Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

… και μη πονάς λιγότερο
   απ΄ τους αδικημένους¨


¨….και των  αδικουμένων  μη  έλαττον  αλγείτω ¨,  λόγοι  ιερού  Χρυσοστόμου
έγραψε ο  Αγγελος Αγγελίδης
 (πρώτη δημοσίευση  Φεβρουάριος 2008)

    Μη μιλάς. Κάνε πως δεν είδες. Βλέπε τη δουλειά σου. Προχώρα, προχώρα και μη σταματάς. Μη κοιτάς και μη μιλάς, θα μπλέξεις. Είναι οι Κανόνες της σύγχρονης κοινωνίας και της ζωής μας. Και είναι αλήθεια. Αν τολμήσεις να δεις πιο μακριά, κινδυνεύεις να χάσεις τα μάτια σου. Αν τολμήσεις να πεις κάτι παραπάνω, κινδυ-νεύεις να χάσεις για πάντα τη μιλιά σου.
Αν πεις κάποια στιγμή την αλήθεια, μόνο ο ίδιος θα την καταλάβεις και θα νοιώσεις αυτόματα παγερή μοναξιά. Θα σ΄ εγκαταλείψουν όλοι, ακόμη κι αυτοί που σου χρωστάν ανταπόδοση ψυχής και καλοσύνης. Οι δυνατοί θα υπερισχύσουν. Οι αδίστακτοι θα επικρατήσουν. Θα απογοητευτείς και θα μαζευτείς. Θα συρρικνωθείς σαν προσωπικότητα και θα μικραίνεις απότομα, μέχρι να γίνεις ένα τίποτα. Μέχρι να εξαφανιστείς. Αν δεν έχεις αντίληψη και νου, αν δεν διαθέτεις τη στοιχειώδη λογική και το απαραίτητο ένστικτο της αυτόνομης ύπαρξης, αν δεν είσαι τίποτα, τότε όλα καλά. Όλα τελειώνουν εκεί.
Αν όμως είσαι ζωντανός στο στερέωμα και η ψυχή σου ελατήριο που μάζεψε ενέργεια; Τότε αρχίζεις το αιώνιο μαρτύριο. Τότε έρχεται η σύγκρουση των πεποιθή-σεων, των αντιλήψεων, των επιθυμιών και των στόχων σου με τον κοινωνικά επιβαλ-λόμενο καταναγκασμό. Η βία που επιβάλλεται και δεν ελέγχεται από ηθικές αρχές και αξίες σε καταπιέζει αθόρυβα και ανυπόφορα. Η υπομονή δεν είναι λύση. Η λύση δεν φαίνεται πουθενά. Τότε αρχίζεις και πάλι τη σιωπή. Θέλεις να σώσεις όπως κι όπως τον εαυτούλη σου. Δεν θέλεις φασαρίες ούτε μπλεξίματα. Αισθάνεσαι καλύ-τερα θεατής στην κερκίδα, παρά πρωταγωνιστής στον αγωνιστικό χώρο. Όμως εκεί που νομίζεις ότι έπεισες την αφεντιά σου για τη νομιμοφροσύνη σου, νοιώθεις τη συνείδησή σου σαν εφιάλτη. Μπήκες στο χορό της συνενοχής. Θα βλέπεις τα παρά-νομα και θα σιωπάς. Θα νοιώθεις τις αδικίες και θα υποφέρεις. Θα είσαι συνυπεύ-θυνος, αλλά και πάλι θα σιωπάς. Κι έτσι θα υπάρχεις, μα τελικά δεν  θα υπάρχεις.
    Καθημερινά πλέον ο άνθρωπος παραπονιέται. Παραπονιέται ο σύγχρονος αν-θρωπος για όσα συμβαίνουν μακριά του ή γύρω του ή στον ίδιο. Τόσα και τόσα που προβάλλει η τηλεόραση πείθουν πια ότι ούτε ψεύτικα είναι, ούτε σενάρια φαντα-σίας. Το αίμα καυτό και κατακόκκινο τρέχει κάθε μέρα και ζεσταίνει το χώμα. Τα κορμιά σιγά-σιγά κρυώνουν. Η ζωή παγώνει. Η ζωντάνια και το σφρίγος παραδί-δονται στο γκρίζο του θανάτου και της καταστροφής. Το όνειρο για τη γλυκιά ζωή παρελθόν. Ο θάνατος κοινός φόβος σε όλους. Τα καραβάνια και οι ανθρωπιστικές αποστολές πολλές, αλλά το αίμα τρέχει ακόμα. Μαζεύονται ρούχα και τρόφιμα απ΄ τα παιδιά των Σχολείων. Πληρώνονται και στέλνονται φάρμακα. Στέλνονται φάρμα-κα, στέλνονται και όπλα. Το θέατρο του παραλόγου στην παγκόσμια σκηνή συνεχί-ζεται. Και το αίμα τρέχει στο χώμα ακόμα. Οι πόλεμοι ασταμάτητοι και αίσχιστα δικαιολογημένοι από ανθρώπους. Από ανθρώπους που σκοτώνουν ανθρώπους.
    Οι πόλεις σαν μεγαθήρια μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο. Οι  πολυκα-τοικίες πολυώροφες και με πολυτέλεια περίσσεια. Τα σπάνια μάρμαρα στα μπαλκό-νια και τα κρύσταλλα με το χρυσό διάκοσμο στολίζουν τις υπερμεγέθεις μονοκα-τοικίες, τις εξοχικές κατοικίες και  τα πολυτελέστατα οροφοδιαμερίσματα. Και λίγο πιό πέρα οι άτυχοι της ζωής. Οι άνθρωποι  που σφίγγουν τα δόντια από υπομονή. Δέρνουν  χωρίς  πολλή σκέψη, ψυχρά και ανελέητα τα παιδάκια τους καταμεσής του δρόμου. Το ένστικτο δημιούργησε την όρεξη και η παιδική αφέλεια την επιθυμία και την γκρινιάρικη επιμονή. Ωστόσο λείπει απ΄ τη  τσέπη της μάνας εκείνο το ευρό που θα έφερνε το φρέσκο μαλακό κουλούρι ή λίγο μυρωδάτο παγωτό.  Τρέχει το δάνειο.   Ότι υπάρχει  στη τσέπη θα προγραμματιστεί για τη δόση του μήνα. 
Κι οι μέρες περνούν κι η φτώχεια συνεχίζεται. Και τα παιδιά μεγάλωσαν με χίλια παραμύθια κι αυτά τα παραμύθια έπαιξαν το ρόλο τους και στ΄ αληθινά παρα-μύθια της ζωής. Τα παιδιά μεγάλωσαν, άλλαξαν. Εκείνη όμως η στέρηση άφησε τα σημάδια βαθιά και η επιθυμία εκείνη δεν άλλαξε ακόμη. Ισως γι΄ αυτό οι περισ-σότεροι να χαίρονται ακόμη εκείνο το κουλούρι καταμεσής του δρόμου με όρεξη περίσσεια. Και η ζωή συνεχίζεται κι ο πλούτος παραμένει αδικαιολόγητα έτσι. Από ανθρώπους που αγνοούν τους ανθρώπους.
    Αλεξιπτωτιστές εδώ, αλεξιπτωτιστές εκεί. Παντού αλεξιπτωτιστές. Η κοινωνία μας γεμάτη από το σπάνιο αλλά ηρωικό αυτό είδος. Βέβαια κάποιος άλλος  χαρα-κτηρισμός θα ταίριαζε περισσότερο, αλλά τον αποφεύγουμε στη σπουδή μας μην αδικήσουμε πιθανόν τους εξωγήινους. Θα τους συναντήσεις πολλές φορές, στις υπη-ρεσίες. Στις εκλογές για τα κοινά, να συνωθούνται. Σε διακεκριμένες θέσεις με παχυ-λούς μισθούς και επιδόματα υπερβολικής εφίδρωσης, κατά πλειοψηφία. Στις πρώτες-πρώτες θέσεις σε διάφορους διαγωνισμούς ή σε καλή σειρά σε καταλόγους αποτελεσμάτων. 
Εκείνη την ίδια ώρα κάπου αλλού, το τίμιο χέρι μιας αθώας μάνας θα ανάβει το καντηλάκι ψελλίζοντας συγχρόνως  προσευχή και  ικεσία προς τον Μέγα Θεό,  να βγούν καλά  τ΄ αποτελέσματα του γιού της.  Η  χαρά της προσμονής και η ελπίδα της επιτυχίας θα ζουν και θα υπάρχουν στο ταπεινό σπιτικό μέχρι τη στιγμή της αλή-θειας. Ομως η αλήθεια είναι πικρή. Πικρή και δεν καταπίνεται εύκολα επειδή στις περισσότερες φορές η αλήθεια είναι μισή και φτιαγμένη έτσι, από ανθρώπους για τους άλλους ανθρώπους.    
    Εμειναν με τα μάτια ορθάνοιχτα οι γείτονες για το επεισόδιο που συντελέ-στηκε δίπλα τους και διάβασαν στις εφημερίδες. Ξαφνιάστηκαν και απορούσαν. Εσκιζαν τα ιμάτιά τους και έπαιρναν μέχρι και όρκο μερικοί απ΄ αυτούς, για το απροσδόκητο του γεγονότος. Όλα αδικαιολόγητα, όλα απρόσμενα κι όλα ένα ανεξή-γητο αποτέλεσμα της κακιάς στιγμής.
Μέχρι που ο θερμόαιμος της ίδιας γειτονιάς δεν άντεξε άλλο σ΄ αυτά τα σαχλοακούσματα. Δεν άντεξε άλλο να ακούει τα συνηθισμένα ψέματα και τα άρρω-στα παραμύθια. Δεν άντεξε την υποκρισία και τις στημένες φάσεις. Δεν άντεξε το χρυσωμένο χάπι που βολεύει, ούτε το βαρύ άρωμα που σκεπάζει τη χειρότερη βρω-μιά. Εκείνων των θρασύδειλων που βασανίζονται πάντα απ΄ τη βαριά κατάρα του ξερόλα τύπου. Εκείνων που θα έχουν να πουν για κάθε θέμα έστω και κάτι. Ομως τί ; Την αντικειμενική αλλά δύσκολη αλήθεια  ή  το  εύκολο ψέμα που βολεύει ; 
Και ενώ χρόνια ήταν κοινό μυστικό στη γειτονιά ότι ο μέθυσος πατέρας παρα-μελούσε τα παιδιά του, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι ο ένας γιός διέπραξε κλοπές ; Και ενώ χρόνια ήταν κοινό μυστικό στη γειτονιά ότι ο εγκαταλειμμένος  απ΄ την οικογέ-νειά του πατέρας κατάντησε μέθυσος και αβοήθητος, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι κάηκε μόνος μέσα στο σπίτι του; Και ενώ ήταν σ΄ όλους γνωστό  ότι η κακόμοιρη γριά ζούσε εδώ και καιρό ολομόναχη, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι έπεσε θύμα ξυλοδαρ-μού και ληστείας; Και ενώ όλοι ήξεραν ότι η μάνα ήταν άνεργη και χρόνια άρρωστη, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι κατάντησε σε ψυχίατρους με ψυχοφάρμακα ;  Πώς δικιο-λογείται η τόση αδιαφορία κι αυτή η υποκρισία των ανθρώπων ; των συνανθρώπων ;
   
Και τότε το ερώτημα μπαίνει σκληρό και αμείλικτο σ΄ εμάς. Πού βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι;  σε ποιό σημείο, σ΄ αυτές τις καθημερινές ιστορίες θα συναντήσουμε τον εαυτό μας; μήπως είμαστε οι καλύτεροι και οι άλλοι οι χειρότεροι ;  η αδιαφορία και η απάθεια, η ιδιοτέλεια και ο ατομικισμός, η υποκρισία και η ανευθυνότητα είναι των άλλων; η αδικία και το συμφέρον, ο παραλογισμός και η βία είναι των άλλων; η πονηριά, η ενοχή, η δειλία, ο φόβος είναι μόνο των άλλων ; 
Τί είναι δικό μας;  κι αν δεν έχουμε τίποτε απ΄ όλα αυτά, τότε ποιοί είμαστε;
Ή μήπως είμαστε εκείνοι οι λίγοι, που έχουν μόνο συνείδηση;
Πρώτος το λίθο θα βάλλω και αν και είναι σκληρό θα δεχτώ, ότι απ΄ τη συνεί-δηση έμειναν μόνο οι τύψεις. 
    Τις σκέψεις αυτές, η ταπεινότητά μου αφιερώνει με θείο σεβασμό στη μεγα-λοσύνη των λόγων εις τους αιώνας, του ιερού Χρυσοστόμου :
¨  και να μην πονάμε λιγότερο από εκείνους που αδικούνται
για  να  σταματήσουν έτσι τα περισσότερα απ΄ τα κακά ¨