- Κατά που πας, αδελφέ μου συνοδοιπόρε; Κατά πούθε σε οδηγούν τα βήματά σου; - Πάω στο άγνωστο, σ’ αυτόν τον πηγαιμό, που γυρισμό δεν έχει. Πάω στο πουθενά. Όταν βλέπω τη λάμψη του χρυσού, ζαλίζομαι. Όπου ακούω μουσική, χορεύω. Στο σταυροδρόμι παίρνω πάντα τον εύκολο δρόμο. Στον παραλογισμό του πολέμου σκοτώνω ή σκοτώνομαι. Τον καιρό της ειρήνης, γεμίζω την κοιλιά μου, με κλεμμένες γεύσεις κι απολαύσεις. Η ηδονή με συναρπάζει, η εξουσία με γοητεύει. Και προχωρώ και όσο πάει ο δρόμος τελειώνει. Σε λίγο θα πρέπει να πηδήξω στο απόλυτο κενό. Τόσο απερίσκεπτο που ήμουν, έφτασα στο τέρμα, χωρίς διαβατήριο χωρίς αποσκευές. Ξόδεψα άσκοπα το χρόνο και το χρήμα μου, τις μέρες και τις ώρες μου. Ταξίδεψα σ’ άλλες πατρίδες, για ν’ αποφύγω τις ερινύες, μα έπεσα πάνω σε κύκλωπες
και με παρέσυραν οι σειρήνες και οι Κύρκες. Ναυάγησα σε φουρτουνιασμένες θάλασσες και το μικρό μου το σκαρί, θρύψαλα έγινε. Επέζησα σε άγνωστη γη. Λαθρεπιβάτης άραξα σε ξένο λιμάνι. Λαθρομετανάστης σε ξένη χώρα. Χωρίς εφόδια, χωρίς φίλους, χωρίς Θεό, και μπροστά μου το απόλυτο κενό. Φοβάμαι…. - Στάσου αδελφέ μου, συνοδοιπόρε. Στάσου εκεί στην άκρη του γκρεμού και κοίταξε δίπλα σου. Ένας διαβάτης είμαι κι εγώ, ένας φτωχός οδοιπόρος. Μα, κοίτα, έχω χαρτιά, έχω διαβατήρια. Έλα μαζί μου. Ξέρω μια χώρα που ήλιος δεν δύει. Ξέρω μια χώρα, χωρίς καλοκαίρια και χωρίς χειμώνες, χωρίς το κρύο τη ζέστη, χωρίς παγωνιά. Ξέρω μια χώρα λαμπρή και γαλάζια, που ούριος άνεμος πάντα φυσά. Στ’ απέραντα λιβάδια, ευωδιάζουν ανθώνες, κρίνα βιολέτες, πασχαλιές κι ανεμώνη. Ξέρω μια χώρα ελεύθερη κι ωραία, Όπου είναι άγνωστη η λέξη σκλαβιά. Εκεί δάκρυ δεν τρέχει, λύπη και πόνο δεν έχει, Εκεί έχει μόνο χαρά. Ο ήλιος παραμένει αβασίλευτος Και ο μόνος Ήλιος που λάμπει, είναι Εκείνος. Εκείνος, που όταν ήρθε στα δικά μας λημέρια, Τον φτύσαμε, Τον λοιδορήσαμε, τον λογχίσαμε, Τον προδώσαμε, Τον σταυρώσαμε. Μα Εκείνος μας συγχώρησε και τώρα να δεις, πως όταν πάμε στο βασίλειό Του, θα κατεβεί από το θρόνο Του και θα δώσει εντολή, να σφάξουν τον μόσχο το σιτευτό, όπως κάνει για την επιστροφή του κάθε ασώτου. Σ’ αυτόν τον πηγαιμό, έλα κι εσύ μαζί μου.
Δέσποινα Ποικιλίδου
και με παρέσυραν οι σειρήνες και οι Κύρκες. Ναυάγησα σε φουρτουνιασμένες θάλασσες και το μικρό μου το σκαρί, θρύψαλα έγινε. Επέζησα σε άγνωστη γη. Λαθρεπιβάτης άραξα σε ξένο λιμάνι. Λαθρομετανάστης σε ξένη χώρα. Χωρίς εφόδια, χωρίς φίλους, χωρίς Θεό, και μπροστά μου το απόλυτο κενό. Φοβάμαι…. - Στάσου αδελφέ μου, συνοδοιπόρε. Στάσου εκεί στην άκρη του γκρεμού και κοίταξε δίπλα σου. Ένας διαβάτης είμαι κι εγώ, ένας φτωχός οδοιπόρος. Μα, κοίτα, έχω χαρτιά, έχω διαβατήρια. Έλα μαζί μου. Ξέρω μια χώρα που ήλιος δεν δύει. Ξέρω μια χώρα, χωρίς καλοκαίρια και χωρίς χειμώνες, χωρίς το κρύο τη ζέστη, χωρίς παγωνιά. Ξέρω μια χώρα λαμπρή και γαλάζια, που ούριος άνεμος πάντα φυσά. Στ’ απέραντα λιβάδια, ευωδιάζουν ανθώνες, κρίνα βιολέτες, πασχαλιές κι ανεμώνη. Ξέρω μια χώρα ελεύθερη κι ωραία, Όπου είναι άγνωστη η λέξη σκλαβιά. Εκεί δάκρυ δεν τρέχει, λύπη και πόνο δεν έχει, Εκεί έχει μόνο χαρά. Ο ήλιος παραμένει αβασίλευτος Και ο μόνος Ήλιος που λάμπει, είναι Εκείνος. Εκείνος, που όταν ήρθε στα δικά μας λημέρια, Τον φτύσαμε, Τον λοιδορήσαμε, τον λογχίσαμε, Τον προδώσαμε, Τον σταυρώσαμε. Μα Εκείνος μας συγχώρησε και τώρα να δεις, πως όταν πάμε στο βασίλειό Του, θα κατεβεί από το θρόνο Του και θα δώσει εντολή, να σφάξουν τον μόσχο το σιτευτό, όπως κάνει για την επιστροφή του κάθε ασώτου. Σ’ αυτόν τον πηγαιμό, έλα κι εσύ μαζί μου.
Δέσποινα Ποικιλίδου