«Κάντε ησυχία μην ξυπνήσουμε τους Έλληνες» είναι ένα από τα συνθήματα που φωνάζουν οι Ισπανοί διαδηλωτές, κάτι το οποίο κατανοώ απόλυτα. Και το κατανοώ όχι λόγω του υπονοούμενου του συνθήματος, αλλά επειδή οι Ισπανοί που το φωνάζουν, μάλλον έχουν μία στρεβλή εικόνα για την ελληνική πραγματικότητα.
Οι Ισπανοί, που αστειευόμενοι θέλουν να ξεσηκώσουν και τους «κοιμισμένους» Έλληνες, δεν γνωρίζουν ότι η σαπίλα, η διαφθορά, η αναξιοκρατία, οι σπατάλες και η εξαθλίωση της αξιοπρέπειας προϋπήρχαν της κρίσης. Δεν ξέρουν ότι αυτά για τα οποία μαζεύονται στις πλατείες τους και αποδοκιμάζουν, προϋπήρχαν και στην Ελλάδα της «ευημερίας» προ κρίσης. Η πραγματική δημοκρατία, η δικαιοσύνη, η αξιοκρατία, και η αξιοπρέπεια ήταν διαβλητές έννοιες σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Δεν χρειαζόταν η οικονομική κρίση για να τα φέρει στην επιφάνεια. Απλά πριν την κρίση, ο ελληνικός ουρανός έβρεχε ευρωπαϊκό χρήμα, οπότε ποσώς ενδιαφερόταν οποιοσδήποτε για την κρίση των θεσμών και της δημοκρατίας γενικότερα. Η λαϊκή οργή που εκφράζεται στις μέρες μας δεν είναι τόσο για την κρίση των θεσμών, όσο για την κρίση της τσέπης. Και φυσικά, οι Ισπανοί δεν μπορούν να το γνωρίζουν αυτό, όπως κι εμείς δε θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε για κάτι ανάλογο που συμβαίνει σε μία άλλη χώρα, πέρα από τις εικόνες που μεταφέρουν τα ΜΜΕ, και τις αναλύσεις που μεταφράζει σκοπίμως, όπως τον βολεύει, ο κάθε πολιτικός χώρος.
Οι Ισπανοί και οι εγχώριοι ιεροκήρυκες που προσπαθούν να μετουσιώσουν την αγανάκτηση σε δράση, παραβλέπουν ένα σημαντικό στοιχείο. Ότι η αγανάκτηση δεν είναι ενιαία. Άλλος αγανακτεί επειδή έχασε τη δουλειά του, άλλος επειδή μειώθηκε ο μισθός του, άλλος επειδή θεωρεί ότι το μνημόνιο έφερε τη συμφορά, άλλος επειδή το μνημόνιο δεν εφαρμόζεται ουσιαστικά, άλλος για την κοινωνική ένταση, άλλος για την κυβερνητική δειλία στην έμπρακτη εφαρμογή του μνημονίου, κλπ. Η πιο ουσιαστική αγανάκτηση, αυτή που αφορά τους θεσμούς και τις πιο βαθιές δομές που είναι υπεύθυνες για την κρίση, εκφράζεται από τους ίδιους ανθρώπους που αγανακτούσαν και προ κρίσης και οι οποίοι όπως τότε, έτσι και τώρα αποτελούν μία ασήμαντη μειοψηφία˙ τουλάχιστον όσον αφορά τον δημόσιο λόγο.