Λευκωσία: Ελληνοκύπριοι, κυρίως στρατιώτες οι οποίοι οπισθοχωρούσαν, όταν έσπασαν οι γραμμές άμυνας κατά τις 14 Αυγούστου 1974, δολοφονήθηκαν στην προσπάθεια τους να περάσουν στις υπό τον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς περιοχές. Τις πρώτες ώρες μετά την κατάρρευση του μετώπου, τουρκικά άρματα μάχης και πεζικό φαίνεται να επιδόθηκαν σε εκστρατεία εξόντωσης των Ελληνοκυπρίων που βρέθηκαν στο δρόμο προς την Αμμόχωστο.
Πολλοί από τους Ελληνοκυπρίους που δολοφονήθηκαν θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους, ενώ υπήρχαν και άλλοι οι οποίοι έμειναν «διάσπαρτοι» στα χωράφια. Επειδή δεν υπήρχαν συνεργεία παραλαβής των νεκρών ή και των τραυματιών οι οποίοι πέθαναν αργότερα, δόθηκαν οδηγίες να καούν οι νεκροί.
Τη συγκεκριμένη πληροφορία έδωσε πηγή, η οποία θεωρείται αξιόπιστη. Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη, οι νεκροί δεν κάηκαν για λόγους εκδίκησης, αλλά για πρακτικούς λόγους και για σκοπούς αποφυγής μετάδοσης ασθενειών. Κάποια από τα πτώματα είχαν μείνει μέρες εκτεθειμένα, οπόταν αυτό που προείχε για τους αρμοδίους του κατοχικού στρατού ήταν να ξεφορτωθούν τα πτώματα το συντομότερο δυνατό.
Σύμφωνα με όσα μετέφερε ο συγκεκριμένος μάρτυρας, ο οποίος μετά τις 14 Ιουλίου διακινήθηκε στο δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου, δόθηκαν οδηγίες στον κατοχικό στρατό να εφοδιάσει στρατιώτες με μπιντόνια καυσίμων με οδηγίες να κάψουν τα σκόρπια πτώματα.
Στο βαθμό που ισχύουν οι πληροφορίες οι οποίες διαβιβάστηκαν ανεπίσημα, εγείρεται το ερώτημα τι απέμεινε από τα πτώματα και τι απέγινε ό,τι απέμεινε ύστερα από το κάψιμο των νεκρών. Γίνεται αντιληπτό, ότι σε περίπτωση που δεν δοθούν πιο σαφείς πληροφορίες, ως προς το πού θάφτηκε ό,τι απέμεινε από τα πτώματα, υπάρχουν αγνοούμενοι που δεν θα βρεθούν ποτέ.
Σημειώνεται πως στο πλαίσιο ετοιμασίας αφιερώματος για τον ταγματάρχη Τάσο Μάρκου, δύο αξιωματικοί (Ανδρέας Στυλιανίδης και Ανδρέας Αντωνιάδης) δήλωσαν στον «Φ» πως πολλοί στρατιώτες επιχειρούσαν να περάσουν στις περιοχές που έλεγχε η Εθνική Φρουρά από την πεδιάδα της Μεσαορίας.