του Άγγελου Αγγελίδη
Μη μιλάς. Κάνε πως δεν είδες. Βλέπε τη δουλειά σου. Προχώρα, προχώρα και μη σταματάς. Μη κοιτάς και μη μιλάς, θα μπλέξεις. Αυτοί είναι οι Κανόνες της σύγχρονης κοινωνίας και της ζωής μας. Και είναι αλήθεια. Αν τολμήσεις να δεις πιο μακριά, κινδυνεύεις να χάσεις τα μάτια σου. Αν τολμήσεις να πεις κάτι παραπάνω, κινδυνεύεις να χάσεις για πάντα τη φωνή και τη μιλιά σου.
Αν πεις κάποια στιγμή την αλήθεια, μόνο ο ίδιος θα την καταλάβεις και θα νοιώσεις αυτόματα παγερή μοναξιά. Θα σ΄ εγκαταλείψουν όλοι, ακόμη κι αυτοί που σου χρωστάν ανταπόδοση ψυχής και καλοσύνης. Οι δυνατοί θα υπερισχύσουν. Οι αδίστακτοι θα επικρατήσουν. Θα απογοητευτείς και θα μαζευτείς. Θα συρρικνωθείς σαν προσωπικότητα και θα λιγοστέψεις απότομα, μέχρι να γίνεις ένα τίποτα. Μέχρι να εξαφανιστείς. Και τότε; Αν δεν έχεις αντίληψη και νου, αν δεν διαθέτεις τη στοιχειώδη λογική και το απαραίτητο ένστικτο της αυτόνομης ύπαρξης, δηλαδή αν είσαι ένα τίποτα, τότε όλα θα είναι καλά και μακάριος. Όλα τελείωσαν εκεί.
Αν όμως είσαι ακόμη ζωντανός στο στερέωμα και η ψυχή σου ελατήριο που μάζεψε τόσο καιρό ενέργεια; Τότε αρχίζεις το αιώνιο μαρτύριο. Τότε έρχεται η σύγκρουση των πεποιθήσεων, των αντιλήψεων, των επιθυμιών και των στόχων σου με τον κοινωνικά επιβαλλόμενο καταναγκασμό. Η βία που επιβάλλεται και δεν ελέγχεται από ηθικές αρχές και αξίες σε καταπιέζει αθόρυβα και ανυπόφορα. Η υπομονή δεν είναι λύση. Η λύση δεν φαίνεται πουθενά. Τότε αρχίζεις και πάλι τη σιωπή. Προσπαθείς και θέλεις να σώσεις τον εαυτούλη σου χωρίς απώλειες, χωρίς φθορές και όπως κι όπως. Δεν θέλεις φασαρίες ούτε μπλεξίματα. Αισθάνεσαι καλύτερα θεατής στην κερκίδα, παρά πρωταγωνιστής στον αγωνιστικό χώρο. Όμως εκεί που νομίζεις ότι έπεισες την αφεντιά σου για τη νομιμοφροσύνη σου, νοιώθεις τη συνείδηση σου σαν εφιάλτη. Μπήκες στο χορό της συνενοχής. Θα βλέπεις τα παράνομα και θα σιωπάς. Θα νοιώθεις τις αδικίες και θα υποφέρεις. Θα είσαι συνυπεύθυνος, αλλά και πάλι θα σιωπάς. Κι έτσι θα υπάρχεις, μα τελικά δεν θα υπάρχεις.
Καθημερινά πλέον ο άνθρωπος παραπονιέται. Παραπονιέται ο σύγχρονος αν-θρωπος για όσα συμβαίνουν μακριά του ή γύρω του ή στον ίδιο. Αυτά που προβάλλει η τηλεόραση, μας πείθουν ότι ούτε ψεύτικα είναι πλέον, ούτε σενάρια φαντασίας. Το αίμα καυτό και κατακόκκινο τρέχει κάθε μέρα και ζεσταίνει το χώμα. Τα κορμιά σιγά-σιγά κρυώνουν. Η ζωή παγώνει. Η ζωντάνια και το σφρίγος παραδίδονται στο γκρίζο του θανάτου και της καταστροφής. Το όνειρο για τη γλυκιά ζωή παρελθόν. Ο θάνατος κοινός φόβος σε όλους. Τα καραβάνια και οι ανθρω-πιστικές αποστολές πολλές, αλλά το αίμα τρέχει ακόμα. Μαζεύονται ρούχα και τρόφιμα απ΄ τα παιδιά των Σχολείων. Πληρώνονται και στέλνονται φάρμακα. Στέλνονται φάρμακα. Στέλνονται και όπλα. Το θέατρο του παραλόγου στην παγκόσμια σκηνή συνεχίζεται. Και το αίμα τρέχει στο χώμα ακόμα ζεστό και κόκκινο. Οι πόλεμοι ασταμάτητοι και αίσχιστα δικαιολογημένοι από ανθρώπους. Ναι, από ανθρώπους που κάθε μέρα θα σκοτώνουν ανθρώπους.
Οι πόλεις σαν μεγαθήρια μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο. Οι πολύ-κατοικίες πολυώροφες και με πολυτέλεια περίσσεια. Τα σπάνια μάρμαρα στα μπαλκόνια και τα κρύσταλλα με το χρυσό διάκοσμο στολίζουν τις υπερμεγέθεις μονοκατοικίες, τις εξοχικές κατοικίες και τα πολυτελέστατα οροφοδιαμερίσματα. Και λίγο πιό πέρα οι άτυχοι της ζωής. Τόσο οι άστεγοι και οι τρωγλίτες. Οσο κι εκείνοι που σφίγγουν τα δόντια από υπομονή. Δέρνουν χωρίς πολλή σκέψη, ψυχρά και ανελέητα τα παιδάκια τους καταμεσής του δρόμου. Γιατί το ένστικτο δημιούργησε την όρεξη κι η παιδική αφέλεια την επιθυμία με την γκρινιάρικη επιμονή. Ωστόσο λείπει απ΄ τη τσέπη της μάνας εκείνο το ευρό που θα έφερνε το μαλακό και λαχταριστό σουσαμένιο κουλούρι. Τρέχει το δάνειο κι ότι υπάρχει στη τσέπη θα προγραμματιστεί για την επόμενη δόση. Και το παιδί σέρνεται κακόμοιρο καταμεσής στο δρόμο με τα μάτια του κόκκινα και κλαμένα.
Κι οι μέρες περνούν κι η φτώχεια συνεχίζεται. Και τα παιδιά μεγάλωσαν με χίλια παραμύθια κι αυτά τα παραμύθια έπαιξαν το ρόλο τους και στ΄ αληθινά παραμύθια της ζωής. Τα παιδιά μεγάλωσαν, άλλαξαν. Εκείνη όμως η στέρηση άφησε τα σημάδια βαθιά και η επιθυμία εκείνη δεν άλλαξε ακόμη. Ισως γι΄ αυτό οι περισσότεροι να χαίρονται ακόμη εκείνο το κουλούρι με όρεξη περίσσεια. Και η ζωή συνεχίζεται μα ο πλούτος παραμένει ακόμη αδικαιολόγητα έτσι μοιρασμένος. Μοιρασμένος από ανθρώπους που αγνοούν τους ανθρώπους.
Αλεξιπτωτιστές εδώ, αλεξιπτωτιστές εκεί, φυτευτοί παραπέρα. Παντού παρεί-σακτοι, αλεξιπτωτιστές κι αδικαιολόγητοι. Η κοινωνία μας γεμάτη από το σπάνιο αλλά ηρωικό αυτό είδος. Βέβαια κάποιος άλλος χαρακτηρισμός θα ταίριαζε περισσότερο, αλλά τον αποφεύγουμε στη σπουδή μας μην αδικήσουμε πιθανόν τους εξωγήινους. Θα τους συναντήσουμε πολλές φορές, στις υπηρεσίες, μπροστά μας. Επίσης στις εκλογές για τα κοινά, κι εκεί θα τους δούμε να συνωθούνται. Θα μοστράρουν σε θέσεις διακεκριμένες με παχυλούς μισθούς και επιδόματα υπερ-βολικής εφίδρωσης. Στις πρώτες-πρώτες θέσεις σε διάφορους διαγωνισμούς ή σε καλή σειρά σε καταλόγους αποτελεσμάτων. Αυτοί θα αγωνίζονται μονίμως για την δικαιοσύνη και την αξιοκρατία που την θεωρούν Ηλιο μοναδικό στο δικό τους ουρανό;
Εκείνη την ίδια ώρα κάπου αλλού, το τίμιο χέρι μιας αθώας μάνας θα ανάβει το καντηλάκι ψελλίζοντας συγχρόνως προσευχή και ικεσία προς τον Μέγα Θεό, να βγούν καλά τ΄ αποτελέσματα του γιού της. Η χαρά της προσμονής και η ελπίδα της επιτυχίας θα ζουν και θα υπάρχουν στο ταπεινό σπιτικό μέχρι τη στιγμή της αλήθειας. Ομως η αλήθεια είναι πικρή. Πικρή και δεν καταπίνεται εύκολα επειδή τις περισσότερες φορές η αλήθεια είναι μισή. Φτιαγμένη έτσι από ανθρώπους για τους συνανθρώπους.
Εμειναν με τα μάτια ορθάνοιχτα οι γείτονες για το επεισόδιο που συντελέστηκε δίπλα τους και διάβασαν στις εφημερίδες. Ξαφνιάστηκαν και απορούσαν. Εσκιζαν τα ιμάτιά τους και έπαιρναν μέχρι και όρκο μερικοί απ΄ αυτούς, για το απροσδόκητο του γεγονότος. Όλα αδικαιολόγητα, όλα απρόσμενα κι όλα ένα ανεξήγητο αποτέλεσμα της κακιάς στιγμής. Μέχρι που ο θερμόαιμος της ίδιας γειτονιάς δεν άντεξε άλλο σ΄ αυτά τα σαχλοακούσματα. Δεν άντεξε άλλο να ακούει τα συνηθισμένα ψέματα και τα άρρωστα παραμύθια. Δεν άντεξε την υποκρισία και τις στημένες φάσεις. Δεν άντεξε το χρυσωμένο χάπι που βολεύει, ούτε το βαρύ άρωμα που σκεπάζει τη δυσωδία. Εκείνων των θρασύδειλων που βασανίζονται πάντα απ΄ τη βαριά κατάρα του ξερόλα τύπου. Εκείνων που θα έχουν να πουν για κάθε θέμα έστω και κάτι. Ομως τι; Την αντικειμενική αλλά δύσκολη αλήθεια ή το εύκολο ψέμα που βολεύει;
Και ενώ χρόνια ήταν κοινό μυστικό στη γειτονιά ότι ο μέθυσος πατέρας παρα-μελούσε τα παιδιά του, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι ο ένας γιός διέπραξε κλοπές; Και ενώ χρόνια ήταν κοινό μυστικό στη γειτονιά ότι ο εγκαταλειμμένος απ΄ την οικογένειά του πατέρας κατάντησε μέθυσος και αβοήθητος, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι κάηκε μόνος μέσα στο σπίτι του; Και ενώ ήταν σ΄ όλους γνωστό ότι η κακόμοιρη γριά ζούσε εδώ και καιρό ολομόναχη, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι έπεσε θύμα ξυλοδαρμού και ληστείας; Και ενώ όλοι ήξεραν ότι η μάνα ήταν άνεργη και χρόνια άρρωστη, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι κατάντησε σε ψυχίατρους με ψυχοφάρμακα ; Πώς δικαιολογείται η τόση αδιαφορία κι αυτή η υποκρισία ; Των ανθρώπων…, των ανθρώπων των Συλλόγων, των ανθρώπων των Κοινωνικών Ομάδων, των Οργα-νώσεων, των Ενώσεων ;
Και τότε το ερώτημα μπαίνει σκληρό και αμείλικτο. Επικεντρώνεται κι εστιάζεται απόλυτα σ΄ εμάς. Πού βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι; σε ποιό σημείο ακριβώς, σ΄ αυτές τις καθημερινές ιστορίες θα συναντήσουμε τον εαυτό μας; ή μήπως είμαστε οι καλύτεροι και οι άλλοι είναι οι χειρότεροι; η αδιαφορία και η απάθεια, η ιδιοτέλεια και ο ατομικισμός, η υποκρισία και η ανευθυνότητα είναι των άλλων; η αδικία και το συμφέρον, ο παραλογισμός και η βία είναι των άλλων; η πονηριά, η ενοχή, η δειλία, ο φόβος είναι μόνο των άλλων; αποκλειστικά και μόνο των άλλων;
Τι είναι δικό μας; Κι αν δεν έχουμε τίποτε απ΄ αυτά, τότε εμείς ποιοί είμαστε;
Ή μήπως είμαστε εκείνοι που έχουν……, μόνο συνείδηση;
Πρώτος το λίθο θα βάλλω κι αν κι είναι οδυνηρά σκληρό, θα δεχτώ ότι απ΄ τη συνείδησή μας, μας απέμειναν βασικά και μόνο οι τύψεις.
Τις παραπάνω σκέψεις, η ταπεινότητά μου αφιερώνει με μέγα Ιστορικό σεβασμό στους Ηρωες τους ΄21 που έδειξαν και απέδειξαν έμπρακτα και πλήρως την αυτογνωσία τους και που φάνηκαν πλήρως εναρμονισμένοι με την μεγαλοσύνη των λόγων εις τους αιώνας, του ιερού Χρυσοστόμου :
¨ όταν λοιπόν γίνεται κάτι κακό κι άδικο,
τότε κανένας μη μένει αδιάφορος, αλλά να γίνεται καυτός σα φωτιά.
Να μη πονάει λιγότερο απ΄ τους αδικημένους, για να πάψουν τα κακά.
Ετσι κι λευτεριά, που είν΄ αγαθό κι ως τώρα δε χαρίστηκε ¨.
Μη μιλάς. Κάνε πως δεν είδες. Βλέπε τη δουλειά σου. Προχώρα, προχώρα και μη σταματάς. Μη κοιτάς και μη μιλάς, θα μπλέξεις. Αυτοί είναι οι Κανόνες της σύγχρονης κοινωνίας και της ζωής μας. Και είναι αλήθεια. Αν τολμήσεις να δεις πιο μακριά, κινδυνεύεις να χάσεις τα μάτια σου. Αν τολμήσεις να πεις κάτι παραπάνω, κινδυνεύεις να χάσεις για πάντα τη φωνή και τη μιλιά σου.
Αν πεις κάποια στιγμή την αλήθεια, μόνο ο ίδιος θα την καταλάβεις και θα νοιώσεις αυτόματα παγερή μοναξιά. Θα σ΄ εγκαταλείψουν όλοι, ακόμη κι αυτοί που σου χρωστάν ανταπόδοση ψυχής και καλοσύνης. Οι δυνατοί θα υπερισχύσουν. Οι αδίστακτοι θα επικρατήσουν. Θα απογοητευτείς και θα μαζευτείς. Θα συρρικνωθείς σαν προσωπικότητα και θα λιγοστέψεις απότομα, μέχρι να γίνεις ένα τίποτα. Μέχρι να εξαφανιστείς. Και τότε; Αν δεν έχεις αντίληψη και νου, αν δεν διαθέτεις τη στοιχειώδη λογική και το απαραίτητο ένστικτο της αυτόνομης ύπαρξης, δηλαδή αν είσαι ένα τίποτα, τότε όλα θα είναι καλά και μακάριος. Όλα τελείωσαν εκεί.
Αν όμως είσαι ακόμη ζωντανός στο στερέωμα και η ψυχή σου ελατήριο που μάζεψε τόσο καιρό ενέργεια; Τότε αρχίζεις το αιώνιο μαρτύριο. Τότε έρχεται η σύγκρουση των πεποιθήσεων, των αντιλήψεων, των επιθυμιών και των στόχων σου με τον κοινωνικά επιβαλλόμενο καταναγκασμό. Η βία που επιβάλλεται και δεν ελέγχεται από ηθικές αρχές και αξίες σε καταπιέζει αθόρυβα και ανυπόφορα. Η υπομονή δεν είναι λύση. Η λύση δεν φαίνεται πουθενά. Τότε αρχίζεις και πάλι τη σιωπή. Προσπαθείς και θέλεις να σώσεις τον εαυτούλη σου χωρίς απώλειες, χωρίς φθορές και όπως κι όπως. Δεν θέλεις φασαρίες ούτε μπλεξίματα. Αισθάνεσαι καλύτερα θεατής στην κερκίδα, παρά πρωταγωνιστής στον αγωνιστικό χώρο. Όμως εκεί που νομίζεις ότι έπεισες την αφεντιά σου για τη νομιμοφροσύνη σου, νοιώθεις τη συνείδηση σου σαν εφιάλτη. Μπήκες στο χορό της συνενοχής. Θα βλέπεις τα παράνομα και θα σιωπάς. Θα νοιώθεις τις αδικίες και θα υποφέρεις. Θα είσαι συνυπεύθυνος, αλλά και πάλι θα σιωπάς. Κι έτσι θα υπάρχεις, μα τελικά δεν θα υπάρχεις.
Καθημερινά πλέον ο άνθρωπος παραπονιέται. Παραπονιέται ο σύγχρονος αν-θρωπος για όσα συμβαίνουν μακριά του ή γύρω του ή στον ίδιο. Αυτά που προβάλλει η τηλεόραση, μας πείθουν ότι ούτε ψεύτικα είναι πλέον, ούτε σενάρια φαντασίας. Το αίμα καυτό και κατακόκκινο τρέχει κάθε μέρα και ζεσταίνει το χώμα. Τα κορμιά σιγά-σιγά κρυώνουν. Η ζωή παγώνει. Η ζωντάνια και το σφρίγος παραδίδονται στο γκρίζο του θανάτου και της καταστροφής. Το όνειρο για τη γλυκιά ζωή παρελθόν. Ο θάνατος κοινός φόβος σε όλους. Τα καραβάνια και οι ανθρω-πιστικές αποστολές πολλές, αλλά το αίμα τρέχει ακόμα. Μαζεύονται ρούχα και τρόφιμα απ΄ τα παιδιά των Σχολείων. Πληρώνονται και στέλνονται φάρμακα. Στέλνονται φάρμακα. Στέλνονται και όπλα. Το θέατρο του παραλόγου στην παγκόσμια σκηνή συνεχίζεται. Και το αίμα τρέχει στο χώμα ακόμα ζεστό και κόκκινο. Οι πόλεμοι ασταμάτητοι και αίσχιστα δικαιολογημένοι από ανθρώπους. Ναι, από ανθρώπους που κάθε μέρα θα σκοτώνουν ανθρώπους.
Οι πόλεις σαν μεγαθήρια μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο. Οι πολύ-κατοικίες πολυώροφες και με πολυτέλεια περίσσεια. Τα σπάνια μάρμαρα στα μπαλκόνια και τα κρύσταλλα με το χρυσό διάκοσμο στολίζουν τις υπερμεγέθεις μονοκατοικίες, τις εξοχικές κατοικίες και τα πολυτελέστατα οροφοδιαμερίσματα. Και λίγο πιό πέρα οι άτυχοι της ζωής. Τόσο οι άστεγοι και οι τρωγλίτες. Οσο κι εκείνοι που σφίγγουν τα δόντια από υπομονή. Δέρνουν χωρίς πολλή σκέψη, ψυχρά και ανελέητα τα παιδάκια τους καταμεσής του δρόμου. Γιατί το ένστικτο δημιούργησε την όρεξη κι η παιδική αφέλεια την επιθυμία με την γκρινιάρικη επιμονή. Ωστόσο λείπει απ΄ τη τσέπη της μάνας εκείνο το ευρό που θα έφερνε το μαλακό και λαχταριστό σουσαμένιο κουλούρι. Τρέχει το δάνειο κι ότι υπάρχει στη τσέπη θα προγραμματιστεί για την επόμενη δόση. Και το παιδί σέρνεται κακόμοιρο καταμεσής στο δρόμο με τα μάτια του κόκκινα και κλαμένα.
Κι οι μέρες περνούν κι η φτώχεια συνεχίζεται. Και τα παιδιά μεγάλωσαν με χίλια παραμύθια κι αυτά τα παραμύθια έπαιξαν το ρόλο τους και στ΄ αληθινά παραμύθια της ζωής. Τα παιδιά μεγάλωσαν, άλλαξαν. Εκείνη όμως η στέρηση άφησε τα σημάδια βαθιά και η επιθυμία εκείνη δεν άλλαξε ακόμη. Ισως γι΄ αυτό οι περισσότεροι να χαίρονται ακόμη εκείνο το κουλούρι με όρεξη περίσσεια. Και η ζωή συνεχίζεται μα ο πλούτος παραμένει ακόμη αδικαιολόγητα έτσι μοιρασμένος. Μοιρασμένος από ανθρώπους που αγνοούν τους ανθρώπους.
Αλεξιπτωτιστές εδώ, αλεξιπτωτιστές εκεί, φυτευτοί παραπέρα. Παντού παρεί-σακτοι, αλεξιπτωτιστές κι αδικαιολόγητοι. Η κοινωνία μας γεμάτη από το σπάνιο αλλά ηρωικό αυτό είδος. Βέβαια κάποιος άλλος χαρακτηρισμός θα ταίριαζε περισσότερο, αλλά τον αποφεύγουμε στη σπουδή μας μην αδικήσουμε πιθανόν τους εξωγήινους. Θα τους συναντήσουμε πολλές φορές, στις υπηρεσίες, μπροστά μας. Επίσης στις εκλογές για τα κοινά, κι εκεί θα τους δούμε να συνωθούνται. Θα μοστράρουν σε θέσεις διακεκριμένες με παχυλούς μισθούς και επιδόματα υπερ-βολικής εφίδρωσης. Στις πρώτες-πρώτες θέσεις σε διάφορους διαγωνισμούς ή σε καλή σειρά σε καταλόγους αποτελεσμάτων. Αυτοί θα αγωνίζονται μονίμως για την δικαιοσύνη και την αξιοκρατία που την θεωρούν Ηλιο μοναδικό στο δικό τους ουρανό;
Εκείνη την ίδια ώρα κάπου αλλού, το τίμιο χέρι μιας αθώας μάνας θα ανάβει το καντηλάκι ψελλίζοντας συγχρόνως προσευχή και ικεσία προς τον Μέγα Θεό, να βγούν καλά τ΄ αποτελέσματα του γιού της. Η χαρά της προσμονής και η ελπίδα της επιτυχίας θα ζουν και θα υπάρχουν στο ταπεινό σπιτικό μέχρι τη στιγμή της αλήθειας. Ομως η αλήθεια είναι πικρή. Πικρή και δεν καταπίνεται εύκολα επειδή τις περισσότερες φορές η αλήθεια είναι μισή. Φτιαγμένη έτσι από ανθρώπους για τους συνανθρώπους.
Εμειναν με τα μάτια ορθάνοιχτα οι γείτονες για το επεισόδιο που συντελέστηκε δίπλα τους και διάβασαν στις εφημερίδες. Ξαφνιάστηκαν και απορούσαν. Εσκιζαν τα ιμάτιά τους και έπαιρναν μέχρι και όρκο μερικοί απ΄ αυτούς, για το απροσδόκητο του γεγονότος. Όλα αδικαιολόγητα, όλα απρόσμενα κι όλα ένα ανεξήγητο αποτέλεσμα της κακιάς στιγμής. Μέχρι που ο θερμόαιμος της ίδιας γειτονιάς δεν άντεξε άλλο σ΄ αυτά τα σαχλοακούσματα. Δεν άντεξε άλλο να ακούει τα συνηθισμένα ψέματα και τα άρρωστα παραμύθια. Δεν άντεξε την υποκρισία και τις στημένες φάσεις. Δεν άντεξε το χρυσωμένο χάπι που βολεύει, ούτε το βαρύ άρωμα που σκεπάζει τη δυσωδία. Εκείνων των θρασύδειλων που βασανίζονται πάντα απ΄ τη βαριά κατάρα του ξερόλα τύπου. Εκείνων που θα έχουν να πουν για κάθε θέμα έστω και κάτι. Ομως τι; Την αντικειμενική αλλά δύσκολη αλήθεια ή το εύκολο ψέμα που βολεύει;
Και ενώ χρόνια ήταν κοινό μυστικό στη γειτονιά ότι ο μέθυσος πατέρας παρα-μελούσε τα παιδιά του, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι ο ένας γιός διέπραξε κλοπές; Και ενώ χρόνια ήταν κοινό μυστικό στη γειτονιά ότι ο εγκαταλειμμένος απ΄ την οικογένειά του πατέρας κατάντησε μέθυσος και αβοήθητος, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι κάηκε μόνος μέσα στο σπίτι του; Και ενώ ήταν σ΄ όλους γνωστό ότι η κακόμοιρη γριά ζούσε εδώ και καιρό ολομόναχη, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι έπεσε θύμα ξυλοδαρμού και ληστείας; Και ενώ όλοι ήξεραν ότι η μάνα ήταν άνεργη και χρόνια άρρωστη, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι κατάντησε σε ψυχίατρους με ψυχοφάρμακα ; Πώς δικαιολογείται η τόση αδιαφορία κι αυτή η υποκρισία ; Των ανθρώπων…, των ανθρώπων των Συλλόγων, των ανθρώπων των Κοινωνικών Ομάδων, των Οργα-νώσεων, των Ενώσεων ;
Και τότε το ερώτημα μπαίνει σκληρό και αμείλικτο. Επικεντρώνεται κι εστιάζεται απόλυτα σ΄ εμάς. Πού βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι; σε ποιό σημείο ακριβώς, σ΄ αυτές τις καθημερινές ιστορίες θα συναντήσουμε τον εαυτό μας; ή μήπως είμαστε οι καλύτεροι και οι άλλοι είναι οι χειρότεροι; η αδιαφορία και η απάθεια, η ιδιοτέλεια και ο ατομικισμός, η υποκρισία και η ανευθυνότητα είναι των άλλων; η αδικία και το συμφέρον, ο παραλογισμός και η βία είναι των άλλων; η πονηριά, η ενοχή, η δειλία, ο φόβος είναι μόνο των άλλων; αποκλειστικά και μόνο των άλλων;
Τι είναι δικό μας; Κι αν δεν έχουμε τίποτε απ΄ αυτά, τότε εμείς ποιοί είμαστε;
Ή μήπως είμαστε εκείνοι που έχουν……, μόνο συνείδηση;
Πρώτος το λίθο θα βάλλω κι αν κι είναι οδυνηρά σκληρό, θα δεχτώ ότι απ΄ τη συνείδησή μας, μας απέμειναν βασικά και μόνο οι τύψεις.
Τις παραπάνω σκέψεις, η ταπεινότητά μου αφιερώνει με μέγα Ιστορικό σεβασμό στους Ηρωες τους ΄21 που έδειξαν και απέδειξαν έμπρακτα και πλήρως την αυτογνωσία τους και που φάνηκαν πλήρως εναρμονισμένοι με την μεγαλοσύνη των λόγων εις τους αιώνας, του ιερού Χρυσοστόμου :
¨ όταν λοιπόν γίνεται κάτι κακό κι άδικο,
τότε κανένας μη μένει αδιάφορος, αλλά να γίνεται καυτός σα φωτιά.
Να μη πονάει λιγότερο απ΄ τους αδικημένους, για να πάψουν τα κακά.
Ετσι κι λευτεριά, που είν΄ αγαθό κι ως τώρα δε χαρίστηκε ¨.