείλεται στον αδελφό μου, που με παρακάλεσε να μπω σε μια κοινότητα απεξάρτησης. Το έκανα για εκείνον πρώτα και για τη μάνα μου μετά. Σκέφτηκα ότι έτσι ίσως ρεφάρω για τη στεναχώρια που τους προκάλεσα. Κι έτσι ήρθα στην Αθήνα και μπήκα σε μια κοινότητα που, δόξα τω θεώ, με βοήθησε πολύ».
Στο πρόγραμμα απεξάρτησης ο Γιάννης έμαθε να ζει χωρίς τα ναρκωτικά, να στέκεται στα πόδια του, να τα βγάζει πέρα μόνος του.
« Έκανα πολλή προσπάθεια, πάλεψα. Το ότι ήμουν στην Αθήνα και δεν με ήξεραν με βοήθησε να βρω πιο εύκολα δουλειά. Έτσι άρχισα να εργάζομαι σε ένα εστιατόριο ως διανομέας φαγητού στο κέντρο της Αθήνας. Δούλευα χωρίς ασφάλιση. Θυμάμαι όταν χτύπησα ένα βράδυ χρειάστηκε να με πάνε στο νοσοκομείο γιατί έπεσα με το μηχανάκι μου. Χρειάστηκε το αφεντικό μου να πάρει τηλέφωνο έναν γνωστό του γιατρό στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόμουν για να με περιθάλψουν και να μην ζητάνε χαρτιά.
Τον καιρό εκείνο έμενα σε ένα υπόγειο στη Καλλιθέα. 35 τετραγωνικά χωρίς τηλεόραση,μόνο ένα μπάνιο παλιό και ένα καθιστικό με κουζίνα. Αλλά δεν με πείραζε. Παρόλο που έμοιαζε με το κελί μου πολλές φορές, αισθανόμουν καλά γιατί είχα αρχίσει να τα καταφέρνω μόνος μου.Μπορούσα να βγω το βράδυ έξω αν ήθελα χωρίς να ρωτήσω κανέναν και να φάω ένα σουβλάκι. Άνοιγα την πόρτα πολλές φορές τη νύχτα, όταν ξύπναγα απότομα, για να βεβαιώνομαι ότι δεν είμαι σε κελί».
Η Ελένη στο κόσμο των μεγάλων...
Η αποφυλάκιση για την Ελένη ήρθε αργότερα από αυτή του Γιάννη .
« Ήμουν τυχερή εγώ. Ο πατέρας μου ήταν αμέσως δίπλα μου και πλέον είχε έρθει και η μητέρα μου από την Αλβανία με την υπόλοιπη οικογένεια. Όλοι στάθηκαν αμέσως δίπλα μου και έκαναν ότι μπορούσαν για να με κάνουν να αισθανθώ καλά. Μόνο στο θέμα της δουλειάς τράβηξα πολλά.
Η πρώτη μου δουλειά ήταν σε ένα φούρνο 10 λεπτά από το σπίτι μου. Δούλευα πολύ, από τις 4 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ και πληρωνόμουν 20 ευρώ τη μέρα. Αλλά δεν μιλούσα. Μέχρι που το αφεντικό δεν με πλήρωνε ούτε αυτά. Κάθισα μέχρι τη στιγμή που με πρόσβαλε λέγοντάς μου «αν δεν σου αρέσει τράβα πίσω στη φυλακή». Αμέσως σκέφτηκα ότι δεν θα ένιωθα καθόλου άσχημα αν έμπαινα το βράδυ στο μαγαζί του και του έκλεβα όσα μου χρωστούσε...
Αργότερα δούλεψα σε μια καφετέρια στο Πειραιά. Έπαιρνα 2 λεωφορεία και τον ηλεκτρικό κάνοντας μιάμιση ώρα να φτάσω. Δούλευα μέχρι αργά το βράδυ και έπρεπε να πληρώσω ταξί για να γυρίσω, ξοδεύοντας ότι είχα βγάλει. Αλλα δεν ήταν αυτό που με έκανε να φύγω. Αυτό που με έκανε να φύγω ήταν ότι πολλοί από τους πελάτες έκαναν σεξιστικά σχόλια για μένα και με παρενοχλούσαν την ώρα της δουλειάς. Όταν το είπα στο αφεντικό μου αυτό για να κάνει κάτι, μου είπε με παγερό ύφος «έλα τώρα που σε πειράζει, εσύ έχεις κάνει τόσα αυτό θα σε πειράξει»? Δεν ζήτησα ούτε τα λεφτά που μου χρωστούσε. Μόνο τον έβρισα και σηκώθηκα και έφυγα. Να σου πω, δεν θα με πείραζε αν έμπαινα και στο δικό του μαγαζί όχι για να κλέψω αλλά για να πετάξω σκουπίδια μέσα και να φύγω»...
Αμέσως την κατάλαβα...
Η συνάντηση του Γιάννη με την Ελένη ήταν εντελώς τυχαία αφού είχαν αποφυλακιστεί και οι δύο.
« Δούλευα στο εστιατόριο στο κέντρο όταν ήρθε η Ελένη να ζητήσει δουλειά. Την είδα ένα απόγευμα που δεν είχαμε πολύ δουλειά. Κατάλαβα άμέσως ότι κάτι είχε που έκρυβε όπως και εγώ. Το έβλεπα στα μάτια της. Δεν είπα τίποτα ούτε της έπιασα κουβέντα για να μην καρφωθώ. Άλλωστε περίμενα να δω αν θα την πάρουν στη δουλειά πρώτα.
Μετά απο μια εβδομάδα ξαναήρθε και έκανε μια – δυο βραδιές δοκιμαστικά πίσω στη κουζίνα. Τελικά την κράτησε το αφεντικό . Δούλευε πολύ χωρίς να μιλάει. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να κάνει τη δουλειά της και να φύγει . Έπρεπε να την γνωρίσω, το ήξερα ότι έπρεπε...
Εγώ ήμουν μόνος, χωρίς κοπέλα και ουσιαστικά χωρίς κανέναν φίλο. Πήγαινα νωρίς στη δουλειά κι έφευγα αργά μόνο και μόνο για να την δω και να είμαι στο ίδιο περιβάλλον με αυτή.
Το αφεντικό μου έλεγε να ξεχάσω τις υπερωρίες αλλά εμένα δεν με ένοιαζε. Αυτό που με έκαιγε ήταν να την πλησιάσω και έψαχνα τρόπους πως να το καταφέρω. Μην νομίζεις, στο φλερτ δεν είχα και εμπειρία. Δεν είχα ξανανιώσει τίποτα για κανέναν εδώ και πολλά χρόνια, δεν είχα ξανακάνει ερωτική εξομολόγηση. Σε ποιον να έκανα άλλωστε? Στον δεσμοφύλακα ή στις πόρνες που με ανέχονταν όταν έβγαινα έξω με άδεια?
Στην αρχή πήγαινα κοντά της μόνο για λόγους δουλειάς. Πήγαινα να πάρω την παραγγελία, προφασιζόμουν ότι το φαγητό ήταν λίγο άψητο ή άτακτα τοποθετημένο στο κουτί της παραγγελίας για να πάω πίσω και να πιάσω κουβέντα. Ώσπου ένα βράδυ με έβαλε στη θέση μου η ίδια μπροστά σε όλους λέγοντάς μου « δεν μου λες, είσαι τόσο χαζός όσο δείχνεις ή προσποιείσαι»?
Όλοι γέλασαν το ίδιο κι εγώ, αλλά δεν είπα τίποτα. Περίμενα να σχολάσει και όταν έφευγε την πλησίασα και την ρώτησα «είσαι τόσο κακιά όσο δείχνεις ή προσποιείσαι»? Και έτσι ξεκίνησαν όλα. Από τότε είμαστε μαζί .
Με την Ελένη κάθε κουβέντα που αντάλλασα με έκανε να καταλάβω ότι είχα δίκιο που την προσέγγισα. Δεν χρειαζόταν να υποκρίνομαι για αυτό που ήμουν, καταλάβαινε αμέσως ότι της έλεγα για τη ζωή μου κι εγώ για τη δική της. Δεν ήμουν ο αλήτης, ο ναρκομανής για αυτήν. Ήμουν ο Γιάννης της. Κι εγώ είχα ένα λόγο να συνεχίζω να παλεύω και να νικώ τους δαίμονές μου και αυτή τους δικούς της.
Δεν με ένοιαζε που μου φώναζε πολλές φορές, δεν με ένοιαζε που δεν με άφηνε να την αγγίζω στα καλά καθούμενα,δεν με ένοιαζε που μου έλεγε ότι δεν θέλει να κάνει παιδιά και να παντρευτεί γιατί φοβόταν. Ήξερα γιατί τα έλεγε όλα αυτά. Και ήξερα ότι μαζί θα τα ξεπεράσουμε.Γιατί ήξερα ότι αυτή είναι η μία. ».
Η Ελένη συνεχίζει λέγοντας « Ο Γιάννης ήταν ο μόνος που μπόρεσε να κοιτάξει μέσα μου και να δει ποια πραγματικά ήμουν. Δεν με έκρινε ποτέ,με πρόσεχε πάντα,με σεβάστηκε, άντεχε πάντα τις παραξενιές μου, τους φόβους μου, την απαισιοδοξία που έχω για τη ζωή.
Αυτό με έκανε να αρχίσω να κοιτάω αλλιώς τα πράγματα και να πιστεύω σε ένα καλύτερο μέλλον. Είναι πολλές οι δυσκολίες που πρέπει να ξεπεράσουμε. Και αυτές έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα. Σήμερα μένουμε μαζί και σχεδιάζουμε το μέλλον μας παρέα. Φοβόμαστε όμως να ονειρευτούμε. Φοβόμαστε να ευτυχήσουμε. Κοιτάμε να αντιμετωπίζουμε τη κάθε μέρα ξεχωριστά. Αυτό που ξέρω μόνο είναι ότι θα είμαι με το Γιάννη στη πορεία αυτή. Θα δείξει»...
Δεν είμαστε εμείς το εγχειρίδιο επιτυχίας...
Η ερώτηση που έκλεισε την συνέντευξή μας ήταν ποια θα ήταν η συμβουλή τους στα νέα παιδιά μέσα από τα βιώματά τους. Το λόγο πήρε η Ελένη.
« Δεν είμαστε εμείς το εγχειρίδιο επιτυχίας για τη νεολαία.Αντίθετα, έχουμε κάνει και οι δύο πολλά λάθη τόσο νωρίς. Αυτό που έχω να πω σε όλα τα παιδιά είναι απλά να προσέχουν».
Ο Γιάννης ήταν πιο ομιλιτικός « Κοίτα, πιστεύω ότι είμαι πολύ τυχερός που βρήκα την Ελένη. Και αυτό είναι που με κρατάει ζωντανό και μου δίνει κίνητρο.
Η κοινωνία μας δεν βοηθάει τα νέα παιδιά να ξεφύγουν από τον κατήφορο. Αντίθετα πολλές φορές τα σπρώχνει πίσω. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν είναι έτσι η ανθρώπινη φύση ή γίνεται στην πορεία αδιάφορος ο άνθρωπος .
Μέσα στη φυλακή γνώρισα 2 παιδιά, πρώην τοξικομανείς. Σήμερα δεν έχω επαφή με κανέναν από τους δύο. Και αυτό γιατί ο ένας είναι μέσα πάλι και ο άλλος έχει μπλέξει τόσο άσχημα με τα ναρκωτικά ξανά που θα μου έκανε κακό να έχω επαφές μαζί του.
Χρειάζεται το κάθε παιδί να ξέρει ότι από τη στιγμή που μπει σε αυτό το λούκι είναι μόνο του. Ούτε μάνα , ούτε πατέρας είναι εκεί να το ξελασπώσουν, ενώ δεν υπάρχει κανένας να νοιαστεί πραγματικά για αυτόν».
Εκείνη την ώρα βγάζει και μου δείχνει μια εικόνα του Άγιου Φραγκίσκου, ενός αγίου της καθολικής εκκλησίας. Στην πίσω μεριά γράφει « Κανείς δεν μπορεί να με βλάψει παρά μόνο ο εαυτός μου. Το κακό που με κατατρέχει, το φέρω μέσα μου. Και αν τραβάω πάθη κανείς άλλος δεν φταίει, το κεφάλι μου φταίει». Ορίστε αυτό να γράψεις ως συμβουλή που έχω κι εγώ...
Στο ξαναλέω όμως μην κοιτάς εμάς. Εμείς είμαστε απλώς μια περίπτωση με αίσιο τέλος, μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Υπάρχουν άλλα παιδιά σαν κι εμάς χωρίς μέλλον. Το έχασαν από δικά τους λάθη ή ακόμα χειρότερα από λάθη άλλων . Και δεν μπορούν να το πάρουν πίσω. Αυτά χρειάζεται να βοηθηθούν. Εμείς τα καταφέρνουμε μέχρι στιγμής. Δεν είμαστε όλοι τυχεροί όμως. Υπάρχουν παιδιά που υποφέρουν μέσα και έξω από τη φυλακή. Κοίτα να γράψεις για αυτά»...
Σύμφωνα με έρευνες, 8 στα 10 παιδιά που φυλακίστηκαν στην Ελλάδα, επέστρεψαν πίσω στη φυλακή αφού υπέπεσαν σε παραβατική συμπεριφορά.
Παιδιά 13, 14 και 15 ετών φυλακίζονται για ασήμαντη αφορμή, επειδή δεν υπάρχουν εναλλακτικά κέντρα φιλοξενίας και αναμόρφωσης!
Πριν από δύο χρόνια, ένας 15χρονος που είχε φυλακισθεί για ναρκωτικά, μεταφέρθηκε στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, όπου βρέθηκε απαγχονισμένος!
Ο Γιάννης έχει δίκιο. Είναι καιρός όλοι μας να ασχοληθούμε με τα παιδιά αυτά..