Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΥ ΤΣΑΛΟΠΟΥΛΟΥ : ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΑΜΕΣΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ



Η πολιτιστική κληρονομιά και η τύχη κάποιων σοβαρών παρεμβάσεων στην πόλη απαιτεί, όπως συμβαίνει σ όλες τις δημοκρατικά σκεπτόμενες χώρες, και ανάλογη κινητοποίηση των ενδιαφερόμενων, των μελών δηλαδή της τοπικής κοινωνίας. Το κτήριο Τσαλόπουλου κόστισε στο ελληνικό δημόσιο 1,4 εκατ. ευρώ, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο. Πέρασαν 30 χρόνια μέχρι να φτάσει στο σημερινό σημείο ώστε να είναι περίπου έτοιμο για να δοθεί στο κοινό της πόλης. (Ο ιδιοκτήτης ουδαμώς συνεισέφερε, συνεπώς η ονομασία του κτηρίου δεν πρέπει να περιέχει το όνομά του). Τα εγκαίνια που κακώς έγιναν το 2009 κατόπιν επιμονής του Δημάρχου και παρά την αντίθετη γνώμη του γράφοντος και του Νίκου Γραίκου (μελών τότε του ΔΣ του ΠΟΔΚ) να ενταχθούν τα εγκαίνια στα Αικατερίνεια 2009 υπηρέτησαν προσωπικές επιλογές της διοίκησης του Δήμου και τώρα, δύο χρόνια μετά, το εγκαινιασθέν κτήριο υφίσταται τη φθορά του χρόνου αλλά και το μειδίαμα για βιαστικές επιλογές.

Αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Τι όμως θα περιλαμβάνει το ωραίο αυτό δείγμα αρχιτεκτονικής στην πόλη μας; Ποια θα είναι η χρήση του; Σε ποιους και με ποιους όρους θα αποδοθεί; Κατά καιρούς από τους διοικούντες το Δήμο εκφράστηκαν διάφορες απόψεις (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη, μουσείο, Πινακοθήκη κλπ) ενώ δεν λείπουν και αστείες έως ανιστόρητες προτάσεις να δοθεί δηλαδή το κτίσμα είτε σε συλλόγους είτε να στεγάσει γραφεία.
Τελευταία απόφαση δηλώνει την προθυμία του Δήμου να παραδοθεί για τη δημιουργία ενός μουσείου εντύπων συμφερόντων Ε. Τσακπουνίδη. Ο Δήμος πλήρωσε για το σκοπό 18.000 ευρώ για τη σχετική μελέτη του ΑΠΘ και το δημοτικό συμβούλιο ψήφισε την παραχώρησή του (για το ζήτημα των όρων χρήσης θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμα). Δεν εξετάζουμε τώρα αν αυτή συλλογή είναι σπουδαία ή όχι, αν τα τεκμήρια δηλαδή καθεαυτά έχουν υψηλή αγοραστική αξία. Σύμφωνα με τη γνωμάτευση του ΑΠΘ (σελίδα 3): «Η συλλογή Ε. Τσακπουνίδη αποτελείται από έναν μικρό σχετικά αριθμό βιβλίων, τα οποία προέρχονται από την συλλογή του Ο. Cromwell… Η παραχώρηση της συγκεκριμένης συλλογής θα αποτελέσει τη βάση για την δημιουργία του Μουσείου Παλαιών Εντύπων και Βιβλίων…». Δεν εξετάζουμε επίσης το γεγονός ότι από τα μέλη της προτεινόμενης από τον κ. Τσακπουνίδη επιτροπής συμπολιτών μας ούτε ένας έχει διακριθεί για την παραγωγή βιβλιογραφικού υλικού, εκπαιδευτικών προγραμμάτων, δημοσιεύσεων, μουσειακών προτάσεων, δράσεων φιλαναγνωσίας, μουσειολογικής παιδείας, διδακτικών επιμορφωτικών παρεμβάσεων κλπ. (αφήνω απέξω το γεγονός ότι η πόλη μας διαθέτει ιστορικούς τέχνης ή εξειδικευμένους στο πολιτιστικό μάνατζμεντ επιστήμονες—τα ονόματά τους μπορώ να τα δώσω αν χρειαστεί).
Αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει είναι αν η πόλη τη στιγμή αυτή, η πόλη που διαθέτει μόνο μία βιβλιοθηκονόμο για τη βιβλιοθήκη του Δήμου των 85.000 κατοίκων, η πόλη που στερείται ενός στοιχειώδους αντιπροσωπευτικού για την ιστορία της Μουσείου Τοπικής Ιστορίας (ενώ τέτοιο και μάλιστα λίαν πρωτότυπο διαθέτει η Κονταριώτισσα!) ή Διαχρονικού Μουσείου όπως προεκλογικά έγραφε το πρόγραμμα Χιονίδη, η πόλη που δεν έχει δική της ταυτότητα ενώ διαθέτει (και καλώς) κτήρια στα οποία στεγάζονται η Ενωση Ποντίων, η Παναγία Σουμελά, οι Μικρασιάτες, η Εστία Πιερίδων Μουσών κλπ, η πόλη λοιπόν που στερείται παντελώς μιας ιστορικής και κοινωνικής ταυτότητας αποφασίζει να δημιουργήσει ιστορία μέσω της συλλογής …παλαιών εντύπων. Τέτοιες πρωτοβουλίες αρμόζουν σε πόλεις που ήδη έχουν μια οργανωμένη δημοτική βιβλιοθήκη, μια οργανωμένη Δημοτική Πινακοθήκη, ένα καλοφτιαγμένο λαογραφικό ή Ιστορικό Μουσείο (βλέπε για παράδειγμα την Κοζάνη που διαθέτει Μουσείο Χαρτών αφού όμως έχει βιβλιοθήκη στην οποία απασχολούνται 12 άτομα, διαθέτει Λαογραφικό Μουσείο με μεγάλη επισκεψιμότητα).
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Καλό είναι επ’ αυτού να ακολουθήσουμε τη συμβουλή ενός ανθρώπου, του Γιάννη Τροχόπουλου, διευθυντή της παγκοσμίως γνωστής και βραβευμένης Δημόσιας Βιβλιοθήκης Βέροιας (απασχολεί 25 εργαζόμενους σε μια πόλη των 40.000 κατοίκων). Σε συνάντησή μας στην Κατερίνη τον Ιούνιο του 2010, ύστερα από πρόσκληση του ΠΟΔΚ και με την παρουσία του τότε προέδρου του ΠΟΔΚ Λάμπη Καρατζόγλου, και σε σχετική ερώτηση για το τι μπορεί να γίνει η Αστική Σχολή, η απάντηση του διακεκριμένου βιβλιοθηκονόμου (συντόνισε πέρυσι στο Μέγαρο Μουσικής συζήτηση για το μέλλον των βιβλίων στον κόσμο με επιφανείς ευρωπαίους και αμερικανούς ειδικούς) ήταν απλή: χρειάζεται διαβούλευση. Χρειάζεται δηλαδή να καλέσει ο Δήμος ανθρώπους νέους, ειδικούς και μη, επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων, καλλιτέχνες, πολιτιστικούς συλλόγους, πνευματικούς ανθρώπους, σπουδαστές, μαθητές, φοιτητές, ιστορικούς, νοικοκυρές, ακόμα και γραφειοκράτες, προκειμένου να γίνει μία ευρεία συζήτηση και να ακουστούν όλες οι απόψεις. Ύστερα από αυτά μπορεί ο Δήμος να λάβει τις αποφάσεις του και να ψηφίσει ώστε η Αστική Σχολή να γίνει αυτό, το κτήριο Τσαλόπουλου να δοθεί για εκείνη την χρήση.
Διαβούλευση επομένως απαιτεί η δημοκρατική λογική πρωτίστως και ακολουθούν οι αποφάσεις. Διότι συλλογές αναξιοποίητες έχει ο Δήμος και στέκονται στα σκοτάδια (Γκόγκου, Τριανταφύλλου). Συλλογές ωστόσο έχουν και πολλοί συμπολίτες μας (Μεγαλόπουλος, Μωυσίδης, Γιαννουλάκης, Γραίκος, Σκλιοπίδου κ.ά) και μπορούν να αξιοποιηθούν ποικίλς αν ο Δήμος το επιθυμεί. Τέλος, το έντυπο βιβλιογραφικό υλικό του 20ού αιώνα υπάρχει ήδη εκδεδομένο χάρη στην τοπική αυτοδιοίκηση (Νομαρχία 2000 και Δήμος 2011), βρίσκεται ολόκληρο στη συλλογή του γράφοντος (500 τεκμήρια) και περιμένει την αξιοποίησή του (περί αυτών όμως αργότερα).

A.K.