Διαβάζοντας το άρθρο του καλού συναδέλφου Χ. Κυργιάκη περί γιαλαντζί σοσιαλιστών ήρθαν στο μυαλό μου δύο πράγματα. Πρώτον, πως όχι μόνο γιαλαντζί σοσιαλιστές είναι τα ανθρωπάκια που παριστάνουν τους κυβερνήτες μας, αλλά και γιαλαντζί Έλληνες.
Δεύτερον μου ήρθε στο μυαλό ένας θρύλος, ο θρύλος ενός πραγματικού Έλληνα, λίγο ή πολύ άγνωστο σε αρκετούς. Μα για να μη σας χασομεράω, να ο θρύλος όπως τον θυμήθηκα:
Είναι κάπου στα 1807 στα Γιάννενα του Αλί Πασά. Ο τύραννος μετά από πολλές και μακροχρόνιες προσπάθειες καταφέρνει να συλλάβει – με προδοσία πάντα - τον μεγαλύτερο ήρωα που γέννησε ως τότε αυτός ο τόπος και δηλωμένο εχθρό του Πασά, τον Κατσαντώνη, μαζί με τα παλικάρια του. Μαζί του πιάνει και τον αδελφό του ήρωα – τον άγνωστο όπως είπαμε σε πολλούς – Χασιώτη.
Στην αρχή ο τύραννος προσπαθεί με μαλαγανιές και μπαμπεσιές να κάνει τον ήρωα Κατσαντώνη να προσκυνήσει. Και τι δεν του τάζει! Κτήματα, λεφτά, βιλαέτια, ολόκληρο το Αρματολίκι του Ξηρομέρου και των Αγράφων! Αρκεί μονάχα να προσκυνήσει τον Πασά. Ο Κατσαντώνης, παιδί του λαού, γέννημα θρέμμα της κλεφτουριάς, μεγαλωμένος με το θρύλο του Θεμιστοκλή και του Μιλτιάδη, του Αριστείδη και του Μεγαλέξαντρου ΔΕΝ προσκυνάει!
Αφού απέτυχε ο τύραννος με τη μαλαγανιά αρχίζει τις απειλές και τις φοβέρες:
«Θα σε χαλάσω ωρέ Κατσαντώνη. Θα ξεπαστρέψω τις φαμιλιές σας, θα κάψω τα χωριά σας, θα ξεπαστρέψω τον τόπο σας. Μήτε ρουθούνι ρωμέικο δεν θα μείνει. Προσκύνησέ με και θα τα ξεχάσω όλα». Τίποτα.
Αφού είδε κι απόειδε πως μ’ αυτόν τον σατανά δεν θα τα βγάλει πέρα, έπαιξε και το τελευταίο του χαρτί. Κάποτε ο ήρωας κατάφερε με δόλο να αρπάξει ένα μεγάλο ποσό απ’ τον Πασά με την υπόσχεση να εξοπλίσει στρατό και να τον ετοιμάσει να χτυπήσει ο Πασάς το Σουλτάνο κι έτσι να γίνει αυτός κύριος των Βαλκανίων! Τώρα ο Πασάς το ζητάει πίσω.
«Γύρνα μου πίσω ωρέ Κατσαντώνη τους παράδες που σου ‘δωσα κι εγώ σ’ αφήνω ελεύθερο».
«Δεν τα ‘ χω Πασά μου. Πήρα βόλια και τροφή για τα παλικάρια μου, για να ζούμε λεύτεροι χωρίς τυράννους πάνω απ’ το κεφάλι μας!»
Τότε ο Πασάς πήρε την απόφαση να τον «χαλάσει». Η ποινή φοβερή. Διατάζει τους δήμιούς του να αλυσοδέσουν τον Κατσαντώνη και τα παλικάρια του στην αυλή του σαραγιού του, κάτω απ’ τον μεγάλο πλάτανο, και να τους σπάσουν όλα τα κόκαλα του σώματός τους με σφυρί κι αμόνι! Ο ήρωας Κατσαντώνης απ’ τις κακουχίες και τη βαριά αρρώστια λίγο άντεξε το βασανιστήριο και έγειρε λιπόθυμος. Λίγες μέρες αργότερα θα άφηνε την τελευταία του πνοή στα μπουντρούμια του Πασά.
Το πιο ηρωικό τέλος όμως το είχε ο αδελφός του Κατσαντώνη, ο Χασιώτης. Σαν έμεινε τελευταίος για το μαρτύριο φώναξε στους βασανιστές του: «Μη μ’ αγγίζετε ωρέ, κάθουμαι μοναχός μου!». Κοντά πέντε ώρες βαρούσαν τον τελευταίο μαρτυρικό ήρωα οι βασανιστές του για να τον τελειώσουν. Κι εκεί που κόντευε πια να του βγει η ψυχή, με όση δύναμη είχε απομείνει μέσα του τους φώναξε:
«Βαράτε ωρέ παλιόγυφτοι, σαν και μένα αυτός ο τόπος έχει χιλιάδες και μια μέρα θα εκδικηθούν το θάνατό μας».
Έτσι «έσβησε» ο Χασιώτης, ο κλέφτης, ο αδελφός του Κατσαντώνη. Εκείνοι προτίμησαν τον ηρωικό θάνατο, να πεθάνουν ελεύθεροι, παρά σκλάβοι και ατιμωμένοι. Προτίμησαν το μαρτύριο από τις θέσεις, τα πλούτη και τα αξιώματα του τυράννου.
Επιμύθιο για κάθε Έλληνα:
Βαράτε ωρέ παλιόγυφτοι! Είμαστε χιλιάδες και είστε μια παρέα ανίκανων, ταπεινωμένων, ανάξιων, προσκυνημένων και μισελλήνων.
Βαράτε ωρέ παλιόγυφτοι! «Ούτε τα οφίτσια, ούτε οι τιμές σας θα σας κάνουν ποτέ ανθρώπους και πατριώτες». Ι. Μακρυγιάννης.
Κι όπως λέει κι Πλωρίτης:
«….και τότε, θα ‘ ναι η ώρα να αναδυθεί από τα βάθη των αιώνων η πανάρχαια Νέμεση, «κολάζοντας» τους «δεινά, δεινότατα, δράσαντας» με τα πιο φρικιαστικά Τάρταρα».
Χαίρετε!
ΥΓ: Είστε που είστε για κλάματα βρε κακομοίρηδες, πολιτικάντηδες της πεντάρας, ανοίχτε τουλάχιστον καμιά ελληνική Ιστορία μπας και ξεστραβωθείτε και καταλάβετε καμιά φορά τι είναι λαός και τι Ελλάδα! Άιντε!