Στα 30 της, η Τζαμάκ Κουμάρι Γκιμίρε πάσχει από εγκεφαλική παράλυση και μπορεί να γράφει μόνο με το πόδι της. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνική σκηνή του Νεπάλ στα 19 της και μέχρι σήμερα έχει γράψει τέσσερις ποιητικές συλλογές, δύο βιβλία με διηγήματα και πολλά άρθρα σε εφημερίδες. Και τις προάλλες κέρδισε το πιο σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο της χώρας για το βιβλίο της με αυτογραφικά δοκίμια που φέρει τον τίτλο «Είναι η ζωή αγκάθι ή λουλούδι;».
Τα κείμενά της φανερώνουν, σύμφωνα με τους κριτικούς, δεξιοτεχνικό χειρισμό της γλώσσας και βαθιά γνώση των κοινωνικών πραγματικοτήτων στις οποίες αναφέρεται.
«Με δεξιοτεχνία αντάξια αυτής των καλύτερων σύγχρονων συγγραφέων, ερευνά δύσκολα πολιτικά, πνευματικά, φεμινιστικά και κοινωνικά θέματα, χωρίς να αποφεύγει να εκφράζει συναισθήματα όπως αγάπη, τύψεις, χαρά και θλίψη», έγραψαν γι’ αυτήν οι «Τάιμς» του Νεπάλ.
«Είμαι πολύ ευτυχισμένη που πήρα το βραβείο», έγραψε η Γκιμίρε απαντώντας σε ερωτήσεις και κρατώντας την πένα ανάμεσα στα δάκτυλα του ποδιού της. «Ομως ταυτόχρονα αισθάνομαι και ευθύνη.»
Σύμφωνα με τα Νέα, γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό του Ανατολικού Νεπάλ και η ασθένεια της στέρησε τον έλεγχο των κινήσεων των χεριών της και έκανε άναρθρη την ομιλία της - χωρίς να μειώσει στο παραμικρό την ευαισθησία και την κρίση της. Οι γονείς της δεν την έστειλαν σχολείο και έμαθε να γράφει μόνη της, ακούγοντας την αδελφή της που μελετούσε.
Είχε αντιληφθεί πως ο μόνος τρόπος για να επικοινωνεί με λέξεις με τους γύρω της ήταν να τις γράφει με το πόδι της.
Στο βιβλίο της, περιγράφει την πρώτη φορά που έγραψε το γράμμα «κα» – το πρώτο του αλφάβητου ντεβανάγκαρι της νεπαλεζικής. «Δεν μπορούσα να μοιραστώ με κανέναν τη χαρά εκείνης της στιγμής, όμως το πρώτο γράμμα μου ήταν εκεί, γραμμένο στη σκόνη πάνω στο έδαφος και, στην καρδιά μου, μπορούσα να το προφέρω. Ημουν τόσο ευτυχισμένη ώστε το έγραψα ξανά και ξανά.»
Το πόδι της πλήγιαζε γράφοντας στο έδαφος, ωστόσο στην αρχή οι προσπάθειές της περνούσαν απαρατήρητες. «Για να δει ο κόσμος ότι μπορώ να γράφω, έγραψα ένα μεγάλο «κα» και το άφησα εκεί, αλλά αντί να δουν το γράμμα μου, πάτησαν πάνω του και το έσβησαν. Το πρώτο γράμμα μου σβήστηκε χωρίς να το δει κανείς.»
Στην αρχή οι γονείς της την έδερναν επειδή πίστευαν ότι το να γράφει στο έδαφος φέρνει κακοτυχία. Ο πατέρας της είπε πως, όταν η Τζαμάκ ήταν επτά χρόνων, ένας γείτονας του πρότεινε να σκοτώσει την ανάπηρη κόρη του ρίχνοντάς την σ’ ένα ποτάμι. «Εκείνη την ημέρα ήμουν πολύ θλιμμένος», λέει. «Σήμερα είμαι πολύ ευτυχισμένος. Η κόρη μου έκανε υπερήφανη ολόκληρη την οικογένεια».