Ο Κώστας Καίσαρης γράφει για το "μισό-μηδέν" του Φερνάντο Σάντος, τις απαιτήσεις που ξαφνικά εξαφανίστηκαν μετά την αποχώρηση του "γεροξεκούτη και πεισματάρη" όπως τον έλεγαν Όττο Ρεχάγκελ και την "νεανική και ανανεωμένη" Εθνική Ελλάδος που έκατσε... βαριά σαν μαγειρίτσα την Ανάσταση.
Σχεδόν μεσάνυχτα, Σάββατο προς Κυριακή και η σούπα από τη Μάλτα έχει πέσει βαριά. Σαν τη μαγειρίτσα την Ανάσταση.
 Κι αν ο Βασίλης Τοροσίδης χτύπησε στο φινάλε, ο δημοσιογράφος από το στούντιο έδωσε τη χαριστική βολή: «Θέλω να κάνω μια ερώτηση στον κύριο Σάντος, που ίσως είναι λίγο σημαντικό: με δεδομένο ότι η Εθνική είναι μια νεανική ομάδα, πόσο χρόνο χρειάζεται»;
 

Άλαλα τα χείλη των ασεβών, που ενδεχόμενα να ήθελαν να ασκήσουν κριτική στον Πορτογάλο τεχνικό. Ο φέρελπις 36άρης Νίκος Λυμπερόπουλος, ο νεανίας 34άρης Γιώργος Καραγκούνης και ο πολλά υποσχόμενος 32άρης Κώστας Κατσουράνης, παραπάνω από 100 χρονών και οι τρεις μαζί ασφαλώς και δεν είναι εύκολο να βγάλουν με τη μια το πληθωρικό ταλέντο τους. Και ειδικά απέναντι στον ποδοσφαιρική υπερδύναμη που άκουγε στο όνομα Μάλτα.
 
Έτσι πάει από το 2008 και εντεύθεν, ο Ρεχάγκελ ήταν ένας γεροξεκούτης. Ένας ηλικιωμένος πεισματάρης που είχε ξεπεραστεί από το σύγχρονο ποδόσφαιρο. Ένας τουρίστας που δεν έβλεπε παιχνίδια του ελληνικού πρωταθλήματος και επέμενε να βάζει τους ίδιους και τους ίδιους. Ένας προπονητής του περασμένου αιώνα, που αδικούσε τον Έλληνα ποδοσφαιριστή και το πληθωρικό ταλέντο του. Αυτός που έπρεπε να απολυθεί πριν τα μπαράζ με την Ουκρανία, αφού με τις επιλογές του έκλεινε το δρόμο της Εθνικής για το Μουντιάλ της Αφρικής. Και στο φινάλε δεν αρκεί το ότι πηγαίνει η Εθνική ομάδα στις μεγάλες διοργανώσεις, πρέπει να παίζει και καλό ποδόσφαιρο.
 
Αν αναστήθηκε μια φορά ο Ρεχάγκελ σταυρώθηκε δέκα. Και τις περισσότερες φορές άδικα. Έφτασε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου, βγήκε στη σύνταξη και πήρε τη θέση του ο σύγχρονος, εργατικός και μεθοδικός, Φερνάντο Σάντος. Ο αγαπημένος των Ελλήνων δημοσιογράφων
Πριν από το ματς με έξι λέξεις είχε δώσει το προσωπικό του στίγμα σε ότι είχε να κάνει με την καινούργια φιλοσοφία που ήθελε να περάσει σε αυτή την νεανική ομάδα: «νίκη έστω και με μισό-μηδέν».
 
Το ματς ήταν να μασάς και να φτύνεις, αλλά ο στόχος του μισού-μηδέν επετεύχθη, όπως ακριβώς είχε ζητήσει. Κάτι το άγχος που όλοι αναγνώρισαν, κάτι ο κακός αγωνιστικός χώρος, κάτι ο Γερμαναράς διαιτητής που απέβαλε άδικα τον Σωκράτη Παπασταθόπουλο, η ομάδα δεν μπόρεσε να βγάλει στο χορτάρι όλες τις αρετές της.  Δεν τρέχει κάστανο, όμως. Αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα και η πρώτη θέση στον όμιλο. Όπως τόνισε, άλλωστε, ο Πορτογάλος τεχνικός των τίτλων «αν τέλειωναν τώρα τα προκριματικά, εμείς θα πηγαίναμε στο Euro 2012».
 
Δεν θέλω να βγάλω τον Σάντος άχρηστο. Το μεγαλύτερο του πλεονέκτημα του σαν προπονητής είναι η δουλειά. Με την πάροδο του χρόνου οι ομάδες του γίνονται καλύτερες. Στην Εθνική δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Αντίθετα υστερεί στην ψυχολογία, που είναι κατ’ αρχήν απαραίτητο στοιχείο όταν καθοδηγείς Εθνική ομάδα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η λυδία λίθος είναι το υλικό. Για να βρεις ταλαντούχο Έλληνα ποδοσφαιριστή πρέπει να ψάχνεις με το φανάρι σαν τον Διογένη.
 
Για αυτό ακριβώς μέχρι και σήμερα οι Καραγκούνης-Κατσουράνης είναι βασικοί και αναντικατάστατοι. Για αυτό επέστρεψαν στην ομάδα Λυμπερόπουλος-Καφές. Για αυτό η ανανέωση, σε σχέση με τον Ρεχάγκελ, ακούει στα ονόματα του Φετφατζίδη και του Κονέ. Όσο και να ψάξεις ποδοσφαιριστές ικανούς δεν βρίσκεις. Το μόνο που περίσσευε όλα αυτά τα χρόνια ήταν η εμπάθεια απέναντι στον Ρεχάγκελ. Τώρα ως δια μαγείας οι απαιτήσεις εξαφανίστηκαν. Τώρα ακόμη και κόντρα στη Μάλτα, το μισό-μηδέν αρκεί και περισσεύει. Άλλωστε όπως όλοι αναγνώρισαν ο αγωνιστικός χώρος έκανε ακόμα πιο βαριά τα πόδια των ποδοσφαιριστών.