(απόδοση: καθηγητής γιώργος πιπερόπουλος)
Το ανέκδοτο που ακολουθεί παρακάτω μου το διηγήθηκε ο φίλος και γείτονας Θόδωρος μεσημεριάτικα δηλώνοντας ότι αγνοεί την πατρότητά του…
Κάθεται ανέμελος ο πίθηκος στα χαμηλά ενός δέντρου, καπνίζει ώρα τώρα τον μπάφο του και έχεις «φτιαχτεί» απίστευτα…Έξω ζόρια και σεκλέτια, μες την καλή τρελή χαρά…
Τον βλέπει μια περαστική σαύρα και στη γλώσσα των ζώων τον ρωτά περίεργη,
-Καλά ρε μεγάλε πώς τα κατάφερες και τα ξέχασες ΟΛΑ και έγινες έτσι «ζαμανφουτίστας»;
-Να είναι καλά το μπάφο μου απαντά ο πίθηκος και εφόσον εκείνη το ζητά της δίνει να καπνίσει και αυτή λίγο…
Και παφ και πουφ ο πίθηκος και παφ και πουφ η σαύρα φτιάχτηκε και αυτή, χάσανε αίσθηση χρόνου και ΔΝΤ και τρόικας και έξω οι στενοχώριες…
Κάποια στιγμή η σαύρα του λέει
--Δεν ξέρω τι κάνεις εσύ αλλά εγώ πείνασα και δίψασα, πάω για λίγο και ξαναγυρνώ.
Έφυγε η σαύρα μες την τρελή χαρά, τσίμπησε λιγάκι στο δρόμο φτάνει στο ποτάμι να πιεί και το νερό της και νάτος ο κροκόδειλος, την κοιτάζει και σαστίζεται.
--Ρε ξαδέλφη της λέει πώς φτιάχτηκες έτσι και τάγραψες όλα και ξεχείλισες τρελή χαρά;
--Να είναι καλά ο πίθηκος και ο μπάφος που μου έδωσε, του απαντά η σαύρα και συνεχίζει να πίνει νερό.
Περίεργος ο κροκόδειλος βγαίνει στη στεριά και πλησιάζει το δέντρο όπου ξέγνοιαστος ο πίθηκος συνεχίζει να ρουφάει παφ και πουφ.
--Ρε μεγάλε δε μου δίνεις και μένα λίγο, του ζητά ο κροκόδειλος στη γλώσσα των ζώων.
Γυρνά ο πίθηκος, εκτός τόπου και χρόνου, κοιτάζει τη «μεγάλη σαύρα», ξύνει το κεφάλι του και ρωτά τον κροκόδειλο που νομίζει ότι είναι η φίλη του η σαύρα.
--Ρε τρελή πόσο έφαγες και πόσο ήπιες; Παρέα με τον Πάγκαλο και τον Βενιζέλο ήσουν και έγινες έτσι;
Το ανέκδοτο που ακολουθεί παρακάτω μου το διηγήθηκε ο φίλος και γείτονας Θόδωρος μεσημεριάτικα δηλώνοντας ότι αγνοεί την πατρότητά του…
Κάθεται ανέμελος ο πίθηκος στα χαμηλά ενός δέντρου, καπνίζει ώρα τώρα τον μπάφο του και έχεις «φτιαχτεί» απίστευτα…Έξω ζόρια και σεκλέτια, μες την καλή τρελή χαρά…
Τον βλέπει μια περαστική σαύρα και στη γλώσσα των ζώων τον ρωτά περίεργη,
-Καλά ρε μεγάλε πώς τα κατάφερες και τα ξέχασες ΟΛΑ και έγινες έτσι «ζαμανφουτίστας»;
-Να είναι καλά το μπάφο μου απαντά ο πίθηκος και εφόσον εκείνη το ζητά της δίνει να καπνίσει και αυτή λίγο…
Και παφ και πουφ ο πίθηκος και παφ και πουφ η σαύρα φτιάχτηκε και αυτή, χάσανε αίσθηση χρόνου και ΔΝΤ και τρόικας και έξω οι στενοχώριες…
Κάποια στιγμή η σαύρα του λέει
--Δεν ξέρω τι κάνεις εσύ αλλά εγώ πείνασα και δίψασα, πάω για λίγο και ξαναγυρνώ.
Έφυγε η σαύρα μες την τρελή χαρά, τσίμπησε λιγάκι στο δρόμο φτάνει στο ποτάμι να πιεί και το νερό της και νάτος ο κροκόδειλος, την κοιτάζει και σαστίζεται.
--Ρε ξαδέλφη της λέει πώς φτιάχτηκες έτσι και τάγραψες όλα και ξεχείλισες τρελή χαρά;
--Να είναι καλά ο πίθηκος και ο μπάφος που μου έδωσε, του απαντά η σαύρα και συνεχίζει να πίνει νερό.
Περίεργος ο κροκόδειλος βγαίνει στη στεριά και πλησιάζει το δέντρο όπου ξέγνοιαστος ο πίθηκος συνεχίζει να ρουφάει παφ και πουφ.
--Ρε μεγάλε δε μου δίνεις και μένα λίγο, του ζητά ο κροκόδειλος στη γλώσσα των ζώων.
Γυρνά ο πίθηκος, εκτός τόπου και χρόνου, κοιτάζει τη «μεγάλη σαύρα», ξύνει το κεφάλι του και ρωτά τον κροκόδειλο που νομίζει ότι είναι η φίλη του η σαύρα.
--Ρε τρελή πόσο έφαγες και πόσο ήπιες; Παρέα με τον Πάγκαλο και τον Βενιζέλο ήσουν και έγινες έτσι;