Η προσπάθεια που ξεκίνησε τον περασμένο Δεκέμβριο με σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς (Σερέφας, Παπάς, Καισαρίδης) ολοκληρώθηκε χθές βράδυ σε μιά πολύ όμορφη εκδήλωση στο θέατρο Πήγασος στην Κατερίνη με την παρουσίαση μιας πεντάδας ποιητών που ζουν και εργάζονται στην Κατερίνη. Καινοτομία του εγχειρήματος είναι πως οι ποιητές αυτοί εμφανίζονται με καινούρια ποιήματα και μάλιστα με κείμενα τα οποία εστιάζονται στη θεματική της πόλης και του έρωτα. Ειλικρινά έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς πώς αντιμετωπίζουν την πόλη τους οι σύγχρονοι ποιητές, πώς αποτυπώνεται η εικόνα της, ποια η γωνία της ματιάς τους, η κριτική ή επαινετική πρόσληψη της ζωής στον επαρχιακό βίο μιας σύγχρονης πόλης. Αξίζει να ακούσουμε χωρίς ίχνος έπαρσης και μεγαληγορίας (συνηθισμένα μειονεκτήματα της επαρχιώτικης στιχουργικής) τι έχουν να μας πουν οι πέντε ποιητές κάτω από τις οδηγίες και τη σκηνοθετική φροντίδα του ηθοποιού και σκηνοθέτη Χάρη Αμανατίδη και τη συμβολή της λαμπρής ομάδας των ηθοποιών του θεάτρου Πήγασος.
Η Ειρήνη Γκόλτσιου δεν έχει εκδώσει ακόμα ποιητική συλλογή αλλά μάς εξέπληξε ευχάριστα όταν πριν από τρία χρόνια δημοσίευσε τέσσερα ποιήματά της στο καλό περιοδικό Εντευκτήριο (τ. 77, Απρίλιος-Ιούνιος 2007). Ο έρωτας (συνήθως ανεκπλήρωτος), μια πρώιμη απαισιοδοξία, ένας στοχασμός για την σύγχρονη πόλη είναι τα θέματά της. Ο τρόπος που έχει διαλέξει για να μας πει όσα έχει στο μυαλό της είναι απλός: σκηνές καθημερινές, εικόνες από τη ζωή της νέας γυναίκας (Τ' όνειρο μου το 'πνιξα στο νεροχύτη./«Μπορείς να κάνεις κι άλλα όνειρα»,/μου 'πε το απόγευμα ο σκύλος μου/ φιλώντας με στο μέτωπο.), ένας κοφτός και αιχμηρός στίχος όπου το θηλυκό εγώ παρομοιάζει το αρσενικό με αρπακτικό πουλί. (Γύρισα. Κι είσαι πουλί αρπακτικό. Κι είναι μικρός ο ουρανός, συννεφιασμένος.). Από την άλλη η ποιήτρια δεν έχει αυταπάτες για τη γυναικεία μοίρα: (Το κορίτσι με τις μωβ κορδέλες/ που εδώ και χρόνια χάθηκε στην πρώτη του ηλικία./ Που εδώ και χρόνια έσπασε τ' αυγά του μέλλοντός της).
Ο δημοσιογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Θεοχάρης Μπικηρόπουλος εμφανίστηκε στα γράμματα στα 1992 με τη συλλογή 72 ποιημάτων Κάτι στιγμές... για να μας δώσει μια δεκαετία αργότερα το βιβλίο του Ο κήπος με τα ρόμπολα (2003). Ο Μπικηρόπουλος είναι παιδί της πόλης, δραστήριο μέλος της ζωής της, αγαπά τον τόπο του, τη φύση, τον ερωτικό παλμό της γυναίκας ακόμα κι’ όταν στέκεται με κριτική διάθεση απέναντί τους: «Τίποτα δεν άλλαξε/ σ' αυτή τη / μίζερη πόλη / Μόνο οι τιμές/ στα μπαρ με τα ποτά της λήθης / και τα χρόνια / της μικρής πόρνης/ που έπαψε να βάφει χείλη, μάγουλα/ να δείξει/ 18...». Αυτά που τον απασχολούν και βγαίνουν στην επιφάνεια των λέξεων έχουν σχέση επίσης με τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, τον πόλεμο, την αδικία, την έλλειψη επικοινωνίας, την αδύνατη αναζήτηση της ομορφιάς. Όπως στο ποίημα «Σχετικά απόλυτο» της πρώτης συλλογής: «Αν δεις ανατομικά τα πράγματα/ θα δεις/ ότι το μόνο όμορφο/ που υπάρχει στον πλανήτη μας/ είναι εκείνο το παράξενο/ άσπιλο/ λευκό λουλούδι./ Όμως, σε παρακαλώ, μη κοιτάξεις/ στη ρίζα του.../Πρέπει, ναι, πρέπει να υπάρχει κάτι/ ολόμορφο./ Ένα άσπιλο/ λευκό λουλούδι».
Ο ηθοποιός και δάσκαλος Γιώργος Μπαλιάκας εκδίδει ιδιωτικά σε κομψά φυλλάδια τις συλλογές του (Ερωτικός αυτισμός, Θραυσμάτων παλινδρόμηση, Τοξοβόλων βεστιάριο). Η ποίησή του—ολιγόστιχη, κοφτή—διακρίνεται για το φιλοσοφημένο υπόστρωμά της, την πάλη με τα εσώτερα προβλήματα του ανθρώπου, την αγωνία του μέσα σ’ έναν κόσμο κατακερματισμένο και συμβατικό: «Δεμένοι σε στύλους μοναξιάς / οι άνθρωποι διαβάζουν τα νέα στις εφημερίδες./ Θέλουν να ’ναι μες στα γεγονότα./ Κι ο θάνατος / παίζοντας με το κομμένο του χέρι βιολί, / μοιράζει απλόχερα σειρήνες μελωδίες… / Και τους κρατά συντροφιά». Για τον Μπαλιάκα η αληθινή ποίηση είναι συνώνυμο της αυθεντικότητας, της αναζήτησης του νοήματος της ίδιας της τραγωδίας η οποία φαίνεται να είναι η μοίρα μας: «Θέλω για μια βραδιά/ να γίνω ποιητής/ να γράψω έναν / στίχο/ Στο στήθος σου να τον κρεμάσω/ Να τον φοράς/ σαν η σιωπή/ το θρήνο της συνθέτει».
Σαράντα ποιήματα καταθέτει η Ξανθούλα Καραβίδα στην πρώτη και ώριμη δουλειά της (Αισθήσεις καθημερινής πεζότητας.2009). Η κυριαρχία του γυναικείου ποιητικού εγώ είναι εμφανέστατη σε όλες σχεδόν τις εκδοχές της: είτε ως μητέρας, συζύγου, νοικοκυράς, θρησκευάμενης κάποτε είτε ως υποκειμένου που χαίρεται τον έρωτα ή αναπολεί τον απόντα δεσμό (σ. 70). Σε κάθε περίπτωση χειρίζεται με άνεση τις τεχνικές της παρήχησης, της μεταφοράς και της προσωποποίησης. Εμφανής ο φιλόλογος και θεολογικός οπλισμός (Πηνελόπη, Οδυσσέας, Ολύμπιοι Θεοί, εκκλησίες) με πολύ θετικά αποτελέσματα όταν ο οπλισμός αυτός γειώνεται και συναντά το πραγματικό: ένα παράδειγμα ώριμης ανασκαφής του θέματος «τάμα» συνιστά και το ποίημα «Τάματα πίστεως δήλα». Με αφορμή μια επίσκεψη στην Παναγία Μακρυρράχη για κάποιο τάμα, η μητέρα αφηγήτρια προσπερνά το γεγονός και στέκεται με εξαιρετική παρατηρητικότητα σε μικροπράγματα όπως ας πούμε στο πλήθος των αυτοκινήτων που φέρουν οι προσκυνητές τα οποία και αξιολογεί αρνητικά. (Πλήθος μέγα στη λάσπη-μάντρα αυτοκινήτων/ σε γραμμή για προσκύνημα: /ανυποχώρητη η πίστη στα πιστεύω της.) Το ίδιο επικριτική γίνεται η μητέρα καλή γνώστης της εκκλησιαστικής τελετουργίας αφού ασκεί κριτική (τρυφερή ομολογουμένως) και για τον θορυβώδη κόσμο που αναιτίως τρωγοπίνει ή βρίσκεται εκεί θυσιάζοντας απλώς αρνιά και χοίρους: (Κατάληξη: η ανάταση εσωτερική όσων είχαν φτερούγες/ ή απ' τους αγγέλους τις δανείστηκαν για ολίγον/ και η φυγή άτακτη των υπολοίπων.)
Ο Αντώνης Κάλφας εμφανίστηκε στα γράμματα το 1980 με την ποιητική συλλογή Έκταση της αισθηματικής ηλικίας η οποία και επαινέθηκε από τον Τάσο Λειβαδίτη μέσα από τις στήλες της εφημερίδας Αυγή. Για την ποίησή του θα γράψει ο Ηλίας Κεφάλας: «Ο Κάλφας μοιράζεται κατά κύριο λόγο σε δύο υπαρξιακούς πόλους: στον έρωτα και το χώμα που πατά. Χαρίζεται στον έρωτα, που δίνει κατάφαση στη ζωή, και υποτάσσεται στο χώμα, που αντιπαρέρχεται όλους τους μεταπράτες των διαχρονικών αξιών, δίνοντας βάθρο στήριξης μόνο στους διακονητές κάθε ανθρωπιστικής ιδεολογίας και κάθε παρηγορητικής ονειροφαντασίας. Η ελάχιστη πατρίδα—λίκνο γέννησης του ποιητή και αφετηρία γνώσεως του κόσμου—υπεισέρχεται στο ποίημα τόσο γεωγραφικά, μέσα από το στίγμα των λυπημένων χωμάτων της, όσο και πραγματολογικά». Ο Αλέξης Ζήρας θα αναφερθεί στην εκφραστική τόλμη και την ευρηματική χρήση της γλώσσας ενώ για την τελευταία συλλογή του Με τα διασωθέντα της πίστης κειμήλια (2009) ο Δημοσθένης Κούρτοβικ επισημαίνει την ύπαρξη των ταπεινών ανθρώπων και την σχέση τους με την ιστορία «σ΄ ένα υποβλητικό κράμα δημώδους και λόγιας γλώσσας».
Του Αντώνη Κάλφα