Ζούμε μια περίοδο όπου η οικονομική κρίση δημιουργεί εντάσεις στις αγορές και παρ’ ότι αυξομειώνεται εν τούτοις δεν υποχωρεί. Βρίσκει την ελληνική οικονομία σε σημείο μηδέν και το ελληνικό οικονομικό πρόβλημα να έχει πάρει διαστάσεις ανεξέλεγκτες λόγω του χρέους. Αυτό το πρόβλημα έχει δημιουργήσει μια κινητικότητα από μέρους του Πρωθυπουργού, ούτως ώστε να δοθεί μια «συνολική λύση» που θα μπορούσε να σπάσει οριστικά το «γόρδιο δεσμό» της κρίσης του χρέους, μέσω πάντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης φαίνεται ότι ευοδώθηκαν, αφού την περασμένη Παρασκευή, στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής οι ελληνικές προτάσεις για επιμήκυνση και μείωση των επιτοκίων του χρέους, καθώς και η δυνατότητα απευθείας αγοράς κρατικών ομολόγων από τον μηχανισμό στήριξης, εκτιμήθηκαν θετικά.
Οι παραπάνω θετικές εκτιμήσεις ενθαρρύνουν την προσπάθεια που καταβάλλει η χώρα για τη διάσωση της οικονομίας, αλλά αυτή συνδέεται με την αποτελεσματική εφαρμογή των σκληρών μέτρων του μνημονίου και την επιτυχία των δημοσιονομικών στόχων. Οροι αυστηροί με σημαντικά ανταλλάγματα, όπως π.χ. η υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων των 50 δις ευρώ, η οποία βρίσκει αντιδράσεις από ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου.
Οι περιπτώσεις της επιμήκυνσης και της μείωσης των επιτοκίων, όπως φαίνεται ήταν μια υπόθεση που κρίθηκε αναγκαία στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, αλλά από μόνη της δεν είναι ικανή να λύσει το πρόβλημα. Η επιμήκυνση μαζί με τη μείωση του επιτοκίου θα δώσει αρκετές λύσεις, επιτρέποντας τη συνέχιση της όλης προσπάθειας, για την υλοποίηση του οικονομικού προγράμματος που έχει τεθεί από την κυβέρνηση, με την προϋπόθεση όμως να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα του Μνημονίου.
Οι αναφερόμενες ρυθμίσεις καθιστούν πιο ρεαλιστική την εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτό σημαίνει στην καλύτερη περίπτωση ότι θα εξοικονομήσουμε ένα μεγάλο μέρος του υπάρχοντος χρέους, παραμένοντας φερέγγυοι στις διεθνείς αγορές, από τη μια και από την άλλη δημιουργούνται συνθήκες «εξάλειψης» των ανησυχιών από τις αγορές, περί αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, η οποία συντηρεί τη συναριολογία αναδιάρθρωσης και διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τα spreads. Διαφορετικά είναι να πληρώνει η χώρα για την εξυπηρέτηση του τεράστιου δημόσιου χρέους της επιτόκιο της τάξης των 5,5% -6,5% και άλλο 3,2%-3,5%. Ακόμη μένοντας φερέγγυα η χώρα στις διεθνείς αγορές όπου τοποθετούνται ιδιωτικά κεφάλαια, δεν υποχρεώνεται σε μια λύση η οποία μετατρέπει το χρέος μας σε διακρατικό χρέος. Στην περίπτωσή μας αυτό σημαίνει ότι οι ιδιώτες επενδυτές δεν θα υποστούν ζημιά την οποία δεν θα είναι σε θέση να καλύψουν, προκειμένου να υποχρεωθούν να πωλήσουν σε κρατικούς οργανισμούς ότι υπάρχουν στα βιβλία τους από Ελληνικά ομόλογα.
Οι εξελίξεις στην Έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, την περασμένη Παρασκευή από τους 17 ηγέτες των χωρών – μελών της Ευρωζώνης, μας επιτρέπουν να πάρουμε μια βαθιά ανάσα, στην τεράστια πίεση που δεχόμαστε, όχι για να χαλαρώσουμε αλλά για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την προσπάθεια. Και αυτό έχει να κάνει άμεσα με τις εσωτερικές εξελίξεις, μιας και θα επιδράσουν καθοριστικά για τη βελτίωση του κλίματος. Εδώ που έχουμε φθάσει δεν χωρούν δισταγμοί, αργοπορία και ταλαντεύσεις στα συμφωνηθέντα. Μπορεί να υπάρχουν αντιδράσεις από τον κόσμο, αλλά αυτές είναι ήπιες, κυρίως επειδή έχει σχηματιστεί αθόρυβα ένα ευρύ κοινωνικό μέτωπο υπέρ της μεταρρύθμισης, το οποίο στηρίζει τη σκληρή προσπάθεια για εθνική ανασύνταξη και βλέπει σ’ αυτή τη μεγάλη ευκαιρία να τελειώνουμε με το διαλυμένο κράτος.
Σαφώς και οι εκτιμήσεις της έκτακτης Συνόδου των 17 της Ευρωζώνης, κινούνται σε θετικά πλαίσια για την Ελλάδα, διότι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου των 110 δις ευρώ αγγίζει τα 7,5 χρόνια και με περίοδο χάριτος 3 χρόνια.
Από τη μείωση των επιτοκίων και μόνο κατά μια ποσοστιαία μονάδα (από 5,8% στο 4,8%) για τα110 δις ευρώ του δανείου εξοικονομείται ένα σεβαστό ποσό.
Ακόμη θετική είναι η δυνατότητα επαναγοράς κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση που η Ε.Κ.Τ. κατέχει ελληνικά ομόλογα 50 δις ευρώ και με δεδομένο ότι το ελληνικό 10ετές ομόλογο διακινείται στο 70% της ονομαστικής του αξίας, τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να αγοράσει με την τρέχουσα τιμή τα ομόλογα της Ε.Κ.Τ και να μειώσει το χρέος της κατά 15 δις ευρώ.
Και ένα δεύτερο παράδειγμα. Αν υποθέσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αγοράσει από τη δευτερογενή αγορά ελληνικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 60 δις ευρώ στο 78% της αξίας τους κατά μέσο όρο, έχει καταβάλει 47 δις ευρώ. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να δανειστεί από το νέο μηχανισμό και να επαναγοράσει τα ομόλογα αυτά πάντα στην τρέχουσα τιμή μειώνοντας έτσι το συνολικό χρέος της κατά 13 δις ευρώ. Στην περίπτωση αυτή η Ε.Κ.Τ δεν χάνει ούτε ένα ευρώ.
Όμως η κρίσιμη ημερομηνία παραμένει η 25η Μαρτίου, οπότε θα έχουμε και τις τελικές αποφάσεις. Ωστόσο στην περίπτωση που όλα αυτά θα είναι απόφαση της Συνόδου, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελούν απλώς μια ευκαιρία για σοβαρή αντιμετώπιση των δικών μας ευθυνών, πολιτικών και κοινωνικών, γιατί η υπόθεση της διάσωσης, ή όχι της ελληνικής οικονομίας, εξαρτάται πρωτίστως από την ελληνική πολιτική και κοινωνική διαχείριση της κρίσης.
Υ.Γ. Το άρθρο αφιερώνεται στον φίλο Κώστα Παπανικολάου Καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής του Α.Π.Θ. με τον οποίο μοιραζόμαστε κοινούς προβληματισμούς για τα τεκταινόμενα στον τόπο και όχι μόνο.
Ο Αδάμος Ευαγγέλου ανήκει στο Ειδ. Διδακτικό προσωπικό του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης.
Οι παραπάνω θετικές εκτιμήσεις ενθαρρύνουν την προσπάθεια που καταβάλλει η χώρα για τη διάσωση της οικονομίας, αλλά αυτή συνδέεται με την αποτελεσματική εφαρμογή των σκληρών μέτρων του μνημονίου και την επιτυχία των δημοσιονομικών στόχων. Οροι αυστηροί με σημαντικά ανταλλάγματα, όπως π.χ. η υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων των 50 δις ευρώ, η οποία βρίσκει αντιδράσεις από ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου.
Οι περιπτώσεις της επιμήκυνσης και της μείωσης των επιτοκίων, όπως φαίνεται ήταν μια υπόθεση που κρίθηκε αναγκαία στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, αλλά από μόνη της δεν είναι ικανή να λύσει το πρόβλημα. Η επιμήκυνση μαζί με τη μείωση του επιτοκίου θα δώσει αρκετές λύσεις, επιτρέποντας τη συνέχιση της όλης προσπάθειας, για την υλοποίηση του οικονομικού προγράμματος που έχει τεθεί από την κυβέρνηση, με την προϋπόθεση όμως να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα του Μνημονίου.
Οι αναφερόμενες ρυθμίσεις καθιστούν πιο ρεαλιστική την εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτό σημαίνει στην καλύτερη περίπτωση ότι θα εξοικονομήσουμε ένα μεγάλο μέρος του υπάρχοντος χρέους, παραμένοντας φερέγγυοι στις διεθνείς αγορές, από τη μια και από την άλλη δημιουργούνται συνθήκες «εξάλειψης» των ανησυχιών από τις αγορές, περί αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, η οποία συντηρεί τη συναριολογία αναδιάρθρωσης και διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τα spreads. Διαφορετικά είναι να πληρώνει η χώρα για την εξυπηρέτηση του τεράστιου δημόσιου χρέους της επιτόκιο της τάξης των 5,5% -6,5% και άλλο 3,2%-3,5%. Ακόμη μένοντας φερέγγυα η χώρα στις διεθνείς αγορές όπου τοποθετούνται ιδιωτικά κεφάλαια, δεν υποχρεώνεται σε μια λύση η οποία μετατρέπει το χρέος μας σε διακρατικό χρέος. Στην περίπτωσή μας αυτό σημαίνει ότι οι ιδιώτες επενδυτές δεν θα υποστούν ζημιά την οποία δεν θα είναι σε θέση να καλύψουν, προκειμένου να υποχρεωθούν να πωλήσουν σε κρατικούς οργανισμούς ότι υπάρχουν στα βιβλία τους από Ελληνικά ομόλογα.
Οι εξελίξεις στην Έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, την περασμένη Παρασκευή από τους 17 ηγέτες των χωρών – μελών της Ευρωζώνης, μας επιτρέπουν να πάρουμε μια βαθιά ανάσα, στην τεράστια πίεση που δεχόμαστε, όχι για να χαλαρώσουμε αλλά για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την προσπάθεια. Και αυτό έχει να κάνει άμεσα με τις εσωτερικές εξελίξεις, μιας και θα επιδράσουν καθοριστικά για τη βελτίωση του κλίματος. Εδώ που έχουμε φθάσει δεν χωρούν δισταγμοί, αργοπορία και ταλαντεύσεις στα συμφωνηθέντα. Μπορεί να υπάρχουν αντιδράσεις από τον κόσμο, αλλά αυτές είναι ήπιες, κυρίως επειδή έχει σχηματιστεί αθόρυβα ένα ευρύ κοινωνικό μέτωπο υπέρ της μεταρρύθμισης, το οποίο στηρίζει τη σκληρή προσπάθεια για εθνική ανασύνταξη και βλέπει σ’ αυτή τη μεγάλη ευκαιρία να τελειώνουμε με το διαλυμένο κράτος.
Σαφώς και οι εκτιμήσεις της έκτακτης Συνόδου των 17 της Ευρωζώνης, κινούνται σε θετικά πλαίσια για την Ελλάδα, διότι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου των 110 δις ευρώ αγγίζει τα 7,5 χρόνια και με περίοδο χάριτος 3 χρόνια.
Από τη μείωση των επιτοκίων και μόνο κατά μια ποσοστιαία μονάδα (από 5,8% στο 4,8%) για τα110 δις ευρώ του δανείου εξοικονομείται ένα σεβαστό ποσό.
Ακόμη θετική είναι η δυνατότητα επαναγοράς κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση που η Ε.Κ.Τ. κατέχει ελληνικά ομόλογα 50 δις ευρώ και με δεδομένο ότι το ελληνικό 10ετές ομόλογο διακινείται στο 70% της ονομαστικής του αξίας, τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να αγοράσει με την τρέχουσα τιμή τα ομόλογα της Ε.Κ.Τ και να μειώσει το χρέος της κατά 15 δις ευρώ.
Και ένα δεύτερο παράδειγμα. Αν υποθέσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αγοράσει από τη δευτερογενή αγορά ελληνικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 60 δις ευρώ στο 78% της αξίας τους κατά μέσο όρο, έχει καταβάλει 47 δις ευρώ. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να δανειστεί από το νέο μηχανισμό και να επαναγοράσει τα ομόλογα αυτά πάντα στην τρέχουσα τιμή μειώνοντας έτσι το συνολικό χρέος της κατά 13 δις ευρώ. Στην περίπτωση αυτή η Ε.Κ.Τ δεν χάνει ούτε ένα ευρώ.
Όμως η κρίσιμη ημερομηνία παραμένει η 25η Μαρτίου, οπότε θα έχουμε και τις τελικές αποφάσεις. Ωστόσο στην περίπτωση που όλα αυτά θα είναι απόφαση της Συνόδου, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελούν απλώς μια ευκαιρία για σοβαρή αντιμετώπιση των δικών μας ευθυνών, πολιτικών και κοινωνικών, γιατί η υπόθεση της διάσωσης, ή όχι της ελληνικής οικονομίας, εξαρτάται πρωτίστως από την ελληνική πολιτική και κοινωνική διαχείριση της κρίσης.
Υ.Γ. Το άρθρο αφιερώνεται στον φίλο Κώστα Παπανικολάου Καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής του Α.Π.Θ. με τον οποίο μοιραζόμαστε κοινούς προβληματισμούς για τα τεκταινόμενα στον τόπο και όχι μόνο.
Ο Αδάμος Ευαγγέλου ανήκει στο Ειδ. Διδακτικό προσωπικό του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης.