Μα γιατί μητέρα λέτε παπαριές, τα οράματά μου;
Δυο χρόνια πριν, σαν σήμερα
Δυο χρόνια πριν, σαν σήμερα, άλλαζε σελίδα, ο τόπος και ο λαός μας και ότι άλλο έχει και μπορεί να αλλάξει σελίδα. Οι Έλληνες δίναμε στον Γιώργο την εντολή να κυβερνήσει και να υλοποιήσει τα οράματά του, για σοσιαλισμό και δίκαιη κοινωνία, ισότητας και ελευθερίας.
«Παπαριές», έλεγε η μητέρα του Μαργαρίτα , όποτε μας άκουγε στις συσκέψεις να λέμε αυτές τις λέξεις. «Μα γιατί μητέρα λέτε παπαριές, τα οράματά μου;», την ρωτούσε με την γνωστή παιδική του αφέλεια, ο Γιώργος. «Γκιατί ντεν βρίσκω άλλη λέξη, αγκόρι μου», του εξηγούσε εκείνη, ενώ τον χάιδευε στο κεφάλι.
Έτσι και το βράδυ των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου, ακριβώς, δυο χρόνια, πριν , ήμασταν όλοι στο σπίτι στο Καστρί . Είχαμε συγκεντρωθεί εκεί οι πολύ στενοί συνεργάτες, του Γιώργου. Εγώ, η πρωθυπουργομήτωρ, ο Πωλ ο Γερουλανός, ο Χάρης ο Παμπούκης, ο Νίκος Αθανασάκης, τα αδέρφια Νίκος και Αντρίκος και η Μπίλιω η Τσουκαλά. Η Άντα, σαν καλή οικοδέσποινα είχε...
«Παπαριές», έλεγε η μητέρα του Μαργαρίτα , όποτε μας άκουγε στις συσκέψεις να λέμε αυτές τις λέξεις. «Μα γιατί μητέρα λέτε παπαριές, τα οράματά μου;», την ρωτούσε με την γνωστή παιδική του αφέλεια, ο Γιώργος. «Γκιατί ντεν βρίσκω άλλη λέξη, αγκόρι μου», του εξηγούσε εκείνη, ενώ τον χάιδευε στο κεφάλι.
Έτσι και το βράδυ των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου, ακριβώς, δυο χρόνια, πριν , ήμασταν όλοι στο σπίτι στο Καστρί . Είχαμε συγκεντρωθεί εκεί οι πολύ στενοί συνεργάτες, του Γιώργου. Εγώ, η πρωθυπουργομήτωρ, ο Πωλ ο Γερουλανός, ο Χάρης ο Παμπούκης, ο Νίκος Αθανασάκης, τα αδέρφια Νίκος και Αντρίκος και η Μπίλιω η Τσουκαλά. Η Άντα, σαν καλή οικοδέσποινα είχε...
επιμεληθεί το μενού. Μην φανταστείτε τίποτα ιδιαίτερο. Μπριός με κατσικίσιο τυρί, σαρδέλες τηγανιτές με σάλτσα σοκολάτας, «καταπληκτική συνταγή την φέραμε από το Περού», έλεγε ενθουσιασμένη, ψαρόσουπα με φακές και καλαμάρι γεμιστό με σύγκλινο Μάνης, ψημένο στη σούβλα. «Μα τι φαγητά, είναι αυτά βρε Άντα μου;», την ρώτησε ο Παμπούκης κάποια στιγμή. «Είναι το μενού της Νίκης», είπε σηκώνοντας το ποτήρι της ψιλά.
Εγώ, προσωπικά δεν άγγιξα τίποτα, παρά μόνο τις σαρδέλες με την σοκολάτα και αυτό γιατί η σοκολάτα ήταν γάλακτος. Αν ήταν μπίτερ, ούτε που θα πλησίαζα. Τις σαρδέλες δεν τις προτίμησε ούτε η Μπίλιω. Προτίμησε όμως όλα τα υπόλοιπα. Κάποια στιγμή, μάλιστα, την είδα που μιλούσε με την Μαργαρίτα, είχε μπουκωθεί με ένα ολόκληρο καλαμάρι, και προσπαθούσε να ρουφήξει και μια κουταλιά ψαρόσουπα, σπρώχνοντας τα όλα αυτά, με μια κομματάρα ψωμί, για να πάνε κάτω. Ο Γιώργος, λιτοδίαιτος όπως πάντα, έφαγε μόνο την ψαρόσουπα του, ζητώντας μερικά κρουτόν.
Στις 7 το απόγευμα, στηθήκαμε όλοι στην τηλεόραση για να δούμε τα έξιτ πολς. Μετρήσαμε όλοι μαζί την αντίστροφη μέτρηση που είχε το Μέγκα, και αμέσως μετά ξεσπάσαμε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Στις 8 με 10 μονάδες διαφορά, έλεγε ο Νικολακόπουλος, ότι θα κλείσει η ψαλίδα. Σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και αρχίσαμε να αγκαλιαζόμαστε, ανταλλάσοντας φιλιά, σαν να ήταν Πάσχα.
Ο Γιώργος μάλιστα, μέσα στον πανζουρλισμό της νίκης, ευχήθηκε σε κάποιον το Χριστός Ανέστη και εκείνος του ανταπάντησε «Αληθώς ο Κύριος». Κάποια στιγμή ο Γιώργος από την χαρά του, γυρίζει απότομα προς την Μπίλιω για να την φιλήσει, χωρίς να προσέξει, πως αυτή κράταγε στα χέρια της ένα μπολ με ψαρόσουπα, που μόλις είχε γεμίσει. Χύνεται όλη η ψαρόσουπα πάνω στον Γιώργο και του κάνει το κοστούμι καινούργιο. «Γκούρι, γκούρι», φωνάζει η Μαργαρίτα, από το δεύτερο σαλόνι, που παρακολουθούσε την σκηνή. «Γούρι γούρι», επαναλαμβάναμε ρυθμικά οι υπόλοιποι, κοιτώντας τον Γιώργο στην μέση της σάλας, να στάζει σούπες και να βρωμάει ψάρι.
Η Μπίλιω για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα, γυρίζει το κεφάλι της προς το πάτωμα και με σπασμένη από την συγκίνηση φωνή λέει, «τι κρίμα να μην είναι και ο πατέρας σου ο Ανδρέας εδώ να σε καμαρώσει πρωθυπουργό». Στο άκουσμα της λέξης Ανδρέας, όλοι ταραχτήκαμε, αλλά η συγκίνηση δεν κράτησε πολύ, γιατί η Μαργαρίτα από το βάθος, συμπλήρωσε, «αν ήταν ο Ανδρέας εντώ, Γκιόργκος Ντεν τα ήταν πρωτυπουργκός». Την αμηχανία που δημιουργήθηκε, έσπασε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. «Για μένα είναι, για μένα είναι», φώναξε ο Γιώργος και σαν μικρό παιδί, έτρεξε να το σηκώσει. «Ποιόν θέλετε;» ρωτούσε απορημένος. «Πέργκολες; Για περιμένετε λίγο να ρωτήσω», και σκεπάζοντας με το χέρι του το ακουστικό μας λέει, με συνωμοτικό ύφος: «είναι κάποιος και θέλει προσφορά για να τοποθετήσει πέργκολα στο εξοχικό του, λέει ότι είναι 8 τετραγωνικά, τι να του πω;». Ο Πωλ, τρέχει αμέσως προς το μέρος του Γιώργου, παίρνει το ακουστικό και το κλείνει, λέγοντας: «λάθος κάνετε κύριε μου δεν έχουμε πέργκολες εδώ».
Η Μπίλω, κρατώντας, δυο σαρδέλες με σάλτσα σοκολάτας, βγάζει το συμπέρασμα: «λάθος θα ήταν», ενώ ο Αθανασάκης ως πιο έμπειρος, έδωσε άλλη διάσταση. «Αρχίσανε τα σαμποτάζ, οι Δεξιοί. Κάποιος από το παρακράτος θα ήταν», είπε με νόημα, και όλοι κουνήσαμε συγκαταβατικά, το κεφάλι μας.
Σε λίγο άρχισαν να καταφτάνουν τα μηνύματα της νίκης. Η διαφορά παγιωνόταν στις 10 μονάδες. Η χαρά μας ήταν μεγάλη κυρίως όλων ημών που είχαμε δουλέψει σκληρά γι αυτή τη νίκη. «Θα το γιορτάσουμε», φωνάζει η Αντα από την κουζίνα, ενώ ερχόμενη κρατούσε ένα μπουκάλι σαμπάνια, CAIR RHODES. «Να την ανοίξει ο νοικοκύρης», τόλμησα να προτείνω και με αποστόμωσε η Αντα. «Τρελός είσαι, δεν ξέρει να ανοίγει κρασιά», μου είπε στο αυτί. «Δεν θυμάσαι μια πρωτοχρονιά, που πάλευε μια ώρα να ανοίξει τη σαμπάνια. Στο τέλος έσπασε το μπουκάλι από τα νεύρα του, ενώ κάρφωσε το τιρμπουσόν στο μπράτσο του»
Λίγο μετά αποσυρθήκαμε στο γραφείο και κάναμε κάποιες διορθώσεις, στην δήλωση που θα διάβαζε σε λίγες ώρες στο Ζάππειο. Αμέσως μετά ο Γιώργος με την Άντα και τους υπόλοιπους έφυγαν για τα γραφεία στην Ιπποκράτους. Στο σπίτι μείναμε για δυο ώρες, εγώ και η Μπίλιω. Μαζέψαμε τα πιάτα τα ποτήρια και σφουγγαρίσαμε τις ψαρόσουπες του Γιώργου τραγουδώντας το «θα τον μεθύσουμε τον ήλιο…».
Στην συνέχεια κλείσαμε το σπίτι και φύγαμε. Κατεβαίνοντας την Κηφισίας, έβλεπα τον κόσμο να πανηγυρίζει και σκεφτόμουν πόσο τυχεροί ήμασταν που θα ζούσαμε σε μια διαφορετική Ελλάδα, όταν από την κορυφή του Υμηττού, ο ήλιος φώτισε με τις πρώτες ακτίνες του, όλη την Αθήνα.
Θύμιος Καλαμούκης
Η Μπίλιω για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα, γυρίζει το κεφάλι της προς το πάτωμα και με σπασμένη από την συγκίνηση φωνή λέει, «τι κρίμα να μην είναι και ο πατέρας σου ο Ανδρέας εδώ να σε καμαρώσει πρωθυπουργό». Στο άκουσμα της λέξης Ανδρέας, όλοι ταραχτήκαμε, αλλά η συγκίνηση δεν κράτησε πολύ, γιατί η Μαργαρίτα από το βάθος, συμπλήρωσε, «αν ήταν ο Ανδρέας εντώ, Γκιόργκος Ντεν τα ήταν πρωτυπουργκός». Την αμηχανία που δημιουργήθηκε, έσπασε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. «Για μένα είναι, για μένα είναι», φώναξε ο Γιώργος και σαν μικρό παιδί, έτρεξε να το σηκώσει. «Ποιόν θέλετε;» ρωτούσε απορημένος. «Πέργκολες; Για περιμένετε λίγο να ρωτήσω», και σκεπάζοντας με το χέρι του το ακουστικό μας λέει, με συνωμοτικό ύφος: «είναι κάποιος και θέλει προσφορά για να τοποθετήσει πέργκολα στο εξοχικό του, λέει ότι είναι 8 τετραγωνικά, τι να του πω;». Ο Πωλ, τρέχει αμέσως προς το μέρος του Γιώργου, παίρνει το ακουστικό και το κλείνει, λέγοντας: «λάθος κάνετε κύριε μου δεν έχουμε πέργκολες εδώ».
Η Μπίλω, κρατώντας, δυο σαρδέλες με σάλτσα σοκολάτας, βγάζει το συμπέρασμα: «λάθος θα ήταν», ενώ ο Αθανασάκης ως πιο έμπειρος, έδωσε άλλη διάσταση. «Αρχίσανε τα σαμποτάζ, οι Δεξιοί. Κάποιος από το παρακράτος θα ήταν», είπε με νόημα, και όλοι κουνήσαμε συγκαταβατικά, το κεφάλι μας.
Σε λίγο άρχισαν να καταφτάνουν τα μηνύματα της νίκης. Η διαφορά παγιωνόταν στις 10 μονάδες. Η χαρά μας ήταν μεγάλη κυρίως όλων ημών που είχαμε δουλέψει σκληρά γι αυτή τη νίκη. «Θα το γιορτάσουμε», φωνάζει η Αντα από την κουζίνα, ενώ ερχόμενη κρατούσε ένα μπουκάλι σαμπάνια, CAIR RHODES. «Να την ανοίξει ο νοικοκύρης», τόλμησα να προτείνω και με αποστόμωσε η Αντα. «Τρελός είσαι, δεν ξέρει να ανοίγει κρασιά», μου είπε στο αυτί. «Δεν θυμάσαι μια πρωτοχρονιά, που πάλευε μια ώρα να ανοίξει τη σαμπάνια. Στο τέλος έσπασε το μπουκάλι από τα νεύρα του, ενώ κάρφωσε το τιρμπουσόν στο μπράτσο του»
Λίγο μετά αποσυρθήκαμε στο γραφείο και κάναμε κάποιες διορθώσεις, στην δήλωση που θα διάβαζε σε λίγες ώρες στο Ζάππειο. Αμέσως μετά ο Γιώργος με την Άντα και τους υπόλοιπους έφυγαν για τα γραφεία στην Ιπποκράτους. Στο σπίτι μείναμε για δυο ώρες, εγώ και η Μπίλιω. Μαζέψαμε τα πιάτα τα ποτήρια και σφουγγαρίσαμε τις ψαρόσουπες του Γιώργου τραγουδώντας το «θα τον μεθύσουμε τον ήλιο…».
Στην συνέχεια κλείσαμε το σπίτι και φύγαμε. Κατεβαίνοντας την Κηφισίας, έβλεπα τον κόσμο να πανηγυρίζει και σκεφτόμουν πόσο τυχεροί ήμασταν που θα ζούσαμε σε μια διαφορετική Ελλάδα, όταν από την κορυφή του Υμηττού, ο ήλιος φώτισε με τις πρώτες ακτίνες του, όλη την Αθήνα.
Θύμιος Καλαμούκης