Το δημόσιο χρέος αποτελεί «πληγή» της τελευταίας δεκαπενταετίας, η οποία κακοφόρμισε από τον άφρονα δανεισμό των κυβερνήσεων και τα λογιστικά τερτίπια που μετέρχονταν για να «τετραγωνίσουν τον κύκλο». Να πετύχουν δηλαδή τον εξωραϊσμό της πραγματικής οικονομικής κατάστασης, χωρίς να αναγκαστούν να δυσαρεστήσουν τους ψηφοφόρους τους, εξυπηρετώντας ταυτοχρόνως και τα ποικιλώνυμα διαπλεκόμενα συμφέροντα.
Σε εποχές παχέων αγελάδων δισεκατομμύρια ευρώ (ή δραχμές παλαιότερα) σπαταλήθηκαν πάνω ή κάτω από το τραπέζι, αδιαφορώντας για τη, συνήθως δανεική, προέλευση των χρημάτων αυτών. Η καθεστηκυία αντίληψη ήταν ότι το Δημόσιο, σε αντίθεση με τους ιδιώτες -εφόσον υπήρχε η πολιτική βούληση- μπορούσε να βρει κάθε φορά τα χρήματα που έλειπαν, για να καλυφθούν μισθοί, συντάξεις, επενδύσεις και προμήθειες, γιατί και τότε «λεφτά δεν υπήρχαν» -τουλάχιστον αρκετά- για να πληρωθούν όλες αυτές οι δημόσιες δαπάνες.
Με τη διαφορά, ότι τότε οι υπουργοί Οικονομικών με περισσή ευκολία έστελναν το λογαριασμό για όλα τα «σπασμένα» στο δημόσιο χρέος, μεταφέροντας έτσι το πρόβλημα στις επόμενες κυβερνήσεις και στις επόμενες γενιές.
«Γράψ' το και κλάψ' το» ήταν το αγαπημένο μότο υπουργού προς τον τότε επικεφαλής της Στατιστικής Υπηρεσίας. Ετσι φτάσαμε το δημόσιο χρέος από 18% του ΑΕΠ το 1970 να φτάσει στο 80% το 1992 και από εκεί να αγγίξει το 103% το 1999 για να εκτιναχθεί το 2010 στο 142% του ΑΕΠ.
Ακόμη και την περίοδο του εκσυγχρονισμού και της «ισχυρής οικονομίας», επί πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη, το χρέος αυξανόταν δυσανάλογα σε σύγκριση με τα πρωτογενή πλεονάσματα που εμφάνιζε τότε ο προϋπολογισμός. Ομως σύμφωνα με τους στοιχειώδεις κανόνες του Δημόσιου Λογιστικού, όταν ο προϋπολογισμός αφήνει «περίσσευμα» το χρέος θα πρέπει να μειώνεται. Παρά ταύτα την περίοδο 2000-2002 το πρωτογενές πλεόνασμα των προϋπολογισμών έφτασε αθροιστικά τα 12,7 δισ. ευρώ και το δημόσιο χρέος αντί να μειωθεί αυξήθηκε κατά 40,8 δισ. ευρώ.
Οπως φαίνεται και στο σχετικό πίνακα, τούτο συνέβη γιατί κάθε μία από τις παραπάνω χρονιές το Δημόσιο αναλάμβανε να πληρώνει το «χρέος που είχαν συσσωρεύσει οι τρίτοι», δηλαδή δημόσιες εταιρείες (ΔΕΚΟ), ασφαλιστικά ταμεία και πλήθος άλλων φορέων. Οταν έφτανε η στιγμή να πληρωθούν τα χρέη όλων αυτών, το Δημόσιο «έβαζε» το χέρι στην τσέπη εξοφλώντας τις υποχρεώσεις τους, χωρίς όμως αυτή η δαπάνη να επιβαρύνει το έλλειμμα του προϋπολογισμού αλλά μόνο το χρέος.
Κεφαλαιοποιούσαν τόκους
Στη λογική αυτή χρησιμοποιήθηκαν και άλλα τερτίπια προκειμένου «και η πίτα να παραμένει ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος». Δηλαδή το Δημόσιο να πληρώνει χωρίς όμως να φουσκώνεται το έλλειμμα, το οποίο είχε πάντα ιδιαίτερη βαρύτητα στις αξιολογήσεις της Ε.Ε. Ενα τέτοιο μικρό παράδειγμα αποτελεί η κεφαλαιοποίηση των τόκων, τους οποίους το Δημόσιο, αντί να τους εξοφλεί στην ώρα τους, τους «μετέτρεπε» σε νέα ομόλογα επιβαρύνοντας το χρέος.
Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε με διακυμάνσεις και τα επόμενα χρόνια. Παρατηρούμε λοιπόν ότι το χρέος αυξανόταν πολύ περισσότερο από το έλλειμμα της κεντρικής κυβέρνησης. Εξαίρεση αποτελεί το 2005 και τούτο γιατί η χώρα βρισκόταν στον ασφυκτικό έλεγχο της Eurostat εξαιτίας της απογραφής, στην οποία είχε προχωρήσει η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Η ιστορία επαναλήφθηκε και το 2010, αυτή τη φορά με πρωτοβουλία της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Ολα τα υπόλοιπα έτη, το χρέος, όπως φαίνεται στο σχετικό πίνακα, αυξανόταν πολύ περισσότερο απ' ό,τι θα δικαιολογούσε η εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Ετσι, τη δεκαετία του 2000, ενώ συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την τιθάσευση του χρέους, αυτό τελικώς εκτροχιάστηκε. Η χώρα εμφάνισε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και εισέπραξε αρκετά δισ. ευρώ από τις αποκρατικοποιήσεις, τα οποία όμως πήγαν στο βρόντο αντί να ενισχυθεί η παραγωγική βάση της οικονομίας.
Η άνθηση του Χρηματιστηρίου (έστω και αν οδήγησε στη μεγαλύτερη μεταπολεμική φούσκα), σε συνδυασμό με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και τη ραγδαία μείωση των επιτοκίων, διαμόρφωσαν ιδανικές συνθήκες στις αρχές της δεκεαετίας, τις οποίες όμως, απ' ό,τι φαίνεται, η κυβέρνηση τις αξιοποίησε για να καλύψει ταμειακές ανάγκες.
Αποκρατικοποιήσεις 17,3 δισ.
Ετσι την περίοδο 1998-2003 τα έσοδα που εισέπραξε το Δημόσιο από τις αποκρατικοποιήσεις ξεπέρασαν τα 17,3 δισ. ευρώ, όμως την ίδια περίοδο το δημόσιο χρέος όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά αυξήθηκε κατά 48,8 δισ. ευρώ από τα 118,9 δισ. ευρώ στα 167,7 δισ. ευρώ. Μετά το 2003 οι επιδόσεις στο στίβο των αποκρατικοποιήσεων υποχωρούν αισθητά. Ετσι, τα επόμενα πέντε χρόνια στα Ταμεία του Δημοσίου εισέρρευσαν μόνο άλλα 3,5 δισ. ευρώ ανεβάζοντας το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε τη δεκαετία στα 20,8 δισ. ευρώ. Την αντίστοιχη περίοδο (1998-2008), όπως προκύπτει από το σχετικό πίνακα, το δημόσιο χρέος όχι μόνο δεν περιορίστηκε κατά το ποσό των εσόδων αυτών αλλά σε απόλυτα νούμερα αυξήθηκε κατά το ιλιγγιώδες ποσό των 134,1 δισ. ευρώ.
Η ευθύνη για τη διόγκωση του χρέους βαρύνει και τα δύο μεγάλα κόμματα που είχαν τη διακυβέρνηση της χώρας την παραπάνω περίοδο. Οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ από το 1996 ώς το 2004 φόρτωσαν το χρέος με περίπου 85,4 δισ. ευρώ, ενώ από το 2004 έως το 2009 η Νέα Δημοκρατία επιβάρυνε το χρέος με περίπου 121,8 δισ. ευρώ. Ο πλήρης εκτροχιασμός του χρέους, όπως φαίνεται και από τον πίνακα, έγινε το 2008 και το 2009, χρονιές για τις οποίες όμως τα στοιχεία αναθεωρήθηκαν από τη Eurostat αρκετές φορές.
Ως ποσοστό του ΑΕΠ η εικόνα που εμφάνιζε το δημόσιο χρέος σε ορισμένες περιόδους έμοιαζε «μαγική». Για παράδειγμα μεταξύ 1998 και 2003 καταγράφεται μία βελτίωση καθώς το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ υποχώρησε από το 100,4% του ΑΕΠ στο 97,3%. Ομως ακόμη και τότε οι διεθνείς οργανισμοί αναγνώριζαν ως ένα από τα μελανά σημεία της ελληνικής οικονομίας την ανακολουθία που υπήρχε μεταξύ των αναπτυξιακών ρυθμών και της βραδείας μείωσης του δημόσιου χρέους.
Το «μυστικό» που κρυβόταν πίσω από την αδυναμία της κυβέρνησης να μειώσει δραστικά και όχι εικονικά το δημόσιο χρέος συνδεόταν κατά κύριο λόγο με την αδυναμία του «επίσημου» προϋπολογισμού να αντέξει όλες τις υποχρεώσεις του Δημοσίου που αναφύονται στη διάρκεια του έτους.
Ετσι, την ίδια ώρα που οι τότε υπουργοί Οικονομικών (Παπαντωνίου, Χριστοδουλάκης και αργότερα Αλογοσκούφης διαβεβαίωναν ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός εκτελείται κανονικά και χωρίς αποκλίσεις, τα λεγόμενα «κρυφά χρέη» έπνιγαν το Δημόσιο.
Αγνοούσαν τα σημάδια
Το πρόβλημα αυτό ταλανίζει για πολλά χρόνια το Δημόσιο και ακόμη δεν έχει επιλυθεί. Ακόμη και σήμερα το Δημόσιο αντιμετωπίζει ληξιπρόθεσμες οφειλές άνω των 6 δισ. ευρώ.
Τα σημάδια ότι κάτι δεν πάει καλά, παρά τις διακηρύξεις για την ισχυρή οικονομία, την πιστή εκτέλεση του προϋπολογισμού κ.ο.κ., ήταν ορατά, όμως οι περισσότεροι εθελοτυφλούσαν.
Για παράδειγμα, το 2003 η Ελλάδα δανείστηκε συγκριτικά περισσότερο σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Το αρνητικό αυτό ρεκόρ καταδείκνυε ότι το πραγματικό μέγεθος των αναγκών του Δημοσίου ήταν πολλαπλάσιο και ελάχιστη σχέση είχε μόνο με τα εξωραϊσμένα μεγέθη του προϋπολογισμού.
Εύσημα από τους... Οίκους
Εκείνη τη χρονιά (2003), το ποσό των δανείων που σύναψε η χώρα μας για να καλύψει τις ανάγκες του Προϋπολογισμού της αντιστοιχούσε στο 18% του ΑΕΠ. Ποσοστό το οποίο είναι το υψηλότερο, με σημαντική μάλιστα διαφορά μεταξύ των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε, καθώς ακολουθούσε η Ιταλία με 10% επί του ΑΕΠ της και η Πορτογαλία με 6%.
Τότε διάφοροι ξένοι επενδυτικοί οίκοι ή φορείς απηύθυναν εύσημα στην κυβέρνηση για τη χρηστή διαχείριση του δημοσίου χρέους, προσδοκώντας προφανώς να αποσπάσουν ένα μερίδιο από τις προμήθειες που συνεπάγεται η όλη διαδικασία. Οπως έγινε αργότερα γνωστό με την εμπλοκή που είχε η Goldman Sachs με τα αμαρτωλά swaps στη διαχείριση του χρέους.