Συνταγματικά και νομικά προβλήματα στις πρόσφατες αποφάσεις της κυβέρνησης και της Δικαιοσύνης εντοπίζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών με δύο ανακοινώσεις του την Τετάρτη.
Για «μεταφορά της προβληματικής του ζητήματος από το επίπεδο της νομιμότητας σε αυτό της σκοπιμότητας» κάνει λόγο ο πρόεδρος του ΔΣΑ Γιάννης Αδαμόπουλος, σχολιάζοντας την εγκύκλιο του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Νικ.Παντελή, για εφαρμογή αυτόφωρης διαδικασίας στα εγκλήματα της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο.
Προσθέτει μάλιστα ότι η νέα ρύθμιση του Ν.3943/2022 που προβλέπει αυτόφωρη διαδικασία στις περιπτώσεις φοροδιαφυγής είναι και αντισυνταγματική.
Οπως σημειώνει, το αυτόφωρο καλύπτει υποθέσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος συνελήφθη επί τω έργω και η «διεύρυνση» αυτής της έννοιας είναι προβληματική. «Η εφεξής θεώρηση ως χρόνου τέλεσης των αδικημάτων φοροδιαφυγής του χρονικού διαστήματος από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος έως τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της – κατά περίπτωση προβλεπόμενης – προθεσμίας παραγραφής έχει ως αποτέλεσμα όλα συλλήβδην τα εγκλήματα που προβλέπονται στις διατάξεις του Ν. 2523/1997 να θεωρούνται διαρκή και, κατά συνέπεια, αυτόφωρα» όπως σημειώνει.
Αυτή η προσέγγιση αντικρούει σε συγκεκριμένες συνταγματικές επιταγές (αρ.2 παρ.1 και αρ.7 παρ.1), τις οποίες εμμέσως αναγνωρίζει και η εγκύκλιος Παντελή, προσθέτει, καθώς εκεί αναφέρεται ότι τέτοια ζητήματα θα κριθούν στην πράξη από τα δικαστήρια.
Ο κ.Αδαμόπουλος «καυτηριάζει» επίσης την παραίνεση εφαρμογής της αυτόφωρης διαδικασίας «σε περιπτώσεις ακραίας και προκλητικής φοροδιαφυγής», καθώς αυτοί οι γενικοί και αόριστοι χαρακτηρισμοί «προσβάλλουν κατάφωρα την αρχή της ασφάλειας δικαίου».
Ποια ενημέρωση θα έχουν οι ιδιώτες «εισπράκτορες»;
Ο ΔΣΑ επιτίθεται στις επιλογές του ΥΠΟΙΚ και όσον αφορά την πρόθεση να ανατεθεί σε ιδιώτες, όπως ελεγκτικές εταιρίες, δικηγορικά γραφεία κ.ά. την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο που ξεπερνούν τα 150.000 ευρώ.
Η σχετική ρύθμιση αναφέρει ότι οι ιδιώτες μεταξύ άλλων θα επιδιώκουν τον εντοπισμό επιπλέον περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πώς ζητάει το κράτος από ιδιώτες να εντοπίσουν περιουσιακά στοιχεία οφειλετών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, όταν οι δημόσιες υπηρεσίες, με όλα τα προσωπικά και φορολογικά δεδομένα των υπόχρεων, έχουν αποτύχει; αναρρωτάται ο ΔΣΑ.
Παράλληλα, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για φαινόμενα αντίστοιχα των εταιρειών είσπραξης οφειλών προς τις τράπεζες, που συχνά δραστηριοποιούντα «εκτός των πλαισίων που θέτει ο νομοθέτης, ενδεχομένου που πρέπει να αποφευχθεί από τον τελευταίο με κάθε μέσο και ασφαλιστική δικλείδα», επισημαίνει ο Σύλλογος.
«Η ανάθεση σε ιδιώτες … αναμένεται να αποδειχθεί όχι μόνο αλυσιτελής αλλά και να εγείρει πληθώρα νομικών ζητημάτων«, όπως η «πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα» την οποία μπορεί να έχει μόνο ο πυρήνας της άσκησης της δημόσιας εξουσίας, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα (άρ.1 παρ.3 και άρ.26 παρ.2).
Ο ΔΣΑ θεωρεί «κατανοητή» την ανάγκη επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, αλλά τονίζει ότι είναι αδιαπραγμάτευτη και η υποχρέωση της Πολιτείας να διασφαλίζει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών. Πόσο μάλλον για μία ρύθμιση που «μόνο αποτελεσματική δεν αναμένεται να είναι για τους λόγους που προαναφέρθηκαν», καταλήγει.