Αξιότιμη κυρία Eπίτροπε,
Με ιδιαίτερη ανησυχία η εκπαιδευτική κοινότητα της χώρας μας -και γενικότερα η ελληνική κοινωνία- παρακολουθεί τη δραματική μείωση των -ήδη χαμηλών- δαπανών για την παιδεία στην Ελλάδα που προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός. Συγκεκριμένα, με τον προϋπολογισμό που κατάρτισε η Ελληνική Κυβέρνηση για το τρέχον έτος και ψήφισε η Ελληνική Βουλή οι δαπάνες για την παιδεία οδηγούνται σε μείωση ρεκόρ των τελευταίων 30 χρόνων και για πρώτη φορά το ποσοστό τους βρίσκεται κάτω από το 3% του ΑΕΠ (2,75% του ΑΕΠ για το 2011). Επίσης, για πρώτη φορά παρατηρείται μείωση των δαπανών και σε απόλυτες τιμές.
Στη διαμόρφωση της πολιτικής αυτής, που οδηγεί τη δημόσια εκπαίδευση της χώρας στην καθήλωση και την υποβάθμιση, θεωρούμε ότι έχει σοβαρή ευθύνη και η Ε.Ε. Ιδιαίτερα επισημαίνουμε την κοινή διαπίστωσή μας ότι με την επιβολή της πολιτικής του βάρβαρου Μνημονίου, που υπέγραψε η Ελληνική Κυβέρνηση με την Τρόικα (ΕΕ - ΔΝΤ - ΕΚΤ), βασικά κοινωνικά αγαθά, όπως της παιδείας και της υγείας, όπως και τα εργασιακά δικαιώματα, οι μισθοί και οι συντάξεις μας, βρίσκονται στο στόχαστρο.
Απαράδεκτες θεωρούμε, επίσης, τις νέες δεσμεύσεις που υπέγραψε η Ελληνική Κυβέρνηση με την Τρόικα, στις επικαιροποιημένες εκδοχές του μνημονίου, για τη δημιουργία «ειδικής ομάδας εκπαιδευτικής πολιτικής» με αποστολή τη δραστική περικοπή ακόμα και των ελάχιστων δαπανών που προβλέπονται με το νέο προϋπολογισμό! Με τη συγκρότηση αυτής της ομάδας η ελληνική εκπαίδευση τίθεται ουσιαστικά και τυπικά υπό την κηδεμονία της Τρόικας (δηλ. της ΕΕ, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ), που πλέον θα αποφασίζει για τη λειτουργία της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της με αυστηρώς λογιστικά κριτήρια έχοντας ως δηλωμένο της στόχο το «φθηνό σχολείο». Στην πραγματικότητα με αυτό τον τρόπο έχουν αχρηστευτεί οι διακηρύξεις της Ε.Ε. ότι η διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής αποτελεί αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους της ΕΕ.
Υπάρχουν ισχυροί ηθικοί, νομικοί και πολιτικοί λόγοι που μας ωθούν να μην αποδεχτούμε την πολιτική του Μνημονίου. Υπενθυμίζουμε χαρακτηριστικά ότι, και μόνο με επίκληση της «κατάστασης ανάγκης» (state of necessity) που προβλέπει η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ (1613η Συνάντηση, της 17ης Ιουνίου 1980), «ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αναγκαστεί να κλείσει σχολεία, πανεπιστήμια, δικαστήρια, να εγκαταλείψει τις δημόσιες υπηρεσίες επιφέροντας χάος και ανησυχία στην κοινωνία, μόνο και μόνο για να εξασφαλίζει κονδύλια αποπληρωμής δανείων» σε ξένους και εγχώριους δανειστές.
Παράλληλα, οι περικοπές στις επιχορηγήσεις για τις λειτουργικές δαπάνες των σχολείων συνεχίζονται με αποτέλεσμα την οικονομική ασφυξία του δημόσιου σχολείου και την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις καθημερινές ανάγκες του.
Επισημαίνουμε ότι οι περικοπές των δαπανών για την παιδεία στην Ελλάδα έρχονται σε αντίθεση ακόμα και με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει χώρα μας απέναντι στην ΕΕ μέσα από το πρόγραμμα Εκπαίδευση και δια Βίου Μάθηση του ΕΣΠΑ. Στο πρόγραμμα αυτό συγκεκριμένα προβλέπεται η δέσμευση για αύξηση των εθνικών δαπανών για την παιδεία στο μέσο ευρωπαϊκό όρο μέχρι το 2013 (βλ. ΕΠΕΔΒΜ σελ. 66, απόφαση έγκρισης ΕΕ Ε/2007/5634/16-112007). Με την ακολουθούμενη όμως πολιτική του μνημονίου και στην παιδεία οι δαπάνες αυτές ολοένα και μειώνονται φθάνοντας ήδη στο μισό του ευρωπαϊκού μ.ο.!!
Το τελευταίο διάστημα το Υπουργείο Παιδείας στην Ελλάδα ανακοίνωσε, -για μια ακόμη φορά χωρίς καμία ουσιαστική διαπραγμάτευση με την εκπαιδευτική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία- τη συγχώνευση ή κατάργηση 1.933 σχολικών μονάδων στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή συγχωνεύονται ή καταργούνται 1523 σχολεία στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε σύνολο 10700 και 410 σχολεία στη δευτεροβάθμια σε σύνολο 3185 (Γυμνάσια και Γενικά Λύκεια). Μετά από αυτές τις αλλαγές αναμένεται να καταργηθούν οριστικά 1.056 σχολεία.
Με την απόφαση αυτή τυπικά και ουσιαστικά η κυβέρνηση κήρυξε σε διωγμό τη δημόσια εκπαίδευση, επιχειρώντας να επιβάλει την πολιτική του ΔΝΤ στο δημόσιο σχολείο. Τα «παιδαγωγικά» κριτήρια, που επικαλείται η Υπουργός Παιδείας για να δικαιολογήσει αυτές τις συγχωνεύσεις, στην πραγματικότητα είναι μόνο λογιστικά και οικονομικά. Όμως η εκπαίδευση δεν είναι οι αριθμοί.
Σας γνωρίζουμε ότι η Ομοσπονδία μας έχει καταγγείλει την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας για τον αδιαφανή τρόπο με το οποίο προχώρησε όλη αυτή τη διαδικασία, αγνοώντας στις περισσότερες περιπτώσεις την τοπική κοινωνία, τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές, ακόμα και τις τοπικές δημοτικές αρχές, όπως αυτό ρητά προβλέπεται ακόμα και από την ισχύουσα νομοθεσία.
Αξιότιμη κυρία επίτροπε,
Αποτελεί μια ακόμη θλιβερή διαπίστωσή μας το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ακολουθεί σταθερά μια επιθετική και απαξιωτική πολιτική απέναντι στους Έλληνες εκπαιδευτικούς.
Προβάλλοντας το σύνθημα «πρώτα ο μαθητής» προσπαθεί με κάθε τρόπο να φέρει σε αντιπαράθεση τους εκπαιδευτικούς με τους μαθητές και τους γονείς τους. Με αυτό τον τρόπο όμως υπονομεύει τις σχέσεις των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας και καθιστά προβληματική τη λειτουργία των σχολείων. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται να αγνοεί ότι οι συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών είναι συγχρόνως και συνθήκες μάθησης των μαθητών.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι ενέργειες όπως η αιφνίδια διακοπή των προγραμμάτων διδακτικής στήριξης των μαθητών που συναντούν δυσκολίες στη μάθηση ή η κατάργηση των αθλητικών σχολείων, που σημειώθηκαν τον τελευταίο χρόνο, δεν επιβεβαιώνουν κατά κανένα τρόπο την προτεραιότητα των παιδιών που ρητορικά προβάλλεται από το Υπουργείο Παιδείας.
Το Υπ. Παιδείας προχωρά αυτές τις μέρες στην ψήφιση ενός ακόμα ν/σχ για την Παιδεία (συνενώσεις εκπαιδευτικών οργανισμών, πρότυπα πειραματικά σχολεία και διάφορες άλλες εκπαιδευτικές ρυθμίσεις) χωρίς κανένα ουσιαστικό διάλογο και διαπραγμάτευση με τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες. Απαξιώνει ακόμα και κρατικούς θεσμούς συμμετοχής που το ίδιο ίδρυσε, όπως το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας. Είναι χαρακτηριστικό πως η Υπουργός Παιδείας δεν πρότεινε να κληθούν ούτε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής που συζητούσε το σχετικό ν/σχ οι εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών του Δημόσιου Τομέα. Κατά τα άλλα διατείνεται πως θέτει τις προτάσεις της σε δημόσια διαβούλευση, ενώ ταυτόχρονα αρνείται την υλοποίηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για εκπαιδευτικά και εργασιακά θέματα, όπως ζητεί η ομοσπονδία μας, σε εφαρμογή του ν. 2738/99.
Το ότι δεν υπάρχει πλέον στοιχειώδης διαπραγμάτευση και ουσιαστικός διάλογος μεταξύ Υπουργείου Παιδείας και των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών αποδεικνύεται από το γεγονός πώς κανένα νομοσχέδιο από όσα κατατέθηκαν προς ψήφιση από την παρούσα κυβέρνηση μέχρι σήμερα στον τομέα της παιδείας δεν βρίσκει σύμφωνους του εκπαιδευτικούς.
Αξιότιμη κυρία επίτροπε,
Είναι γεγονός ότι αρκετά κονδύλια διατίθενται στην εκπαίδευση από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, μέσω του ΚΠΣ παλαιότερα και του ΕΣΠΑ από το πρόγραμμα ΕΠΕΔΒΜ (2007-2013).
Η παρέμβασή μας στις Επιτροπές Παρακολούθησης του ΕΠΕΔΜΒ του ΕΣΠΑ όπου συμμετέχουμε, αλλά και δημόσια, με υπομνήματα προς την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας είναι συνεχείς.
Έχουμε επανειλημμένα επισημάνει πως στο παρελθόν χάθηκε -και κάτι ανάλογο κινδυνεύει να γίνει και σήμερα- μια σημαντική ευκαιρία για την ελληνική εκπαίδευση, να αξιοποιηθούν τα σημαντικά κονδύλια του ΚΠΣ και του ΕΣΠΑ, κυρίως για τη βελτίωση των υποδομών της εκπαίδευσης, αλλά και την εφαρμογή, επιτέλους, της ουσιαστικής επιμόρφωσης (ετήσιας διάρκειας) των εκπαιδευτικών.
Έχουμε επανειλημμένα εκφράσει την έντονη αντίθεσή μας στο συνολικό προσανατολισμό της διάθεσης των κονδυλίων αυτών.
Θα έπρεπε αντί τα κονδύλια αυτά να σπαταλούνται σε επιμέρους δράσεις οι οποίες ελάχιστα ή και καθόλου δεν συμβάλουν στη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας (π.χ. ενημερώσεις για την τρέχουσα εκπαιδευτική πολιτική, για διαφήμιση των πολιτικών που ασκήθηκαν, δημοσκοπήσεις κοινής γνώμης για εκπαιδευτικά θέματα, ανούσιες ημερίδες και προγράμματα κ.λπ.), να διατίθενται για τις πραγματικές ανάγκες της δημόσιας εκπαίδευσης .
Την ώρα που ο χώρος της εκπαίδευσης υφίσταται τα αποτελέσματα μιας πρωτοφανούς λιτότητας και περικοπών στα στοιχειώδη, την ώρα που το υπουργείο χρωστά στους εκπαιδευτικούς εκατομμύρια ευρώ από δεδουλευμένα προηγούμενων ετών, την ώρα που περικόπτονται προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας των μαθητών, την ώρα που προωθείται η συγχώνευση/κατάργηση σχολικών μονάδων, είναι πρόκληση και σκάνδαλο να σπαταλούνται χρήματα σε άχρηστες δράσεις, συμβούλους, ταξίδια, ημερίδες χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, να δίνονται αμοιβές ιδιωτικές εταιρίες κ.λπ. Είμαστε σε θέση αν μας ζητηθεί να αποδείξουμε με συγκεκριμένα στοιχεία αυτές τις καταγγελίες μας.
Αξιότιμη κυρία επίτροπε,
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΛΜΕ, διερμηνεύοντας τη βούληση των 100.000 εκπαιδευτικών που αντιπροσωπεύει η Ομοσπονδία μας και, γενικότερα τις διαθέσεις του εκπαιδευτικού κόσμου της χώρας, έχει θέσει ως πρωταρχικό του στόχο να συμβάλει στην άμεση αλλαγή αυτής της καταστροφικής πολιτικής για την εκπαίδευση, τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές, για το μέλλον του τόπου μας.
Με ιδιαίτερη ανησυχία η εκπαιδευτική κοινότητα της χώρας μας -και γενικότερα η ελληνική κοινωνία- παρακολουθεί τη δραματική μείωση των -ήδη χαμηλών- δαπανών για την παιδεία στην Ελλάδα που προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός. Συγκεκριμένα, με τον προϋπολογισμό που κατάρτισε η Ελληνική Κυβέρνηση για το τρέχον έτος και ψήφισε η Ελληνική Βουλή οι δαπάνες για την παιδεία οδηγούνται σε μείωση ρεκόρ των τελευταίων 30 χρόνων και για πρώτη φορά το ποσοστό τους βρίσκεται κάτω από το 3% του ΑΕΠ (2,75% του ΑΕΠ για το 2011). Επίσης, για πρώτη φορά παρατηρείται μείωση των δαπανών και σε απόλυτες τιμές.
Στη διαμόρφωση της πολιτικής αυτής, που οδηγεί τη δημόσια εκπαίδευση της χώρας στην καθήλωση και την υποβάθμιση, θεωρούμε ότι έχει σοβαρή ευθύνη και η Ε.Ε. Ιδιαίτερα επισημαίνουμε την κοινή διαπίστωσή μας ότι με την επιβολή της πολιτικής του βάρβαρου Μνημονίου, που υπέγραψε η Ελληνική Κυβέρνηση με την Τρόικα (ΕΕ - ΔΝΤ - ΕΚΤ), βασικά κοινωνικά αγαθά, όπως της παιδείας και της υγείας, όπως και τα εργασιακά δικαιώματα, οι μισθοί και οι συντάξεις μας, βρίσκονται στο στόχαστρο.
Απαράδεκτες θεωρούμε, επίσης, τις νέες δεσμεύσεις που υπέγραψε η Ελληνική Κυβέρνηση με την Τρόικα, στις επικαιροποιημένες εκδοχές του μνημονίου, για τη δημιουργία «ειδικής ομάδας εκπαιδευτικής πολιτικής» με αποστολή τη δραστική περικοπή ακόμα και των ελάχιστων δαπανών που προβλέπονται με το νέο προϋπολογισμό! Με τη συγκρότηση αυτής της ομάδας η ελληνική εκπαίδευση τίθεται ουσιαστικά και τυπικά υπό την κηδεμονία της Τρόικας (δηλ. της ΕΕ, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ), που πλέον θα αποφασίζει για τη λειτουργία της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της με αυστηρώς λογιστικά κριτήρια έχοντας ως δηλωμένο της στόχο το «φθηνό σχολείο». Στην πραγματικότητα με αυτό τον τρόπο έχουν αχρηστευτεί οι διακηρύξεις της Ε.Ε. ότι η διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής αποτελεί αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους της ΕΕ.
Υπάρχουν ισχυροί ηθικοί, νομικοί και πολιτικοί λόγοι που μας ωθούν να μην αποδεχτούμε την πολιτική του Μνημονίου. Υπενθυμίζουμε χαρακτηριστικά ότι, και μόνο με επίκληση της «κατάστασης ανάγκης» (state of necessity) που προβλέπει η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ (1613η Συνάντηση, της 17ης Ιουνίου 1980), «ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αναγκαστεί να κλείσει σχολεία, πανεπιστήμια, δικαστήρια, να εγκαταλείψει τις δημόσιες υπηρεσίες επιφέροντας χάος και ανησυχία στην κοινωνία, μόνο και μόνο για να εξασφαλίζει κονδύλια αποπληρωμής δανείων» σε ξένους και εγχώριους δανειστές.
Παράλληλα, οι περικοπές στις επιχορηγήσεις για τις λειτουργικές δαπάνες των σχολείων συνεχίζονται με αποτέλεσμα την οικονομική ασφυξία του δημόσιου σχολείου και την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις καθημερινές ανάγκες του.
Επισημαίνουμε ότι οι περικοπές των δαπανών για την παιδεία στην Ελλάδα έρχονται σε αντίθεση ακόμα και με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει χώρα μας απέναντι στην ΕΕ μέσα από το πρόγραμμα Εκπαίδευση και δια Βίου Μάθηση του ΕΣΠΑ. Στο πρόγραμμα αυτό συγκεκριμένα προβλέπεται η δέσμευση για αύξηση των εθνικών δαπανών για την παιδεία στο μέσο ευρωπαϊκό όρο μέχρι το 2013 (βλ. ΕΠΕΔΒΜ σελ. 66, απόφαση έγκρισης ΕΕ Ε/2007/5634/16-112007). Με την ακολουθούμενη όμως πολιτική του μνημονίου και στην παιδεία οι δαπάνες αυτές ολοένα και μειώνονται φθάνοντας ήδη στο μισό του ευρωπαϊκού μ.ο.!!
Το τελευταίο διάστημα το Υπουργείο Παιδείας στην Ελλάδα ανακοίνωσε, -για μια ακόμη φορά χωρίς καμία ουσιαστική διαπραγμάτευση με την εκπαιδευτική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία- τη συγχώνευση ή κατάργηση 1.933 σχολικών μονάδων στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή συγχωνεύονται ή καταργούνται 1523 σχολεία στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε σύνολο 10700 και 410 σχολεία στη δευτεροβάθμια σε σύνολο 3185 (Γυμνάσια και Γενικά Λύκεια). Μετά από αυτές τις αλλαγές αναμένεται να καταργηθούν οριστικά 1.056 σχολεία.
Με την απόφαση αυτή τυπικά και ουσιαστικά η κυβέρνηση κήρυξε σε διωγμό τη δημόσια εκπαίδευση, επιχειρώντας να επιβάλει την πολιτική του ΔΝΤ στο δημόσιο σχολείο. Τα «παιδαγωγικά» κριτήρια, που επικαλείται η Υπουργός Παιδείας για να δικαιολογήσει αυτές τις συγχωνεύσεις, στην πραγματικότητα είναι μόνο λογιστικά και οικονομικά. Όμως η εκπαίδευση δεν είναι οι αριθμοί.
Σας γνωρίζουμε ότι η Ομοσπονδία μας έχει καταγγείλει την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας για τον αδιαφανή τρόπο με το οποίο προχώρησε όλη αυτή τη διαδικασία, αγνοώντας στις περισσότερες περιπτώσεις την τοπική κοινωνία, τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές, ακόμα και τις τοπικές δημοτικές αρχές, όπως αυτό ρητά προβλέπεται ακόμα και από την ισχύουσα νομοθεσία.
Αξιότιμη κυρία επίτροπε,
Αποτελεί μια ακόμη θλιβερή διαπίστωσή μας το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ακολουθεί σταθερά μια επιθετική και απαξιωτική πολιτική απέναντι στους Έλληνες εκπαιδευτικούς.
Προβάλλοντας το σύνθημα «πρώτα ο μαθητής» προσπαθεί με κάθε τρόπο να φέρει σε αντιπαράθεση τους εκπαιδευτικούς με τους μαθητές και τους γονείς τους. Με αυτό τον τρόπο όμως υπονομεύει τις σχέσεις των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας και καθιστά προβληματική τη λειτουργία των σχολείων. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται να αγνοεί ότι οι συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών είναι συγχρόνως και συνθήκες μάθησης των μαθητών.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι ενέργειες όπως η αιφνίδια διακοπή των προγραμμάτων διδακτικής στήριξης των μαθητών που συναντούν δυσκολίες στη μάθηση ή η κατάργηση των αθλητικών σχολείων, που σημειώθηκαν τον τελευταίο χρόνο, δεν επιβεβαιώνουν κατά κανένα τρόπο την προτεραιότητα των παιδιών που ρητορικά προβάλλεται από το Υπουργείο Παιδείας.
Το Υπ. Παιδείας προχωρά αυτές τις μέρες στην ψήφιση ενός ακόμα ν/σχ για την Παιδεία (συνενώσεις εκπαιδευτικών οργανισμών, πρότυπα πειραματικά σχολεία και διάφορες άλλες εκπαιδευτικές ρυθμίσεις) χωρίς κανένα ουσιαστικό διάλογο και διαπραγμάτευση με τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες. Απαξιώνει ακόμα και κρατικούς θεσμούς συμμετοχής που το ίδιο ίδρυσε, όπως το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας. Είναι χαρακτηριστικό πως η Υπουργός Παιδείας δεν πρότεινε να κληθούν ούτε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής που συζητούσε το σχετικό ν/σχ οι εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών του Δημόσιου Τομέα. Κατά τα άλλα διατείνεται πως θέτει τις προτάσεις της σε δημόσια διαβούλευση, ενώ ταυτόχρονα αρνείται την υλοποίηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για εκπαιδευτικά και εργασιακά θέματα, όπως ζητεί η ομοσπονδία μας, σε εφαρμογή του ν. 2738/99.
Το ότι δεν υπάρχει πλέον στοιχειώδης διαπραγμάτευση και ουσιαστικός διάλογος μεταξύ Υπουργείου Παιδείας και των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών αποδεικνύεται από το γεγονός πώς κανένα νομοσχέδιο από όσα κατατέθηκαν προς ψήφιση από την παρούσα κυβέρνηση μέχρι σήμερα στον τομέα της παιδείας δεν βρίσκει σύμφωνους του εκπαιδευτικούς.
Αξιότιμη κυρία επίτροπε,
Είναι γεγονός ότι αρκετά κονδύλια διατίθενται στην εκπαίδευση από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, μέσω του ΚΠΣ παλαιότερα και του ΕΣΠΑ από το πρόγραμμα ΕΠΕΔΒΜ (2007-2013).
Η παρέμβασή μας στις Επιτροπές Παρακολούθησης του ΕΠΕΔΜΒ του ΕΣΠΑ όπου συμμετέχουμε, αλλά και δημόσια, με υπομνήματα προς την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας είναι συνεχείς.
Έχουμε επανειλημμένα επισημάνει πως στο παρελθόν χάθηκε -και κάτι ανάλογο κινδυνεύει να γίνει και σήμερα- μια σημαντική ευκαιρία για την ελληνική εκπαίδευση, να αξιοποιηθούν τα σημαντικά κονδύλια του ΚΠΣ και του ΕΣΠΑ, κυρίως για τη βελτίωση των υποδομών της εκπαίδευσης, αλλά και την εφαρμογή, επιτέλους, της ουσιαστικής επιμόρφωσης (ετήσιας διάρκειας) των εκπαιδευτικών.
Έχουμε επανειλημμένα εκφράσει την έντονη αντίθεσή μας στο συνολικό προσανατολισμό της διάθεσης των κονδυλίων αυτών.
Θα έπρεπε αντί τα κονδύλια αυτά να σπαταλούνται σε επιμέρους δράσεις οι οποίες ελάχιστα ή και καθόλου δεν συμβάλουν στη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας (π.χ. ενημερώσεις για την τρέχουσα εκπαιδευτική πολιτική, για διαφήμιση των πολιτικών που ασκήθηκαν, δημοσκοπήσεις κοινής γνώμης για εκπαιδευτικά θέματα, ανούσιες ημερίδες και προγράμματα κ.λπ.), να διατίθενται για τις πραγματικές ανάγκες της δημόσιας εκπαίδευσης .
Την ώρα που ο χώρος της εκπαίδευσης υφίσταται τα αποτελέσματα μιας πρωτοφανούς λιτότητας και περικοπών στα στοιχειώδη, την ώρα που το υπουργείο χρωστά στους εκπαιδευτικούς εκατομμύρια ευρώ από δεδουλευμένα προηγούμενων ετών, την ώρα που περικόπτονται προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας των μαθητών, την ώρα που προωθείται η συγχώνευση/κατάργηση σχολικών μονάδων, είναι πρόκληση και σκάνδαλο να σπαταλούνται χρήματα σε άχρηστες δράσεις, συμβούλους, ταξίδια, ημερίδες χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, να δίνονται αμοιβές ιδιωτικές εταιρίες κ.λπ. Είμαστε σε θέση αν μας ζητηθεί να αποδείξουμε με συγκεκριμένα στοιχεία αυτές τις καταγγελίες μας.
Αξιότιμη κυρία επίτροπε,
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΛΜΕ, διερμηνεύοντας τη βούληση των 100.000 εκπαιδευτικών που αντιπροσωπεύει η Ομοσπονδία μας και, γενικότερα τις διαθέσεις του εκπαιδευτικού κόσμου της χώρας, έχει θέσει ως πρωταρχικό του στόχο να συμβάλει στην άμεση αλλαγή αυτής της καταστροφικής πολιτικής για την εκπαίδευση, τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές, για το μέλλον του τόπου μας.