Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Ερζερούμ: τρία εάν και ένα διότι…  


GAP-ERDOGAN-erzeroum 
Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.
Ο Γιώργος Παπανδρέου είναι αυτός που θεμελίωσε συμβολικά ως υπουργός εξωτερικών την περίφημη «διπλωματία των σεισμών» με την Τουρκία. Στην πραγματικότητα ήταν μια πολιτική μορφή υπέρβασης των αγκυλώσεων που προκάλεσε στις διμερείς σχέσεις της χώρας με την Τουρκία η πολιτική των «γκρίζων ζωνών», που ακολούθησαν οι γείτονες οργανωμένα και συνεκτικά πλέον μετά την κρίση των Ιμίων.  Την πολιτική αυτή ακολούθησε ευλαβικά και ο Κώστας Καραμανλής, πιστεύοντας ότι για να υπάρξει δυνατότητα επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, θα πρέπει πρώτα να υπάρξει κλίμα «συναδέλφωσης» και εμπιστοσύνης μεταξύ των ηγεσιών των δύο χωρών. Ασφαλώς αυτή  η προσέγγιση δεν ήταν πρωτόγνωρη καθώς αποτέλεσε στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου μέσω του Κάρολου Παπούλια, βασισμένη στη καλλιέργεια πνεύματος «μη-σύγκρουσης». Το ζήτημα τότε ήταν πώς η διένεξη με την Τουρκία, μέσω «μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης», θα μείωνε τις πιθανότητες θερμής αντιπαράθεσης στην περιοχή και ....
αποτελούσε το κλασικό παράδειγμα αντιμετώπισης διενέξεων όμορων κρατών που αφορούν σε στρατηγικά ζητήματα, τα οποία αναφέρονται σε ευρύτερα ζητήματα κυριαρχίας και δικαιωμάτων, πέραν των όποιων συνοριακών διαφορών. Η φύση των «μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης» αποκάλυπτε έμμεσα και το εύρος των διαφορών, τις οποίες νομιμοποιούσε παρά το διπλωματικά προβληματικό δόγμα «δεν διεκδικούμε τίποτα, δεν παραχωρούμε τίποτα» της Ελλάδας, που ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκε για λαϊκιστική προπαγάνδα. Τα «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης» ήταν ένα διπλωματικό εφεύρημα για να διαμορφωθούν συνθήκες διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της θεωρίας «power sharing» για το Αιγαίο και την Κύπρο.
Μια και το πολιτικό σύστημα και η κοινή γνώμη των δύο χωρών, αλλά περισσότερο της Ελλάδας, δεν ήταν έτοιμα για να αντιμετωπίσουν την αλλαγή του καθεστώτος στο Αιγαίο και την θεσμική διαμόρφωση ενός άλλου καθεστώτος στο πλαίσιο μιας «ενωμένης» Κύπρου, έπρεπε προηγουμένως, παράλληλα με την μείωση της έντασης, να υπάρξει και μια σχετική ωρίμανση της ιδέας της διαφορετικής διάρθρωσης ισχύος των δύο χωρών στην περιοχή, που ουσιαστικά θεμελίωνε διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Η ιδέα αυτή έπρεπε να απεγκλωβιστεί από το τρέχον σύστημα αντιλήψεων του εθνικού συμφέροντος, κυρίως της Ελλάδας, ώστε να αναπτυχθεί και να νομιμοποιηθεί το «power sharing» σε μια άλλη διάσταση συμφέροντος. Επιγραμματικά θα έλεγα ότι στην ουσία αναπτύχθηκε μία επικοινωνιακή πολιτική που εμπότιζε το εθνικό συμφέρον με «οικονομικά κίνητρα» (εμπορικά κίνητρα και κίνητρα συνεκμετάλλευσης πλουτοπαραγωγικών πηγών), ώστε να γίνει δελεαστική η θεσμοθέτηση της ανακατανομής ισχύος υπέρ της Τουρκίας στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκε η φιλολογία περί συνεκμετάλλευσης του δυναμικού υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και στο πνεύμα αυτό προχώρησαν οι Μεγάλες  Δυτικές Δυνάμεις στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Παρόλα αυτά και παρόλες τις προσπάθειες των τελευταίων κυβερνήσεων στην Ελλάδα, τα αποτελέσματα στο επίπεδο της κοινής γνώμης ήταν πενιχρά. Το δόγμα «δεν διεκδικούμε τίποτα, δεν παραχωρούμε τίποτα» σε συνδυασμό με την προκλητική στάση της τουρκικής ηγεσίας, τους μαξιμαλιστικούς στόχους της και την βαθιά ριζωμένη τουρκοφοβική εθνικιστική συνείδηση του Ελληνισμού, που δομούσε εθνική ταυτότητα σε αντιδιαστολή με τα τουρκικά συμφέροντα στην περιοχή, δεν επέτρεψαν στις ηγεσίες των δύο χωρών να προχωρήσουν σε θεσμική αλλαγή του καθεστώτος, αν και το status quo από το 1974 διαρκώς μεταβαλλόταν υπέρ της γείτονος.
Αυτή είναι η αλήθεια και δυστυχώς ο λαϊκισμός δεν μπορεί να την διασκεδάσει άλλο πια. Ο κ. Γιώργος Παπανδρέου είναι προφανές ότι θεώρησε την παρούσα κρίση στην Ελλάδα μία χρυσή ευκαιρία για να περάσουμε σε ένα ανώτερο στάδιο συνεννόησης (βλέπε διαπραγμάτευσης) με τους Τούρκους σε ότι αφορά στην μέθοδο επίλυσης ολόκληρου του πακέτου των διαφορών που προβάλλει η Τουρκία και στον τρόπο που θα παρουσιαστεί αυτή (η μέθοδος) στην κοινή γνώμη των δύο χωρών. Με άλλα λόγια, η νέα διπλωματική εκστρατεία του πρωθυπουργού στο Ερζερούμ δεν είναι ούτε νέα, ούτε διπλωματική. Αποτελεί άρρητη πολιτική στρατηγική ως το επόμενο βήμα της «διπλωματίας των σεισμών».
Ο Γιώργος Παπανδρέου στο Ερζερούμ έθεσε τρία «εάν»: αν η Τουρκία εννοεί πραγματικά ότι θέλει την ειρήνη, αν η Τουρκία εννοεί ότι μπορεί να βρεθεί λύση με ειρηνικά μέσα και εάν θα ήταν καλύτερα να τα βρούμε ειρηνικά μεταξύ μας, αποφεύγοντας τις στρατιωτικές προκλήσεις, αντί να οδηγηθούμε σε λύση μετά από σύγκρουση. Η προπαγάνδα του καθεστώτος στην Ελλάδα εμφανίζει αυτά τα τρία «εάν» ως διλήμματα που θέτει ο πρωθυπουργός προς την απέναντι πλευρά, ενώ είναι προφανές ότι μεγαλύτερο βάρος (σχεδόν αποκλειστικό) έχουν προς την ελληνική πλευρά. Το μήνυμα που επιδιώκουν να αποκρυσταλλωθεί στην ελληνική κοινωνία είναι ότι η Ελλάδα, στον βαθμό που θέτει το δίλημμα «ειρήνη ή πόλεμος» στην Τουρκία, είναι ισχυρή. Άρα έχουμε έναν ισχυρό πρωθυπουργό που πετάει το μπαλάκι της διευθέτησης της διένεξής μας στην απέναντι πλευρά.
Πρόκειται όμως για τραγική παρεξήγηση που προκαλεί για άλλη μια φορά ο λαϊκισμός του καθεστώτος στην χώρα μας. Ο κύριος Παπανδρέου χθες εγκατέλειψε ουσιαστικά κάθε έννοια ισχύος ως προβολή «hard power» από ελληνικής πλευράς, αντιδρώντας στο δίλημμα «ειρήνη ή πόλεμος» που εδώ και πολλά χρόνια θέτουν οι Τούρκοι προς την Ελλάδα παραβιάζοντας την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και διατηρώντας το casus belli σε ότι αφορά στην άσκηση του δικαιώματος επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων. Με άλλα λόγια ο κ. Παπανδρέου λέει ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να εκφράσει την ισχύ της στο επίπεδο της «hard power» για να οδηγηθούμε σε λύση, ας μην το κάνει και η Τουρκία. Αυτό ίσως να φαίνεται σε όσους αντιμετωπίζουν ιδεαλιστικά τις διεθνείς σχέσεις, ως μία μετριοπαθής και «σοφή» στάση. Στην πραγματικότητα, όμως, αποτελεί μία απολύτως διασκεδαστική στο πρόβλημα της διένεξης, συμπεριφορά. Το εθνικό συμφέρον χώρων, που υπάρχει όσο υπάρχουν εθνικά κράτη, διαμορφώνεται από το μείγμα «hard power» και «soft power» που χρησιμοποιούν οι ηγεσίες και όχι με την μονομερή απόσυρση από την άσκηση «hard power», ώστε και ο αντίπαλος να φιλοτιμηθεί και να περιορίσει την στρατηγική του σε πρακτικές «soft power».

Το ζήτημα της διένεξης με τους Τούρκους δεν είναι «ειρήνη ή πόλεμος», αλλά πολιτικές πρακτικές που συνδυάζουν αναπαραστάσεις και των δύο για να οδηγήσουν σε ένα στρατηγικό αποτέλεσμα, που θα ικανοποιεί τον ορισμό του εθνικού συμφέροντος στην συγκυρία. Το μέγα πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία με σταθερά βήματα, συνδυάζοντας άψογα «hard power» με «soft power», θεμελιώνει το εθνικό συμφέρον της στην περιοχή, ενώ η πολιτική πρακτική της Ελλάδας, η οποία επαναλαμβάνω δεν έχει καμία σχέση με κανενός είδους γνωστής διπλωματίας, θολώνει ακόμη περισσότερο την διάσταση του ελληνικού εθνικού συμφέροντος. Φτάσαμε στο σημείο, ενώ ο κ. Παπανδρέου παραπονείται για την υπέρπτηση τουρκικών μαχητικών σε ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, από την άλλη φέρεται να χαρακτηρίζει αυτήν την πολεμική ενέργεια ως «ρουτίνα» της τουρκικής πολεμικής μηχανής. Δυστυχώς τέτοιες και άλλες παρόμοιες ρουτίνες είναι αυτές που έχουν μεταβάλει το status quo στην περιοχή. Η Τουρκία πέτυχε, ασκώντας «hard power» σε επίπεδο ρουτίνας, να διαμορφώσει τετελεσμένα, τα οποία, όχι απλώς θα επηρεάσουν την θεσμική μεταβολή που θα επέλθει κάποια στιγμή στο Αιγαίο, αλλά κυρίως την ελληνική κοινή γνώμη ως προς την αποδοχή αυτής της μεταβολής. Οι παραβιάσεις, υπερπτήσεις και «επισκέψεις» πολεμικών πλοίων στην Αττική, αποσκοπούν στην εμπέδωση της ισχύος της γείτονος, την οποία, αντί να αναδείξει ως χυδαία στρατηγική ο κ. Παπανδρέου, καταγγέλλει ως «περιστατικά», που πρέπει να αποφεύγονται, διότι δεν βοηθούν στην επίλυση.
Και όμως βοηθούν και το ξέρει καλά! Συνεισφέρουν στην χαλιναγώγηση των εθνικών αναπαραστάσεων με την μορφή ιστορικών ελληνικών δικαιωμάτων στην περιοχή, στο επίπεδο της ελληνικής γνώμης. Μάλιστα, τώρα που τα αυτιά των Ελλήνων έχουν χαμηλώσει αρκετά λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, μοιάζει να είναι έτοιμα να ακούσουν νέα που θα αφορούν στην απεμπόληση δικαιωμάτων στο Αιγαίο που μέχρι πρότινος θεωρούσαμε δεδομένα, με ιδεατή οικονομική αντιπαροχή, ασφαλώς. Και όλα αυτά για να μην προστεθούν τα αποτελέσματα ενός πολέμου σε αυτά της οικονομικής κρίσης. Η «διπλωματία των σεισμών» είχε  συνδεθεί με την αποφυγή πολέμου για την διατήρηση του υψηλού επιπέδου ευημερίας στην χώρα, ενώ σήμερα το ίδιο αίτημα συνδέεται με την μη επέκταση και εμβάθυνση της κοινωνικής κρίσης. Ελάτε να τα βρούμε δίχως πόλεμο, είπε ο κ. Παπανδρέου στο  Ερζερούμ και η τουρκική ηγεσία μάλλον … πολύ το ευχαριστήθηκε. Η καλύτερη λύση γι’ αυτούς θα ήταν να επιτύχουν την εκπλήρωση του εθνικού τους συμφέροντος στην περιοχή, απλώς με την επίκληση της στρατιωτικής απειλής και δίχως την άσκηση στρατιωτικής βίας. Άρα μάλλον ικανοποίησαν τα λόγια του κ. Παπανδρέου την τουρκική ηγεσία και το διπλωματικό της σώμα, ενώ δίνουν φτερά και φουσκώνουν τα πανιά της στρατιωτικής μηχανής της για να συνεχίσει τα ίδια, μια και πιάνουν τόπο. Η ελληνική ηγεσία θα συνεχίσει όλο και πιο αδύναμα να καταγγέλλει, η ελληνική κοινή γνώμη όλο και περισσότερο να «μαζεύεται» και η διεθνής κοινότητα να βεβαιώνεται ότι η Τουρκία έχει την ισχύ να επιβάλει τους ισχυρισμούς της. Το διεθνές δίκαιο διαμορφώνει δικαιοσύνη στο επίπεδο της ισχύος, γι’ αυτό και είναι άδικο για τους ανίσχυρους ή όσους δεν αντέχουν ή δεν γνωρίζουν πολιτικά να θεμελιώνουν την ισχύ τους.

Το σημείωμα αυτό αποσκοπεί στο να προσγειώσει την περίφημη ελληνική «κοινή γνώμη». Εάν το καθεστώς δεν καταφέρει να μετατρέψει απολύτως το εθνικό κίνητρο στην περιοχή σε οικονομικό κίνητρο, πράγμα πολύ δύσκολο για να θεμελιωθεί πρακτικά και όχι με αερολογίες και σαχλαμαρίτσες, τότε δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί καμία απολύτως λύση δίχως σύγκρουση. Το ζήτημα για την Ελλάδα είναι ότι με την όλο και πιο γκρίζα απεικόνιση του εθνικού συμφέροντος, με την αντικατάσταση της διπλωματίας από μυστική πολιτική και δημόσιες σχέσεις και με την έμμεση αποδοχή ότι δεν σκοπεύει να ασκήσει «hard power», δεν θα μπορέσει την κρίσιμη στιγμή να πάει ισχυρή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Με απόλυτα κοσμοπολιτική και μη-εθνικιστική διάθεση, ο γράφων επιθυμεί να επισημάνει ότι ακολουθούμε μία επικίνδυνη πορεία που τελικά ούτε την πιθανότητα πολέμου απομακρύνει, ούτε ασφαλώς διασφαλίζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Η διαλεκτική που παγιώνεται στις διμερείς μας σχέσεις με την Τουρκία, οδηγεί μάλλον σε ένα περιορισμένο θερμό επεισόδιο που θα μας σύρει με «ψηλά τα χέρια» και «κάτω τα αυτιά» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπου θα υπάρχει μια πολύ μεγάλη ατζέντα διαφορών προς διευθέτηση. Δεν προτείνω η Ελλάδα να προκαλέσει ένοπλη σύγκρουση, εκτιμώ όμως ότι η εγκατάλειψη του παράγοντα «hard power» ως στοιχείο της ελληνικής στρατηγικής στην περιοχή, θα είναι ασυγχώρητο λάθος.