Ο ακαδημαϊκός παρασιτισμός
Το τελευταίο διάστημα σε αναβρασμό βρίσκονται τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλης της χώρας, με εκατοντάδες κατειλημμένες σχολές σε όλη τη χώρα. Το Υπουργείο Παιδείας, προς το τέλος του καλοκαιριού, σε ρυθμούς «fast truck», πέρασε το νέο νομοσχέδιο λειτουργίας των ΑΕΙ, έχοντας εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική συναίνεση και στήριξη της Νέας Δημοκρατίας και του ΛΑΟΣ.
Και ενώ η κυρία Διαμαντοπούλου, απολάμβανε την επιτυχία της πρώτης Υπουργού Παιδείας, που πέρασε νόμο λειτουργίας των ΑΕΙ, χωρίς φοιτητικές καταλήψεις, σε διάστημα μιας εβδομάδας, με τις ευλογίες της εκπαιδευτικής κοινότητας το μεγαλύτερο μέρος των εκπαιδευτικών τμημάτων προχώρησε σε κινητοποιήσεις, αναβάλλοντας την εξεταστική περίοδο του Σεπτεμβρίου.
Κι όμως ο νόμος αυτός, δεν έρχεται να λύσει κανένα από τα πραγματικά προβλήματα του Δημοσίου Πανεπιστήμιου. Απεναντίας, έρχεται να επικυρώσει και να ενισχύσει το πανεπιστήμιο της γενικευμένης αμάθειας και της αδιέξοδης εξειδίκευσης για χάρη της αγοράς. Είναι τα μονοπάτια που χάραξε η συνθήκη του Μάαστριχτ και της Λισσαβόνας, αλλά από όσο φαίνεται στην Ευρώπη οδήγησαν σε περισσότερα προβλήματα παρά παρήγαγαν… κέρδη ή επιστήμονες!
Το ελληνικό Πανεπιστήμιο, όχι μόνο δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο ιδεολογικό κοκτέιλ της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αλλά μεθόδευσε την νομιμοποίηση του και την αναπαραγωγή του. Την ίδια στιγμή που λειτουργούσε παρασιτικά και εν τέλει σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας, μεθόδευε την πνευματική αλλοτρίωση της νέας γενιάς Ελλήνων προς χάριν των νεοταξικών συμφερόντων. Αλλά ας τα δούμε αναλυτικά.
Ο νόμος του 1982 που προέβλεπε την αυτοτέλεια και την αυτοδιοίκηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, έθεσε τις βάσεις για να διαμορφωθεί ο «επιστημονικός παρασιτισμός». Οικογένειες και κλίκες άλωσαν τις έδρες, μεταβιβάζοντας τίτλους και διατριβές από γενιά σε γενιά, με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα οι ακαδημαϊκές ομάδες συμφερόντων να αλωνίζουν στο δημόσιο Πανεπιστήμιο. Πλάι στη λογική αυτή, με την ένταξη της Ελλάδας σε διάφορους υπερεθνικούς οργανισμούς το πανεπιστήμιο δέχτηκε «τόνους» δανεικών χρημάτων μέσω «προγραμμάτων» ή επιδοτήσεων τα οποία οι «συμπαιγνίες» αξιοποίησαν προς το συμφέρον τους. Έτσι την ίδια στιγμή που τα πανεπιστήμια εμφάνιζαν τραγικές ελλείψεις σε υλικοτεχνικές υποδομές, οι πανεπιστημιακοί μπορούσαν να απολαμβάνουν από ηλεκτρονικά συστήματα τελευταίας γενιάς, μέχρι βίλες στις ακριβότερες περιοχές των αστικών συγκροτημάτων. Σε αυτό το ύφος και το ήθος, δεν έλλειπε η αδιάλειπτη επαφή με κοινοβουλευτικά κόμματα, φοιτητικές συνδικαλιστικές παρατάξεις ή παράγοντες της αγοράς, που με τον έναν ή το άλλο τρόπο εξασφάλιζαν τη διατήρηση του ακαδημαϊκού παρασίτου στη ζωή.
Βέβαια, ο παρασιτισμός απολάμβανε εν λευκώ τα προνομία αυτά επιτελώντας με αφοσίωση τις εντολές των υπερεθνικών οργανισμών, των πρεσβειών και των δεξαμενών σκέψεις της νέας τάξης. Την ίδια στιγμή που άλωναν το δημόσιο πλούτο ή τα λογής «προγράμματα» φρόντιζαν, τη μεθοδική αλλοτρίωση των συνειδήσεων των νεοελλήνων. Επιτέθηκαν συγκροτημένα ενάντια στην ιστορική μνήμη των νεολαίων, εξύψωσαν τον ατομικισμό και τον αγοραίο ανταγωνισμό. Χαντάκωσαν την πολιτιστική παράδοση του τόπου μας, προς χάριν των πολιτιστικών εκτρωμάτων της κοινωνίας του θεάματος. Προώθησαν τις πλέον καταστρεπτικές για το περιβάλλον και τον άνθρωπο μελέτες, αφήνοντας στα ντουλάπια καινοτόμες ή φιλικές για τη ζωή προτάσεις. Συναρμολογούσαν το μυαλό των νέων, με τρόπο τέτοιο, ώστε ως μοναχικά γρανάζια να ενταχθούν στη παγκόσμια μηχανή, χωρίς κριτική σκέψη ή σφαιρικές γνώσεις.
Το δημόσιο Πανεπιστήμιο, από χώρος γνώσης, αμφισβήτησης, καινοτομίας και μελέτης μετατράπηκε σε χώρο ωμής συναλλαγής ιδιοτελών συμφερόντων και ταυτόχρονα παρασκευαστήριο πειθήνιων και αμαθών νέων, έτοιμων να ενταχθούν στις νόρμες της νέας τάξης.
Η λογική του νομοσχεδίου Διαμαντοπούλου
Με βάση τη θέση αυτή, ο νέος νόμος προσπαθεί όμοια με το σύνολο των νομοθεσιών μετά το Μνημόνιο να καταφέρει τα εξής. Πρώτον, να περιορίσει το πάρτυ της «ακαδημαϊκής συμπαιγνίας». Δεύτερον, να περιορίσει το λειτουργικό κόστος του Πανεπιστημίου, με την προοπτική να εμφανιστούν νούμερα στους δείκτες του προϋπολογισμού, που θα «συγκινήσουν» τους ιθύνοντες της Τρόικας. Τρίτον, να διαμορφώσει ένα νομικό και λειτουργικό περιβάλλον ώστε να το θέσει προς… πώληση. Τέταρτον, να ενταχθεί εξολοκλήρου στο πνεύμα και την αντίληψη της ελεύθερης αγοράς.
Για να τα πετύχει το πρώτο σκοπό παραδίδει τη διοίκηση του πανεπιστημίου σε δεκαπενταμελές συμβούλιο που οι 7 είναι εξωπανεπιστημιακές προσωπικότητες, ενώ ο Πρύτανης θα εκλέγεται από το συμβούλιο μετά από Διεθνή Διαγωνισμό, με μόνη ευθύνη την εύρυθμη λειτουργία των ΑΕΙ. Η σύγκλητος αποκτά ένα διακοσμητικό ρόλο. Για να επιτευχθεί ο δεύτερος σκοπός μειώνουν το χρόνο φοίτησης περιορίζοντας δραστικά τον αριθμό σπουδαστών, καταργούν τα δωρεάν συγγράμματα και μεταφέρουν το κόστος σίτισης και στέγασης στα ίδια τα ιδρύματα και στην ανάθεση από μεριάς τους σε εξωπανεπιστημιακούς φορείς μέσω υπεργολαβιών. Επιπλέον προχωρούν σε συγχώνευση τμημάτων και σχολών, επιτυγχάνοντας δραστική μείωση κονδυλίων προς τα ΑΕΙ και ταυτόχρονα άμεσες περικοπές σε διοικητικό προσωπικό.
Θέλοντας να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ιδιωτικών επενδύσεων το πανεπιστήμιο επιτρέπει την απευθείας συνεργασία με καθηγητές του εξωτερικού και ιδρύει Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου για την αξιοποίηση της περιουσίας των ΑΕΙ και την εξασφάλιση συμφωνιών εξωτερικής ιδιωτικής χρηματοδότησης. Συνακόλουθα ειδική μνεία γίνεται στην αξιολόγηση και στην ανταποδοτικότητα των τμημάτων και την παραγωγικότητα των καθηγητών. Τέλος για να ολοκληρωθεί ο χαρακτήρας του πανεπιστημίου της αγοράς και της αμάθειας προβλέπει την ύπαρξη τριετών, πενταετών και οκταετών προγραμμάτων βασισμένων σε εκπαιδευτικές πιστωτικές μονάδες (καταργείται το ενιαίο πρόγραμμα σπουδών, κάθε μάθημα αποκτάει έναν συγκεκριμένο αριθμό πιστωτικών μονάδων, ο φοιτητής επιλέγει μαθήματα, και παίρνει πτυχίο η βαρύτητα του οποίου κρίνεται από τις μονάδες που συγκέντρωσε) καθιερώνει την υποχρεωτική διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας σε κάθε τμήμα και προβλέπει αυξημένη συμμετοχή των αλλοδαπών φοιτητών στα εκπαιδευτικά προγράμματα.
Φοιτητικές καταλήψεις
Κι αν από τη μεριά του το Υπουργείο Παιδείας, προχώρησε σε αυτή τη «δράση» το φοιτητικό κίνημα προχώρησε άμεσα στη γνωστή «αντίδραση». Σε «fast track» συνελεύσεις, με μικρό βαθμό νομιμοποίησης, προχώρησε σε πενθήμερες καταλήψεις των σχολών, διαμορφώνοντας ένα «διαδικτυακό» κλίμα μαζικού ξεσηκωμού, Κι όμως στο δρόμο, στις φοιτητικές πορείες και δράσεις ο βαθμός συμμετοχής ήταν σαφώς περιορισμένος και οι σχολές φάνταζαν ακόμα να βρίσκονται στην περίοδο των διακοπών.
Από τη μεριά μας θα είμαστε ξεκάθαροι και ειλικρινείς: Ένας νόμος που ψηφίζεται με συναίνεση από τις δυνάμεις εκείνες που θα κληθούν αργά ή γρήγορα να εκπροσωπήσουν τις εντολές της Τρόικας, πρέπει να ανατραπεί. Ωστόσο, για να γίνει αυτό, θα πρέπει το φοιτητικό κίνημα να πείσει όλη την υπόλοιπη κοινωνία ότι αγωνίζεται για ένα πανεπιστήμιο που να έχει σχέση με το λαό και τη χώρα, και όχι γι’ αυτό το ξεκομμένο παράσιτο. Από αυτό θα κριθεί η επιτυχία του κινήματος. Και εδώ, δυστυχώς, το κίνημα επιδεικνύει τις χειρότερες επιδόσεις.
Η ελληνική κοινωνία βλέπει για ακόμα μια φορά ο αντιπολιτευτικός λόγος του κινήματος, να αρθρώνεται με το συνήθη τρόπο που έκδηλα πια έχει απορρίψει. Οι δυνάμεις της πανεπιστημιακής αμφισβήτησης προς το παρόν δεν πείθουν, γιατί συνεχίζουν να μιλούν σαν να βρίσκονται εσώκλειστες σε «άσυλο». Δεν πείθουν, γιατί δεν έχουν προσπαθήσει να καταλάβουν σε ποιά χώρα ζουν, ή το τι διακυβεύεται σήμερα σχετικά με τις τύχες του ελληνικού λαού. Μιλούν σα να βρισκόμαστε στο 2006, αυτόβαυκαλίζονται σαν «φοιτητικό κίνημα στην πρωτοπορία της αντικυβερνητικής πολιτικής» και ασχολούνται μόνο με το νομοσχέδιο, ενώ γύρω τους υπάρχουν ερείπια και κουρέλια κοινωνικών τάξεων. Σε αντίθεση με όσα λένε, όμως, είναι αλήθεια ότι οι φοιτητές ξύπνησαν τελευταίοι, καθώς ο ελληνικός λαός εδώ και ένα χρόνο σχεδόν βρίσκεται ήδη στους δρόμους.
Όλα αυτά, δεν σημαίνουν ότι ο αγώνας τον φοιτητών δεν έχει αξία, ότι δεν πρέπει να γίνει ή ότι τίποτε δεν αλλάζει. Σημαίνουν ότι αν επιθυμούν οι φοιτητές να διαμορφώσουν ένα αυθεντικό, ριζοσπαστικό κίνημα, θα πρέπει να πραγματοποιήσουν κάθετη ρήξη με τον παλιό κόσμο και τις δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν. Να πάψουν να είναι «αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά», να πάψουν να νομίζουν ότι ζουν στη… Βαρκελώνη από όπου… αλληλογραφούν με τους Ζαπατίστας στην επαρχία της Τσιάπας.
Επί του πρακτέου, όλα αυτά σημαίνουν ότι το φοιτητικό κίνημα έχει να αντιμετωπίσει δύο κύρια προβλήματα στο εσωτερικό τους. Πρώτον, την αδυναμία του να αναπτύξει ένα καινοτόμο και λαϊκό όραμα για το Δημόσιο Πανεπιστήμιο και την Παιδεία σφαιρικότερα, ικανό να εμπνεύσει το σύνολο της κοινωνίας. Δεύτερον, πρέπει να αντιπαρατεθεί με το ύφος και τις επιλογές των εργολάβων κινημάτων και να ξεμπλοκάρει τα αρνητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας μπροστά σε κάθε φοιτητική κινητοποίηση.
Και όλα αυτά τη στιγμή που οι φοιτητές δέχονται αθρόες πιέσεις να «ξεμπερδεύουν» με τις σπουδές τους για να πάρουν το πρώτο αεροπλάνο για το εξωτερικό ή το διαβατήριο για την αναζήτηση εργασίας.
Νεολαία ενάντια στο Μνημόνιο
Είναι αλήθεια πως το κίνημα των πλατειών έδωσε κάποια πρώτα στοιχεία, για το καταπώς μπορεί ο ελληνικός λαός να αντισταθεί απέναντι στους εντολοδόχους της Τρόικας. Αυτή την εμπειρία πρέπει να αξιοποιήσουν και οι φοιτητές. Έχουμε ανάγκη όσο ποτέ ένα ακηδεμόνευτο, εθνικοαπελευθερωτικό νεολαιίστικο κίνημα.
Υπ’ αυτή την έννοια, το φοιτητικό κίνημα οφείλει να δει το νόμο Διαμαντοπούλου ως αφορμή για την ανάπτυξη ενός κινήματος νεολαίας ενάντια στο Μνημόνιο, και όχι να παραμείνει σε μια συντεχνιακή πολιτική δραστηριότητα και πρακτική. Είναι άλλωστε εμφανές, πως όλο αυτό το διάστημα η πολιτική εξουσία με τη συμπαιγνία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης καταφέρνει να διαχειριστεί τις μεμονωμένες αντιστάσεις κοινωνικών ομάδων, ενώ αντίθετα εμφανίστηκε στα πρόθυρα… παραίτησης μπροστά στις ακηδεμόνευτες δομές και φωνές του κινήματος των πλατειών.
Στο εσωτερικό τώρα της φοιτητικής κοινότητας είναι απαραίτητη η ανάδειξη και η υιοθέτηση δομών αλληλεγγύης, που θα συνέβαλαν αποφασιστικά στην επιβίωση του Πανεπιστήμιου και των νέων γενικότερα. Πρέπει να διεκδικήσουμε την αυτοδιαχείριση των κυλικείων των σχολών, τη διαμόρφωση αυτοδιαχειριζόμενων βιβλιοθηκών και να καθιερώσουμε ανταλλακτικά παζάρια. Επιπλέον, στα πανεπιστήμια υπάρχουν τόνοι αναξιοποίητων υλικών (ηλεκτρονικοί υπολογιστές, μηχανήματα προβολής κ.α.) με τα οποία φιλότιμες χειρωνακτικές ομάδες θα μπορούσαν να συντηρήσουν τις υπάρχουσες διαλυμένες δομές ή και να διαμορφώσουν νησίδες υπολογιστών και αίθουσες προβολών ανοιχτές προς το σύνολο της κοινωνίας. Η λογική των δικτύων ανταλλαγής χρόνου (που μπορούν στα πανεπιστήμια να οδηγήσουν στην αναβίωση των μεθόδων αλληλοδιδασκαλίας) ή ακόμα και η δημιουργία ενός φοιτητικού ανταλλακτικού νομίσματος θα συνέβαλε καθοριστικά στην αυτό-οργάνωση της φοιτητικής κοινότητας. Τέλος, θα μπορούσαν να στηθούν δίκτυα συντονισμού της φοιτητικής συγκατοίκησης, φοιτητικά κοινωνικά παντοπωλεία και αυτοδιαχειριζόμενες συλλογικές κουζίνες. Μια τέτοια λογική, θα πετύχαινε την αναγέννηση της φοιτητικής κοινότητας, ως συλλογικού υποκείμενου, οργανικό κομμάτι της Ελλάδας της επιβίωσης.
Και βέβαια, πρώτα και πάνω απ’ όλα θα πρέπει να υπάρξει μια… παιδευτική επανάσταση, που θα αποκαταστήσει την αυταξία της παιδείας και της μόρφωσης στο επίκεντρο της ακαδημαϊκής κοινότητας. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει φοιτητές και καθηγητές να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με την λογική της εθνο-αποδόμησης και του μηδενισμού που κυριαρχεί μέσα στα πανεπιστήμια, είτε μιλάμε για την εκδοχή του… Βερέμη και του Αντώνη Λιάκου, είτε για την δήθεν αντιεξουσιαστική εκδοχή που κρύβει κάτω από την προβιά του εναλλακτικού, τη χειρότερη αναπαραγωγή της κατεδαφιστικής ιδεολογίας των αρχουσών τάξεων. Εξάλλου, τούτος ο αγώνας για την αποκατάσταση της γνώσης, της μόρφωσης, της ταυτότητας, είναι προπάντων αγώνας για την βελτίωση των όρων ζωής ολόκληρης της κοινωνίας. Γιατί ακριβώς, μια κοινωνία με μορφωμένους, ενεργούς αγωνιζόμενους πολίτες, είναι πιο ελεύθερη, πιο ανεξάρτητη και χαρακτηρίζεται από μικρότερες κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες. Να, λοιπόν, πιο θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενο ενός νέου ριζοσπαστισμού, πραγματικού αυτή τη φορά.
Αυτή τη στιγμή, ο αγώνας του ελληνικού λαού για την ελευθερία και την ανεξαρτησία, και ο αγώνας των φοιτητών και των καθηγητών ενάντια στο γενικευμένο ξεπούλημα του δημόσιου πανεπιστημίου συμπίπτουν. Αυτό που πρέπει να κάνει το κίνημα ενάντια στο νόμο της Διαμαντοπούλου, είναι να εγκαταλείψει τον ενσωματωμένο του εαυτό, να κάνει πέρα τις κλίκες, τις «συμπαιγνίες» και τους εργολάβους των κινημάτων, και να κόψει τις γέφυρες με το πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης, που είναι σάπιο και άχρηστο για τον ελληνικό λαό. Μόνο με αυτές τις βαθιές ρήξεις μπορεί να πάει βήματα μπροστά…
Ιθαγενείς, εφημερίδα Ρήξη φ.77