Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

σύγχρονος Οδυσσέας

 
από την πρώτη ποιητική συλλογή
του  Αγγελου Αγγελίδη  
 
 
 
Πολυβασανισμένος.
 Οδυσσέας….   ναυτικός.
Κι ας μη το πάτησα το πόδι μου,
στης θάλασσας το κύμα.
 
 
Μα όλα αυτά τα κύματα
ήταν κι εκεί…  που στη στεριά πατούσα.
Αμέτρητα κι ατέλειωτα και δυνατά και άγρια.
Βαριά και επικίνδυνα, ήταν εκεί συνέχεια.
 
 
Τα άλλα κύματα, ξεχνώ.
Αυτά της άσπρης μέρας.
Τα ξέχασα, αυτά τα γλυκοφίλητα στο μέτωπο.
Λες κι ήταν λίγα, ένα ή μόνο δυό.
 
 
Ελάχιστα στη θύμηση.
Λίγα και στις πολλές της μνήμης μου μαγνητισμένες θήκες.
Λίγα για να θυμάμαι στα στερνά και τέτοια πως υπήρχαν.
Υπήρχαν και στο διάβα μου, για τη δικιά μου Ιθάκη.
 
 
Μα είχα αυτή τη δύναμη π΄ ολόγυρα δεν είδα.
Δύναμη  ν΄  αντιστέκομαι.
Συνείδηση. Αντίσταση. Τιμή. Αξιοπρέπεια.
 
Να αντιστέκομαι εκεί…..
π΄ όλου του κόσμου οι άρχοντες φάνηκαν….
ψεύτικοι, αχυράνθρωποι, μικροί και τιποτένιοι.
Εκεί που οι λαοπρόβλητοι…..,
χάθηκαν ανεξήγητα, σκυφτοί μέσα στο πλήθος.
Το πλήθος το αλλόκοτο, αυτό των ανωνύμων.
Των ανωνύμων σύντροφων της Γης.
 
 
Προσκυνητάδες της στιγμής
που έπαιξαν και μάγεψαν τη τύχη τους πολύ.
Να γίνουν αφεντάδες μας σκληροί…, από συμφέρον
ακόμη και πριν τη στερνή και μάταια πνοή.
 
 
Δε μόχθησαν. Δε σκέφτηκαν.
Δε ζύγισαν αξίες.
Λίγη από ανθρώπινη χροιά, στη φύση μας ν΄ αφήσουν
παρά μια μαγεμένη μυρουδιά, σαν απ΄ αγάλματα βγαλμένη.