Γράφει ο Πύρινος Λόγιος
Ενα όνειρο που προσπαθεί να μείνει ζεστό… Μια χωρά που πεθαίνει…Μια πατρίδα που σβήνει… Ενα φώς που χάνεται…
Γυναίκες στη Πορνεία
Προχτές διάβαζα στο μπλόγκ του Κων/νου για το θλιβερό επεισόδιο στο τελωνείο Εβρου με πρωταγωνίστριες τρείς – μάλλον μοντέλες – που έκαναν ένα ταξίδι – αστραπή οδικώς στη Κων/πολη για …διακοπές και γύρισαν την μεθεπόμενη μέρα, με γεμάτα τα πορτοφόλια τους ευρώ. Οι αρχές υποψιάστηκαν εμπόριο ναρκωτικών και τις πήγαν για έλεγχο. Και μετά απο αφόρητη πίεση και μπροστά στο γεγονός οτι κινδύνευαν με άμεση σύλληψη και ό,τι αυτό συνεπάγετο, άνοιξαν το στόμα τους και μίλησαν. Και ο βόθρος άνοιξε. Συμμετείχαν λέει, σε sex-party που διοργάνωσε ένας Τούρκος «λεφτάς» και τις προσκάλεσε. Με το αζημίωτο φυσικά. Η απόλυτη αηδία. Αυτές οι κοπέλες δεν είναι ξένες. Είναι οι γυναίκες σας. Οι κόρες σας. Οι αδελφές σας, οι ανηψιές σας. Εσείς, εμείς, όλοι. Είναι η ίδια η Ελλάδα. Μια Ελλάδα που έχει μάθει σε μιαν άλλη ζωή, τη χλιδάτη ζωή, τη γκλαμουράτη ζωή, τη «στράς», που έζησε χρόνια όλόκληρα με δανεικά και που τώρα δεν μπορεί να την απαρνηθεί. Και επορνεύεται, όχι γιατί δεν έχει να ζήσει, αλλά γιατί δεν έχει ΑΡΚΕΤΑ να ξοδέψει πλέον. Οχι για να φάει, για να συντηρηθεί. Αλλά για να ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ να έχει το ίδιο life-style που της είχαν μάθει οι προδότες-προαγωγοί που την κυβέρνησαν τόσα χρόνια…
Δεν πάει πολύς καιρός, πεντ’- έξη χρόνια, που έβλεπα στην ελληνική τηλεόραση (μέσω δορυφόρου) κάποιες «κοινωνικές» εκπομπές με τις γνωστές παρουσιάστριες του είδους, που ούρλιαζαν για τις Ρωσίδες, τις Βουλγάρες, τις Ρουμάνες κλπ κλπ που ερχόντουσαν στη πατρίδα ως μπαργούμεν και ξεμυάλιζαν τους άνδρες των – δήθεν – ενάρετων συζύγων και τους έτρωγαν και το μεδούλι. Και θυμάμαι ακόμη τις άναρθρες κραυγές τους, να βρίζουν, να λοιδωρούν, να απαξιούν αυτές τις γυναίκες, που συνήθως έπεφταν θύματα αδίστακτων μαφιόζων επειδή ζητούσαν να βρούν μια δουλειά για να θρέψουν κάποιο παιδί ή κάποιους γονείς ή κάποιους άνδρες που δεν είχαν δουλειά εκεί πέρα, θύματα των φασιστικών και διεφθαρμένων κομμουνιστικών καθεστώτων που είχαν καταρρεύσει. Και νά τωρα που αντιστράφηκαν οι όροι. Με τον πιο επαχθή τρόπο. Η ασέβεια, η Υβρις, που η επικάλεσή της προκαλεί ανυπολόγιστες συνέπειες.
Και το πράγμα δε σταματάει εδώ. Και ασφαλώς μιλώ για την άνθιση του ελληνικού νεο-πορνό που έχει κατορθώσει να εδραιώσει εκ νέου ένας αυθεντικός γνώστης του αντικειμένου, ο Δημητρης Σειρηνάκης, σπουδαγμένος ανα τας Ευρώπας περι του αντικειμένου αυτού και με την παραγωγό εταιρεία SIRINA Entertainment, κατόρθωσε να πείσει – χωρίς πολύ κόπο να φανταστώ, επώνυμες ελληνίδες μοντέλες όπως η πρώην Μις Ελλάς Τζούλια Αλεξανδράτου και η τηλε-περσόνα Μαριάννα Ντούβλη, να μπούν στον βρώμικο χώρο του Adult Entertainment για περισσότερα λεφτά και περισσότερη χλιδή. Και επειδή οι ταινίες αυτές κυκλοφορούν ελεύθερα τόσο στο διαδύκτιο όσο και στα περίπτερα και όχι σε επιλεγμένα καταστήματα με αυστηρή επίβλεψη για τους ανήλικους όπως θα έπρεπε (τι λέω τώρα Θεέ μου…), απέκτησαν φανατικό ΝΕΑΝΙΚΟ κοινό, κυρίως κορίτσια (και εδώ είναι το ανατριχιαστικό) 14ων ως 17 χρονών, που ονειρεύονται παρόμοιες καριέρες που υπόσχονται εύκολο χρήμα, αρκεί να έχουν τα προσόντα που απαιτούνται. Και θα το κάνουν, αν δεν το έχουν ήδη κάνει. Σε λίγο όλες οι κόρες μας, τα παιδιά μας, οι αδελφές μας θα φωνάζουν αυτό που η Ντούβλη ξεφωνίζει στο νέο της…πόνημα «Sex in the City of Athens» (που σημειωτέον κυκλοφορεί σε ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ SEX-SHOPS της Αυστραλίας με ιδιαίτερη επιτυχία όπως έχω μάθει) «Είμαι η Βασίλισσα της π…νιάς»! Και μάλιστα είναι απίστευτο και απορίας άξιον(;), το πόσο προωθείται απο τα επίσης βρώμικα ΜΜΕ (Star Channel – Χριστίνα Λαμπίρη) κι απο τις σημερινές εκπομπές life-styling έτσι ανεξέλεγκτα (σιγά μην πάρει …είδηση το ΕΡΣ), που όχι μόνον αποδέχονται το κατάντημα των εν λόγω «κυριών» και κατάντημα ολόκληρης της πατρίδας μας, αλλά με τη στάση τους το ΕΠΙΚΡΟΤΟΥΝ κιόλας και προτρεπουν (με τον τρόπο τους) και τις υπόλοιπες κοπέλες να το …επιχειρήσουν, όταν δεν έχουν πλέον άλλη λύση και εφ’ όσον έχουν αποτύχει σε όλες τις απόπειρες που έχουν κάνει για να αποκτήσουν παχυλούς μισθούς και δουλειές «στη showbiz», μιας «και δεν είναι και τόσο κακό βρε αδερφέ όσο λένε»!
Το συσσίτιο της ελπίδας
Ουρές ολόκληρες στην Αγία Τριάδα στον Πειραιά, σύμφωνα με δημοσίευμα του βρετανικού «Γκάρντιαν», απο Ελληνες, αδέρφια μας, που δεν έχουν ή δεν τους φτάνουν τα χρήματα, για ένα πιάτο φαί. Είναι ο γείτονάς σας, ο συμπατριώτης σας, ο φίλος η ο γνωστός σας που δεν σας το λέει γιατί ντρέπεται. Μάνες που έχουν παιδιά και δεν έχουν στέγη και μια κουβέρτα για να τα ζεστάνουν, ένα μπουκάλι γάλα για να τα θρέψουν, μια γωνιά για να τα κοιμήσουν. Νέοι άνθρωποι, που δεν μπορούν να βρούν μια δουλειά, μια οποιαδήποτε δουλειά και προστρέχουν για ένα πιάτο φαί μπρός το κατώφλι της εκκλησίας. Γέροι και γριούλες, που τους στέρησαν μια φούχτα ευρώ απο την ήδη πενιχρή τους σύνταξη, προκειμένου οι εγκληματίες κυβερνήτες τους να καλύψουν τις δικές τους λοβητούρες και τις μαύρες τρύπες που οι ίδιοι δημιούργησαν. Κορμιά που κυλιούνται στα παγωμένα και βρώμικα σκαλοπάτια ή ακόμα ακόμα και στο ίδιο το οδόστρωμα, καταμεσής, ‘ερημοι, αβοήθητοι, έτοιμοι να ξεψυχήσουν επειδή δεν έχουν μια στάλα φαί να στηλωθούν. Πόσο ακριβά θα πρέπει να πληρώσει η πατρίδα αυτά τα σκοτεινά και εφιαλτικά «χλιδάτα» χρόνια των απατεώνων και των προδοτών…
Ο εφημέριος της εκκλησίας, πατέρας Δανιήλ, σοκάρει με τις φράσεις του: «Θα πρέπει να βρώ κι εγώ μια δεύτερη δουλειά γιατί θα αναγκαστώ να συμμετάσχω κι εγώ στα συσσίτια και να στερήσω το πιάτο αυτό απο έναν άλλον συνάνθρωπό μου που έχει ανάγκη…»
Η πατρίδα στέκεται σήμερα μπροστά σ’ ενα συσσίτιο κι αναρωτιέται γιατί, ενω δούλευε τόσα χρόνια, δεν υπάρχει γι αυτήν σήμερα ενα πιάτο φαί…
…κι ο νταβατζής του λαού εξακολουθεί να γεμίζει τις τσέπες του χρήμα!
Η πλατεία είναι άδεια πλέον απο κόσμο… Βομβαρδίστηκε ανηλεώς απο τόννους χημικά για να σωπάσει, χτυπήθηκε άνανδρα για να σκύψει το κεφάλι, βιάστηκε απάνθρωπα απο τα πράσινα φασιστοειδή γιατί ζήτησε δικαιοσύνη, ψωμί, δημοκρατία, ελπίδα, σύνταγμα. Κι αυτή τη φορά τα ζήτησε στ’ αλήθεια, όχι με ιδιοτέλεια και κομματικούς εναγκαλισμούς όπως πριν 37 χρόνια…
Οι προδότες φοβήθηκαν, σκιάχτηκαν στ’ αλήθεια απ τον παλμό και τη βροντερή φωνή της. Και χτύπησαν. Οχι μόνο με τα όπλα, αλλά και με την απάτη. Η πλατεία ήταν επικίνδυνη. Φώναζε πολύ και η φωνή της πείραζε συνειδήσεις. Κι είναι κακό, πολύ κακό οι συνειδήσεις να αφυπνίζονται. Οπου δε πίπτει ράβδος, πίπτει ρουφιανιά. Κι η ρουφιανιά ήταν πολύ πιο δυνατή τελικά απ τη ράβδο….
Και τη χώρισε, τη τεμάχισε. Διαίρει και βασίλευε. Οι τρακόσιοι γίναν…εκατον πενήντα κι εκατόν πενήντα. Γιατί κάποιοι απο μέσα, είχαν προσχωρήσει γι άλλους λόγους. Και τους άλωσαν απ τη κερκόπορτα….
Οι αλωτές είχαν πλάτες Γερές, πολύ γερές όπως φάνηκε αργότερα. Ανηψιοί και γόνοι μεγαλοεργολάβων και μεγαλοεκδοτών, παραλήδες νεοεπαναστάτες είναι οι πλάτες. Γιατί χωρίς τις «πλάτες» δε πάς πουθενά. Κι οι αληθινοί τριακόσιοι δεν τις είχαν. Το χρήμα ρέει άφθονο. Τώρα όλα πλέον ελέγχονται. Οι ανιδιοτελείς μαχητές παραμερίστηκαν. Τώρα πλέον μιλάει η άλλη δύναμη. Η δύναμη της πλάτης. Το σύστημα, σαν τον καρκίνο, έκανε μετάσταση στα πραγματικά υγιή κύτταρα. Και μόλυνε αυτούς που έδειχναν αμόλυντοι.
Ο «Νταβατζής της οδού Δήμητρος» τους έδωσε το βήμα. Ηταν το επόμενο στάδιο στην προσχεδιασμένη χειραγώγηση του πλήθους που είχε ο ίδιος ξεκινήσει πριν ένα χρόνο ουρλιάζοντας ΚΟΝΤΡΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ, ΚΟΝΤΡΑ ΣΕ ΟΛΑ. Τόσο καιρό ύφαινε και πάλι για τα καλά τον βρωμερό ιστό του γύρω απ το κουρελιασμένο κορμί της πατρίδας. Κι έψαχνε να βρεί αυτούς που θα «σερβίριζε» ως τους επόμενους «σωτήρες» προδότες. Παπανδρέιδες και Εφιάλτες πάντα θα υπάρχουν. Αρκεί να υπάρχει μαγιά απο κάτω που θα τους δεχτεί a priori.
Απο τέτοια τερτίπια άλλο τίποτα ο «Νταβατζής της οδού Δήμητρος». Το ξέρει το παιχνίδι εδώ και 50 χρόνια πως δουλεύει. Μια ζωή ολόκληρη.
Ο «Νταβατζής της οδού Δήμητρος» δε ξέρει απο νόμους. Δεν τον πιάνει κανένας νόμος αυτόν. Κι όχι μόνον αυτόν. Αλλά και όλους τους άλλους νταβατζήδες. Είτε μεγαλοεργολάβους είτε μεγαλοεκδότες. Ειναι αυτοί που έκαναν τη παρανομία νόμο. Αν έρθει κάποιος στα πράματα που έχει άλλο ντελβέ στο κεφάλι του και αντιστρέψει τους όρους, οι νταβατζήδες θα χαθούν απ τη πιάτσα και το ξέρουν. «Κοντρα-Επανάσταση» λοιπόν κι άσε το πόπολο να ελπίζει. Οταν θα καταλάβει τη ματσακωνιά, θα είναι ήθη πεθαμένο. Απ τη πείνα ή απ’ τα χημικά.
Και το σύνθημα ψηλά για να γεμίζουν οι τσέπες με τα ευράκια της φτήνιας.
«ΚΟΝΤΡΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ, ΚΟΝΤΡΑ ΣΕ ΟΛΑ εμείς θα επιζήσουμε ξανά σ’ αυτή τη χώρα! Α, και πού είσαι πόπολε, όσο θα βλέπεις το επαναστατικό απ το καναπέ σου και θα ευφράινεσαι, μη τυχόν κι αλλάξεις κανάλι στη διακοπή, την έβαψες! Τις δικές μου διαφημίσεις θα βλέπεις που είναι φτηνές και βοηθούν την επανάσταση, αλλοιώς θα σου κόψω τα ποδάρια παλιοαντιδραστικέ! Τ’ ακούς; Ορίστε, επανάσταση σου έταξα, επανάσταση σου δίνω! Τι θές, να στη δώσω τσάμπα; Εγώ δε δίνω τσάμπα της μάνας μου, σε σένα θα δώσω; Σκάσε τώρα και βλέπε! Α, και πού είσαι! Παίρνε και κανα τηλέφωνο, βγάλε την οργή σου, να συμμετεχεις κι εσύ! Τι δηλαδή, όλα εμείς θα τα κάνουμε;»
Κι εμείς ελπίζουμε σε ένα όνειρο
Βολτάρω απομεσήμερο, στην Λόνσντέιλ στρήτ. Τον ξακουστό ελληνικό δρόμο της Μελβούρνης. Ετσι, για να πάρω μιαν ανάσα απο ακόμα μιαν αγχωτική μέρα που δεν έχει τελειώσει. Λιγοστά πια τα ελληνικά μαγαζιά, που κάποτε ανθούσαν σ’ αυτόν εδώ το δρόμο. Πέρναγες και σου σπαγε τη μύτη η μυρουδιά απ το σουβλάκι που σιγοψήνουνταν στα κάρβουνα και η ευωδιά απ τα φρεσκοσερβιρισμένα πατροπαράδοτα γλυκά. Τώρα, μόνο οι μαίανδροι υπάρχουν παντού σ’ όλο το μήκος του δρόμου, πάνω στις ταμπέλες με την ονομασία του δρόμου. Βουητό, αυτοκίνητα, πλήθος που βαδίζει γρήγορα και χάνεται στις εισόδους των ουρανοξυστών και στο βάθος δυο-τρία μαγαζιά με ελληνική μουσική, βιβλία και ταινίες, ενα σουβλατζίδικο, το μόνο που έχει απομείνει και μια καφετέρια, που όσο της επέτρεπαν να καπνίζουν μέσα οι θαμώνες μεσουρανούσε, τώρα με τη καπνοαπαγόρευση…άστα. Ο «ελληνικός» χωρίς τσιγάρο δε πίνεται, τέρμα. Και η φραπεδιά επίσης. Για καφέ πλέον, μόνο έξω, στα τραπεζάκια τα στιμωγμένα στην άκρη του δρόμου. Σαν τους λεπρούς.
Με τον ιδιοκτήτη, παλιοί φίλοι. Αφορμή ψάχνει αμα με δεί, να πιεί κι αυτός το καφεδάκι του στη ζούλα.
«Τι νέα απ τη πατρίδα, εσύ που ασχολιέσαι μ’ αυτά;»
Σκύβω το κεφάλι, βουλιάζω στο κάθισμα και στρίβω τσιγάρο.
«Τι θές να σου πώ, τ’ ακούς κι εσύ, τα ξέρεις! Τι με ρωτάς;»
Ενα πικραμένο χαμόγελο σκάει στο χείλι του καθώς ανάβει κι αυτός το τσιγάρο του.
«Πεθαίνουμε Γιάννη, κι εκεί κι εδώ. Μας βάλανε αμέτι μουχαμέτη να μας εξαφανίσουν απο προσώπου γής. Λίγοι μείναμε πάνω στη γής κι έχουνε πέσει ούλοι πάνω μας. Τι να σου κάνει, μια χούφτα είμαστε, πόσο να αντέξουμε αδερφέ μου;
Γι αυτό σε ρωτάω κάθε που σε βλέπω, να μου πείς ένα νέο, μια χαρά, κάτι να πιαστώ να ελπίσω. Να, τούτο το τσιγάρο που βλέπεις, είναι το τρίτο της μέρας, ούτε το τσιγαράκι μας δε μπορούμε πια να απολάψουμε. Κόλαση γενικε η γής πια για μας και μας τυραγνάει…»
Τον κόβει η φωνή της κοπέλας του ταμείου, μέσα. Σηκώνεται μουρμουρίζοντας και τρέχει γρήγορα, αφήνοντας εμένα να προσπαθώ να χωνέψω τις τελευτίες του κουβέντες.
«Κόλαση γένικε η γής πια για μας και μας τυραγνάει…»
Το τσιγάρο σιγοκαίει ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Ο αέρας γίνεται όλο και πιο κρύος. Ο καφές αρχίζει να κρυώνει. Τον κατεβάζω μονορούφι και σηκώνομαι.
«Που πάς, φεύγεις; Κάτσε λίγο ακόμα!»
«Με περιμένουν κάποιοι στο μαγαζί, έχω δουλίτσα. Αμα τελειώσω νωρίς, θα περάσω πάλι»
Του δίνω το πεντοδόλλαρο για το καφέ και κάνω να φύγω.
«Η πατρίδα θα πεθάνει μόνο αν την αφήσουμε Σταμάτη… Γειά χαρά!»
Στο σχολείο, σαν ήμουνα μικρός, μου άρεσε πολύ ένα ποιηματάκι του Πολέμη που λεγόταν «Τί είναι η Πατρίδα μας» Δεν ήταν βαθυστόχαστο, σαν πολλά άλλα. Ούτε είχε μέσα του δυσκολονόητες λέξεις. Και ομως, με συνέπαιρνε.
«Τι είναι η Πατρίδα μας…»
Η Πατρίδα μας που τώρα αργοσβήνει, η Πατρίδα μας που τώρα αργοπεθαίνει. Τα «άσπαρτα» ψηλά βουνά της έχουν καεί, ο ήλιος της έχει γίνει μουντός, βαρύς και επικίνδυνος, τα άστρα της πια δε φαίνονται στον ουρανό, αχνοσβήνουν. Παιδιά δεν ακούγονται πια στις πλατείες, δεν κοιτάς πια πρόσωπα γελαστά πουθενά. Μόνο στη τηλεόραση οι τηλε-περσόνες χαχανίζουν ηλίθια σε όσες γκλαμουράτες εκπομπές έχουν μείνει. Ο τρόμος και η πείνα έχουν απλώσει ενα μαύρο δίχτυ πάνω απ’ τον πάλαι ποτέ καταγάλανο ουρανό της. Τα παιδιά της λιγοστεύουν μέρα με τη μέρα.
Η Πατρίδα πεθαίνει…
Θυμάμαι τα λόγια του γερο-Παίσιου που διάβαζα κάποτε και που εξακολουθώ να διαβάζω και σήμερα:
«Η Πατρίδα δε θα χαθεί. Θα μεγαλουργήσει. Εχει το σχέδιό Του ο Θεός. Ακόμα κι ένας Ελληνας να μείνει στη γή, η Πατρίδα θα σωθεί. Μπόρα θα είναι, μια δοκιμασία για όλους μας. Εχετε εμπιστοσύνη στο Θεό και πίστη…»
Προσπαθώ να πιαστώ απ’ τα λόγια του. Να ελπίζω. Ψάχνω να βρώ τη δύναμη. Μα, πού να τη βρώ….
Φοβάμαι.
Γιάννης Βούρος
Μελβούρνη-Αυστραλία
Μελβούρνη-Αυστραλία