Γράφει ο Δημήτρης Γάτας
εκπαιδευτικός-θεολόγος
    Είναι, επιτέλους, καιρός η επίσημη Εκκλησία να βρει το θάρρος να ονοματίσει το Κακό –έχουμε αηδιάσει, πλέον, από την γενικευμένη αδράνεια, που ευνοεί τη συγκάλυψη. Το πρόβλημα, ως γνωστόν, ακούει στο όνομα καπιταλισμός. Πρέπει να το πάρει απόφαση η εκκλησιαστική διοίκηση ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα απρόσωπο και απάνθρωπο εκμεταλλευτικό σύστημα. Δεν χωράνε ψευδαισθήσεις του τύπου: «η ηθικοποίηση των ατόμων θα φέρει την ηθικοποίηση της κοινωνίας» ή «αν η εργοδοσία βρισκόταν σε Χριστιανικά χέρια -γιατί μήπως δεν βρίσκεται-τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά». Τέτοιες ιδεαλιστικές φρεναπάτες και ανεδαφικοί «ευσεβείς πόθοι» ανήκουν σε άλλες εποχές. Οι αγαθές ατομικές προθέσεις δεν ενοχλούν το σύστημα, και άρα, όταν τις επικαλούμαστε είναι σαν να υπεκφεύγουμε λόγω δειλίας. Παράλληλα, η οφειλόμενη συστημική κριτική της Εκκλησίας δεν κινδυνεύει να θεωρηθεί ανακυκλωμένος μαρξισμός. Πρώτον, γιατί μπορεί κάλλιστα να αρθρωθεί επί τη βάση δικών της –θεολογικών– κριτηρίων και δεύτερον γιατί ο (νέο)φιλελευθερισμός είναι το καθολικά ισχύον σήμερα πολιτικοοικονομικό σύστημα και άρα ο μοναδικός αυτονόητος στόχος όλων όσων καταπιέζονται απ’ αυτό.
Όμως, η κοινωνική ευαισθησία της Εκκλησίας παρουσιάζεται σήμερα αμβλυμμένη. Η ηγεσία της διστάζει να αναμετρηθεί με το οικονομικό κατεστημένο και η συμπεριφορά αυτή μαρτυρεί ότι είτε επιμένει να αγνοεί είτε εσκεμμένα διαστρεβλώνει την Ευαγγελική και Πατερική παρακαταθήκη. Δεν είναι μονάχα η αξιωματική διατύπωση «ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Λουκ. 16:13), η εκρηκτική περικοπή της Μελλούσης Κρίσεως (Ματθ. 25:31-46) και οι ξεκάθαρες διαβεβαιώσεις του Κυρίου (Ματθ. 19:16-24, Λουκ. 12:33), που συνδέουν άμεσα την κληρονομιά της Βασιλείας των Ουρανών με την κοινωνική ευθύνη των πιστών. Συνεχίζοντας το πνεύμα των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, μια ηγετική μορφή της πρώτης Εκκλησίας, ο αδελφόθεος Ιάκωβος, δεν διστάζει να ξεστομίσει κουβέντες που καίνε , προκειμένου να ελέγξει την αναλγησία των οικονομικά ισχυρών: «΄Αγε νυν οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταις ταλαιπωρίαις υμών ταις επερχομέναις. Ο πλούτος υμών σέσηπεν και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν, ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν έσται και φάγεται τα σάρκας υμών ως πυρ. Εθησαυρίσατε εν εσχάταις ημέραις. Ιδού ο μισθός των εργατών των αμησάντων τας χώρας υμών ο απεστερημένος αφ’ υμών κράζει, και αι βοαί των θερισάντων εις τα ώτα Κυρίου σαβαώθ εισεληλύθασιν. Ετρυφήσατε επί της γης και εσπαταλήσατε, εθρέψατε τας καρδίας υμών εν ημέρα σφαγής, κατεδικάσατε, εφονεύσατε τον δίκαιον, ουκ αντιτάσσεται υμίν» (Ιακ. 5:1-6). Η παρρησία των λόγων αυτών εντυπωσιάζει, αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς ότι τόσο οι άδικοι πλούσιοι όσο και οι αδικημένοι εργάτες, για τους οποίους μιλάει ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων, ήταν, πιθανότατα, μέλη της ίδιας χριστιανικής κοινότητας. Ωστόσο, η δριμύτατη θεολογική κριτική της πλουτοκρατίας στους κόλπους της νεαρής Εκκλησίας του 1ου μ.Χ. αιώνα, δεν φαίνεται να εμπνέει ανάλογες συμπεριφορές στις μέρες μας. Κάτι τέτοια χωρία συνήθως τα ξεχνάμε γιατί ελέγχουν αυστηρά την αναισθησία μας.
Στην ίδια γραμμή απόλυτης καταδίκης του καθεστώτος της κοινωνικής αδικίας κινούνται και οι Άγιοι Πατέρες της Ανατολής. Στην αγωνία που έχουν ως ποιμένες να αποκριθούν στις απαιτήσεις της εποχής τους, εμπλουτίζουν το θεολογικό επιχείρημα, προσδίδοντάς του ταυτόχρονα μεγαλύτερο βάθος. Πάγια θεολογική θέση των Πατέρων είναι ότι όλος ο πλούτος ανήκει στον Θεό και οι κατέχοντες δεν είναι παρά διαχειριστές του μέσα στην Ιστορία: . Τούτο σημαίνει ότι η κοινωνική ανισότητα δεν είναι «φυσικός νόμος», όπως ισχυρίζονται οι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού. Επίσης σημαίνει ότι οι οικονομικά ισχυροί δεν είναι πιο ενάρετοι ή ηθικοί από τους φτωχούς, ώστε να αξίζουν περισσότερο τη Θεία δωρεά –όπως διατείνεται το γνωστό καλβινιστικό επιχείρημα, που βρίσκεται στη ρίζα του καπιταλισμού. Αντίθετα, μάλιστα, ο πλούτος για τους Πατέρες είναι σχεδόν πάντοτε προϊόν αδικίας.
Δεύτερη θέση των Πατέρων, η οποία προκύπτει λογικά από την πρώτη είναι ότι εφόσον τα αγαθά είναι άνωθεν δεδομένα τοις πάσι, οι πλούσιοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να τα σφετερίζονται αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Εάν το κάνουν αυτό, γίνονται καταχραστές, άρπαγες και αποστερητές, υπεύθυνοι για την εξαθλίωση του λαού.
Η παραπάνω ανάλυση παραμένει ενδεικτική του ελεγκτικού νεύρου και των θεολογικών αρχών που διέπουν τον κοινωνικό λόγο των Πατέρων. Όμως, είναι επιβεβλημένο να έχουμε πάντοτε κατά νου το εξής: το οικονομικό συμφραζόμενο με το οποίο αναμετρήθηκε η Καινή Διαθήκη και αργότερα οι Πατέρες ήταν τελείως διαφορετικό από το σημερινό. Η ανάπτυξη των οικονομικών και κοινωνικών δομών σήμερα ορίζεται από την κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου κεκτημένου. Εδώ η διαρκής μεγιστοποίηση του κέρδους δεν υπαγορεύεται τόσο από τις ιδιοτροπίες της ατομικής βούλησης (π.χ. πλεονεξία), αλλά συνιστά όρο απαράβατο για την επιβίωση μιας επιχείρησης και ως εκ τούτου υποστηρίζεται από ένα περίπλοκο σύστημα οικονομικών σχέσεων που διαιωνίζει ανακλαστικά «το της επιθυμίας ακόρεστον». Η καπιταλιστική δομή λειτουργεί σύμφωνα με αυτονομημένους μηχανισμούς παραγωγής και κατανάλωσης, όπου κυριαρχεί ο εργαλειακός ορθολογισμός, η αφηρημένη αρχή του ανταγωνισμού, ο αυτοματισμός της χειραγώγησης, ο ολοκληρωτισμός της αγοράς και η άυλη χρηματιστική οικονομία. Η κερδοσκοπία στα πλαίσια αυτά δεν αντιμετωπίζεται ούτε κατά διάνοια ως «αμαρτωλό πάθος», αλλά νομιμοποιείται ως «κατά φύσιν» απόκριση στους νόμους της αγοράς .
 Η Εκκλησία, βέβαια, αποσκοπεί πάντοτε στη μετάνοια, στην αλλαγή της ρότας του βίου εκάστου ανθρώπου, ώστε να κοινωνήσει με τον Θεό. Σήμερα, όμως, χρειάζεται μια ευρύτερη νοηματοδότηση της μετάνοιας, με συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές απολήξεις. Άλλωστε, και οι Πατέρες παράλληλα με την πλεονεξία των πλουσίων καταδίκαζαν και τον εκμεταλλευτικό θεσμό του έντοκου δανεισμού, που επέτρεπε την καλλιέργεια της τοκογλυφίας και παρήγαγε κοινωνικά δράματα. Δεν μπορεί, επομένως, η Εκκλησία να επαφίεται στην όποια φιλόπτωχη διάθεση των οικονομικά ισχυρών, καθώς η ατομική προαίρεση έχει πάψει προ πολλού να παίζει οποιοδήποτε ρόλο στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος.  Είναι, επομένως, ανάγκη-περισσότερο από ποτέ σήμερα- η Εκκλησία να κινητοποιηθεί θεολογικά και κοινωνικά, ώστε να ελέγξει τα οικονομικά κατεστημένα και τις εκμεταλλευτικές δομές, συμβάλλοντας, με τον τρόπο της στην απελευθέρωση των καταπιεσμένων .