Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Παλιές και νέες γενιές στην «Κρίση»

Γράφει ο Αργύρης Ολοκτσίδης

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjbKtxazLZCcVfPHTpI6V73YmEaG2glR3gzjP2fY1teMx5Bq-NO5eMk_qoZOR7C_RhR2Fb8lTgVNxaSGraVSj236OargLFJQKWp5rYzB_xFRqMpzY7_ZKeFjDIuRNe4xBGrXbhoGKPR_Fec/s1600/%2525CE%25259F%252B%2525CE%252594%2525CE%252599%2525CE%25259A%2525CE%25259F%2525CE%2525A3%252B%2525CE%25259C%2525CE%25259F%2525CE%2525A5%252B%2525CE%25259F%252B%2525CE%252594%2525CE%2525A1%2525CE%25259F%2525CE%25259C%2525CE%25259F%2525CE%2525A3.jpgΗ έντονη αντιπαλότητα μεταξύ «παλιών» και «νέων» γενιών, η οποία αναδεικνύεται και δρα με διάφορους τρόπους μέσα στην ελληνική κοινωνία, τα τελευταία χρόνια, είναι μια από τις πολλές όψεις του πολυδιάστατου φαινομένου, που αποδίδεται λεκτικά με τον γενικό όρο «κρίση».
Τι λέξη κι αυτή! Πόσες και πόσες πλευρές και φαινόμενα της ατομικής και κοινωνικής ζωής εκφράζει! Λέξη, διεθνώς χρησιμοποιούμενη - ελληνικής προελεύσεως - με πολλές σημασίες, από τις οποίες το κείμενο αυτό αναφέρεται στην φέρουσα αρνητικό εννοιολογικό φορτίο, και η οποία μπορεί να είναι: Νευρική, ερωτική, διαπροσωπική, θρησκευτική, ιδεολογική, οικονομική, πολιτική, πολιτισμική, ηθική, διμερής, διεθνής, παγκόσμια…
Σε γνωστό ελληνικό λεξικό, η αρνητική σημασία της λέξης ορίζεται ως «διατάραξη της ομαλής πορείας μιας διαδικασίας». Σε επίσης γνωστό γερμανικό λεξικό, ορίζεται ως «δύσκολη περίοδος, διαταραχή, κατάρρευση».
Η «κρίση», λοιπόν, με το παραπάνω δηλωθέν, αρνητικό εννοιολογικό φορτίο, εμφανίζεται στη χώρα μας ποικιλότροπα και πολλές από τις  πλευρές της έχουν επαρκώς φωτιστεί από διάφορους ικανούς αναλυτές. Εδώ εξετάζεται  μια ιδιάζουσας μορφής αντιπαλότητα, που χαρακτηρίζει την επίκαιρη σχέση παλιών – νέων γενιών, η οποία αντιπαλότητα κατέχει,  κατά τη γνώμη μου, δεσπόζουσα θέση μεταξύ των ποικίλων εκφάνσεων της κρίσης. Δεσπόζουσα, διότι ξεπερνά κατά πολύ την διαχρονικά εμφανιζόμενη, κλασσική αντιπαλότητα, γνωστή ως «χάσμα γενεών». Και αυτό, επειδή εμπεριέχει πρόσθετα, ιδιόμορφα εποχικά στοιχεία, που επενεργούν έντονα στην κατεύθυνση αποδόμησης της κοινωνικής συνοχής.
Η αντιπαλότητα αυτή εκδηλώνεται κυρίως και εντονότερα από την πλευρά της «νέας γενιάς», η οποία όμως είναι δύσκολο να περιχαρακωθεί ηλικιακά, αφού σε αυτήν (αυτο)εντάσσονται άνθρωποι 15 μέχρι 40 ετών,   με κοινότερο χαρακτηριστικό τους ότι νιώθουν «θύματα» του τρόπου ζωής των προηγούμενων γενιών. Συγκεκριμένα, τις κατηγορούν ότι, σκεπτόμενες μόνο την ατομική καλοπέρασή τους, καταχρέωσαν τη χώρα και τώρα εμφανίζονται ως όψιμοι επικριτές του πολιτικού συστήματος, που οι ίδιες, όχι μόνο ανέχτηκαν αλλά και, παρήγαγαν τα προηγούμενα χρόνια. Και οι κατηγορίες αυτές εκτοξεύονται σε ποικίλους τόνους, από ήπια κριτικούς μέχρι ακραία υβριστικούς.
 Στην άλλη πλευρά του διπόλου «νέοι - παλιοί», η πλευρά των «παλιών», παρόλο που δεν μπορεί να αρνηθεί ότι, χρονικά τουλάχιστον, ανήκει στη γενιά των τελευταίων 20 – 30 χρόνων, επιχειρεί (κατά όσο της είναι δυνατό) να ιεραρχήσει τις ευθύνες. Πολλοί είναι οι εκπρόσωποί της, που δεν αισθάνονται καμιά (ή αισθάνονται ελάχιστη) προσωπική ευθύνη, αφού είναι πεπεισμένοι ότι έπραξαν το καλλίτερο δυνατό, ως άτομα, λειτουργώντας πάντα στα πλαίσια της ηθικής και της νομιμότητας. Και είναι αλήθεια ότι, όντως, δεν είχαν συνειδητή  συμμετοχή στην πορεία προς τον όλεθρο.
Άλλοι πάλι, που ενδεδειγμένα ή αποδεδειγμένα υπήρξαν συμπαραγωγοί της συστημικής φαυλότητας, αντί να σωπάσουν και να εξαφανιστούν από την κοινή θέα, εμφανίζονται ως επικριτές του παθογόνου συστήματος, το οποίο οι ίδιοι εξέθρεψαν και, παράλληλα, ετράφησαν χορταστικά απ’ αυτό. Αυτοί είναι που, ξεδιάντροπα, εξοργίζουν  στο μέγιστο τους πολίτες, διότι εκτός του ότι, επί χρόνια, τους έσυραν ως πρόβατα επί σφαγή, με ψέματα και υφαρπαγές της βούλησής τους, εξακολουθούν ακόμη να τους θεωρούν τόσο «ηλίθιους», ώστε να θέλουν, θρασύτατα, να τους σερβίρουν για άλλη μια φορά παρωχημένα παραμύθια, εμφανιζόμενοι ως κατανοούντες την οδύνη και τη φτώχια τους. Παίζουν με τον πόνο των θυμάτων τους ακόμη και σήμερα, προσπαθώντας να τους πουλήσουν, για άλλη μια φορά, ακριβή, δολερή «συμπαράσταση».           
Η επίκαιρη αντιπαλότητα των γενεών απειλεί την κοινωνική συνοχή τόσο με τις εκδηλώσεις της σε οικογενειακά και ευρύτερα συγγενικά περιβάλλοντα, όσο και με τη δημόσια έκφρασή της σε χώρους εργασίας και κοινωνικών συναθροίσεων. Πολλοί νέοι, βιώνοντας την ανεργία και την προσωπική απαξίωση, θεωρούν υπεύθυνους για τη δυστυχία τους, όχι μόνο το  πολιτικό σύστημα με τις παραφυάδες του, αλλά ακόμη και τους ίδιους τους γονείς τους, που δεν φρόντισαν να εμποδίσουν μια τέτοια εξέλιξη. Και το γεγονός της οικονομικής τους εξάρτησης από την οικογένεια σε ηλικίες (ακόμη και 30 – 35 ετών), στις οποίες «απαγορεύεται» να συμβαίνει κάτι τέτοιο, μεγαλώνει ακόμη περισσότερο τα αισθήματα μειονεξίας και απαξίωσης και πολλαπλασιάζει τη λανθάνουσα οργή τους.
Η οδυνηρή εμπειρία του παρόντος και η αβεβαιότητα των προσδοκιών του μέλλοντος, συντηρεί τις ψυχικές εντάσεις και συχνά τις μετατρέπει σε ετερόπλευρη επιθετικότητα μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ θρησκειών, εθνοτήτων, φυλών, ηλικιών, κοινωνικών τάξεων… γίνονται εντονότερες και σχεδόν αδιαπέραστες. Η επικοινωνία ελαχιστοποιείται, με άμεση συνέπεια την απουσία αλληλοκατανόησης και την ανάπτυξη περιφρόνησης, φθόνου, ακόμη και μίσους μεταξύ των διαχωριζόμενων μερών. Η αδυναμία των υπερηλίκων δεν προξενεί πλέον καμιά συμπόνια. Αντιθέτως, θεωρείται μοναδική ευκαιρία εκμετάλλευσης των εύκολων θυμάτων, που δεν είναι σε θέση να υπερασπίσουν τον εαυτό τους.
Είναι δυνατόν να εξομαλυνθούν τόσες πολλές και τόσο μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις, αν δεν επιλυθούν πρωταρχικής και ζωτικής σημασίας προβλήματα, όπως της ανεργίας και της απουσίας μελλοντικών προοπτικών; Πώς όμως θα προκύψουν τέτοιες λύσεις, αν δεν υπάρξει η απαιτούμενη κοινωνική συνοχή και η αναγκαία παραγωγική απόδοση σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα;
Κανένας δρόμος συνεργασίας δεν μπορεί να χαραχθεί, χωρίς την κατανόηση της αναγκαιότητάς του από τα (εξ ανάγκης) καλούμενα για τη χάραξή του μέρη. Επομένως πρώτο και σημαντικότερο ζητούμενο είναι μια πολύπλευρη ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ. Κατανόηση της παρούσας κατάστασης, κατανόηση των αιτίων που την παρήγαγαν, κατανόηση της ανάγκης συνεργασίας μεταξύ όσο το δυνατόν περισσότερων κοινωνικών μερών, ασχέτως της ηλικίας των ανθρώπων.
Άλλωστε, ο διαχωρισμός σε «παλιές» και «νέες» γενιές δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές κοινωνικές ομοιότητες και διαφορές. Αυτές φέρονται και εκδηλώνονται πάνω σε παλιές και νέες αντιλήψεις και όχι ανάμεσα σε νέους και ηλικιωμένους ανθρώπους. Τα δημιουργικά, τα ανασταλτικά και τα καταστροφικά πνεύματα είναι διάσπαρτα σε όλες τις ηλικίες. Κατά συνέπεια, το κριτήριο της κοινωνικής προσφοράς δεν είναι η γενιά στην οποία ανήκεις, αλλά οι απόψεις που πρεσβεύεις.
Το μέλλον, κατά φυσική απόρροια, ανήκει στους νέους. Αυτοί θα το ζήσουν και αυτοί θα το χειριστούν. Όμως οι παλιότερες γενιές δεν αποτελούνται μόνο από «αχόρταγους βολεψάκηδες και ανάλγητους κλέφτες» Γι’ αυτό η συλλήβδην απόρριψή τους στο σωρό των φαύλων είναι ενέργεια ολοκληρωτισμού.
Στις σχέσεις των Ελλήνων, ιστορικά, η διχόνοια έχει περισσέψει. Από την άλλη πλευρά, χάσκει ένα τεράστιο κενό νηφαλιότητας, συνεργασίας και αλληλεγγύης. Είμαστε λαός, που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στα αισθήματα, έναντι της λογικής, και αφήνεται ευχαρίστως στις υποδείξεις τους. Και, για κάποιον παράδοξο(;) λόγο, τα αισθήματα που μας παρέχουν μέγιστη απόλαυση, είναι τα έχοντα διχαστικές επιπτώσεις.  
Όσοι από τις νέες γενιές νιώθουν την ανάγκη να απαξιώσουν όλους, ανεξαίρετα, τους παλιούς, ας το πράξουν. Κάποτε όμως, αφού χορτάσουν «εκδίκηση», πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες της προσωπικής τους ζωής. Δεν γίνεται να είσαι αιώνια παραπονούμενος. Όσο αδικημένος κι αν αισθάνεσαι, από το Θεό, την κοινωνία, τους ανίκανους προγόνους, τη φτώχια, τη μοίρα… οφείλεις κάποια στιγμή, μαζί με τη δικαιολογημένη οργή που νιώθεις,  να κοιτάξεις κατάματα τα αμείλικτα ερωτήματα της ζωής: «Και τώρα τι κάνω; Και τώρα τι κάνουμε;»
Και να δώσεις απαντήσεις.